Ένα ζευγάρι ανήσυχα μάτια παρακολουθεί πίσω από το τζάμι και αναζητά επίμονα την αλήθεια
Διαβάζοντας τον τίτλο και μόνο «Η Γυναίκα στο Παράθυρο» πολλοί φέρνουν συνειρμικά στο μυαλό τους την κλασική ταινία Rear Window (1954) του Alfred Hitchcock και όχι άδικα. Άλλωστε, με το εν λόγω μοντέρνο μυθιστόρημα αγωνίας, ο A.J. Finn παίζει με τις πιο ευαίσθητες χορδές του ψυχισμού του αναγνώστη τόσο αριστοτεχνικά όσο και ο παραπάνω μεγάλος δημιουργός του σινεμά, με βασική διαφορά ότι εν προκειμένω επιστρατεύεται η γλώσσα της 4ης και όχι της 7ης Τέχνης.
Υπό το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο ‘A.J. Finn’, ο Αμερικανός εκδότης Daniel Mallory το 2018 πήρε το βάπτισμα του πυρός ως συγγραφέας, πραγματοποιώντας ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο στον χώρο της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας, με το πρώτο του “πνευματικό παιδί” να αναδεικνύεται σε ένα από τα κορυφαία best-sellers των New York Times εκείνη τη χρονιά. Και μέχρι σήμερα αριθμεί εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, μεταφρασμένο σε 38 γλώσσες. Δεν είναι να απορεί κανείς που η Fox 2000 Pictures έχει ήδη εξασφαλίσει τα δικαιώματα μεταφοράς του στο πανί της μεγάλης οθόνης, με σκηνοθέτη τον Joe Wright (The Darkest Hour, Hanna, Atonement), σεναριογράφο τον Tracy Letts, και με πρωταγωνιστές την έξι φορές υποψήφια για Όσκαρ, Amy Adams (Vice, American Hustle, The Master, The Fighter, Doubt, Junebug) και τον βραβευμένο από την Ακαδημία, Gary Oldman (The Darkest Hour).
Ο ‘A.J. Finn’ λοιπόν, χάρη στην μακράν σπουδή του στον τομέα των εκδόσεων και στην επιμέλεια κειμένων, με την αξιοζήλευτη πένα του παρέδωσε ένα θρίλερ μυστηρίου γεμάτο παλμό, ένταση και ρυθμό, με ροή λόγου που διατηρεί αδιάπτωτο το ενδιαφέρον χωρίς να σκοντάφτει σε νοηματικά κενά ή επιτηδευμένους εντυπωσιασμούς. Συνιστά ένα στιβαρό δείγμα γραφής στο αντίστοιχο είδος, με άρτια δομή που αξιοποιεί στον μέγιστο βαθμό ως αυθεντικό συστατικό της τον αγνό ψυχολογικό τρόμο και τον παράγοντα του απρόβλεπτου κρατώντας σε εγρήγορση όποιον το διαβάζει.
Και επειδή ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, ενίοτε ίσως να σταθούμε λίγο παραπάνω σε στοιχεία-υπαινιγμούς που ενδεχομένως να μας κρούσουν το καμπανάκι όμως άλλοτε πάλι κάποια θα περάσουν κάτω από το ραντάρ μας τόσο καλά ‘μεταμφιεσμένα’ ώστε η ανατροπή να μεσολαβήσει σαν απρόσκλητος αλλά καλοδεχούμενος επισκέπτης σε καίρια σημεία της ραχοκοκαλιάς του έργου.
Ο βασικός άξονας της ιστορίας περιστρέφεται γύρω από την 38χρονη, Άννα Φοξ, μία παιδοψυχολόγο που δεν έχει αφήσει το διαμέρισμά της εδώ και έναν χρόνο περίπου. Ζει μόνη της σε μία ευρύχωρη, επιβλητική κατοικία σε ένα γραφικό προάστιο της Νέας Υόρκης. Συχνά ενδίδει στην αδυναμία της να γεύεται καλό κρασί μερλό, αναμειγνύοντάς το με τα φάρμακά της. Κάθε μέρα αναμετριέται με την κατάθλιψη και την σοβαρή μορφή αγοραφοβίας που έχει, καθώς παλεύει να διαχειριστεί την μετατραυματική αγχώδη διαταραχή που της άφησε ως επώδυνο κατάλοιπο μία προσωπική συνταρακτική της εμπειρία. Ως παρήγορη διέξοδο διαφυγής έχει βρει το αλκοόλ, την αναπόληση αγαπημένων αναμνήσεων από τα περασμένα, την νοσταλγική παρακολούθηση παλιών ασπρόμαυρων ταινιών μυστηρίου και το να κατασκοπεύει μέσα από τον φακό της Nikon D5500 της τους ενοίκους των πλησιέστερων σπιτιών. Πλέον, στην συνοικία της, στην απέναντι κατοικία εγκαταστάθηκαν πρόσφατα οι Ράσελς που ρίχνοντάς τους μια ματιά κάλλιστα θα υπέθετε κανείς ότι μπορεί και να αποτελούν το ιδανικό παράδειγμα οικογένειας. Ωστόσο, κάποτε η Άννα κρυφοκοιτάζοντας από το παράθυρο τους νεοαφιχθέντες γείτονές της, εντελώς αναπάντεχα γίνεται μάρτυρας ενός ειδεχθούς εγκλήματος, αλλά κανείς, συμπεριλαμβανομένων και των αρχών, δεν πιστεύει τα όσα ισχυρίζεται δεδομένου του ότι δεν υπάρχει καν πτώμα. Η ηρωίδα αισθάνεται πια ότι η αμφιβολία την ταλανίζεται. Η αβεβαιότητα μέρα με την μέρα αρχίζει να την κατατρώει ενδόμυχα ολοένα και περισσότερο, ενώ στο εξής καταλαβαίνει πως αποβαίνει κανονικός άθλος το να ξεχωρίσει τι είναι εν τέλει αποκύημα της φαντασίας και τι πραγματικότητα.
Η Άννα Φοξ είναι μία ηρωίδα που θα την συμπαθήσεις αβίαστα. Τα όσα βίωσε και άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στην ψυχοσύνθεσή της δεν θα τα μάθεις παρά μόνο καθώς πλησιάζεις προς το τέλος. Αλλά πριν καν φτάσεις εκεί θα την έχεις αγκαλιάσει ήδη αυτήν την φιγούρα. Θα είναι σαν να έχεις καθίσει μαζί της στο μισοσκόταδο του σαλονιού της να πιείτε, να συζητήσετε, να ρίξετε κλεφτές ματιές στους απέναντι, να απολαύσετε ένα υποβλητικό θέαμα στους μαραθωνίους φιλμ noir που γεμίζουν τις νύχτες της.
Θα δεις με συγκατάβαση τον εγκλεισμό της στα ψηλά τείχη που έχει στήσει τριγύρω της, περιχαρακώνοντας τον εαυτό της πίσω από αυτά που στα θεμέλιά τους έχουν τον φόβο του να ζήσει, του να ελπίσει ξανά και να βρει νέο κίνητρο και σκοπό. Λέει χαρακτηριστικά: «Νιώθω το έξω να προσπαθεί να μπει μέσα…Φουσκώνει και πιέζει την πόρτα, σφίγγει τους μυς του, κοπανά το ξύλο. Ακούω την ανάσα του, τα ρουθούνια του που ξερνούν ατμό, τα δόντια του που τρίζουν. Θα με ποδοπατήσει. Θα με ξεσκίσει. Θα με καταβροχθίσει». Η ίδια αγωνίζεται να αντέξει το σμπαραλιασμένο της παρόν και να περισώσει ό,τι υπάρχει σ’ αυτό από τον δυσανάλογα τεράστιο έξω κόσμο που κλείνει ασφυκτικά γύρω της, την πλακώνει, την συνθλίβει με το τεράστιο άδραγμά του και εκείνη μπροστά του μοιάζει μικροσκοπική. Το παρομοιάζει με ένα επικίνδυνο θηρίο που καιροφυλακτεί πίσω από την είσοδό της και απειλεί ανά πάσα στιγμή να της επιτεθεί.Δεν μπορείς να ξεδιαλύνεις εκ προοιμίου αν η ίδια έχει επιλέξει την μοναξιά της ή το αντίστροφο. Παρόλαυτα, δίνει τις μάχες της, πέφτει, σηκώνεται, κάνει μικρά αλλά σταθερά βήματα προόδου, και μέσα από τους δικούς της αμυντικούς μηχανισμούς και τις αποτυχίες της μαθαίνει να δαμάζει κάπως τον τρόμο που διεγείρεται εντός της όποτε διανοείται να βγει από τους τέσσερις τοίχους. Και είναι ευαίσθητη, συμπονετική. Έχει εμπεδωμένες μέσα της τις αρχές της ανθρωπιστικής φύσης της επιστήμης της. Ακόμη και αν έχει επίγνωση της εύθραυστης ψυχικής της κατάστασής, θα υπάρξουν φορές που θα τολμήσει να προβεί σε αυτό που θεωρεί υπέρβαση για χάρη κάποιου άλλου, χωρίς να αγνοεί το κόστος που ενέχει στην περίπτωσή της. Θα δώσει βάση και προτεραιότητα στον όρκο του να συνδράμει ευεργετικά από εκεί όπου είναι και όσο δύναται. Μόλις μάλιστα έρχεται μία τέτοια συγκυρία, το κάνει πράξη: «Δε θα βλάπτω κανέναν. Θα βοηθώ στην ανάρρωση και θα βάζω το συμφέρον του άλλου πάνω από το δικό μου».
Το κουβάρι του μύθου ξετυλίγεται ρεαλιστικά και το παιχνίδι του είναι και του φαίνεσθαι εδώ αποκτά άλλη βαρύτητα. Δεν μπορείς να είσαι βέβαιος για ό,τι διαμείβεται σαν δράση ενώ ξεφυλλίζεις την κάθε σελίδα. Δεν μπορείς να είσαι καν σίγουρος για το εάν η Άννα βυθίζεται στην παράνοια ή αν έχει αντιληφθεί πως κάποιος πάει να συσκοτίσει την διαύγεια του νου της. Ο πολύπτυχος και σύνθετος χαρακτήρας της ανατέμνεται επιδέξια και σε βάθος. Ξεπροβάλλει σχεδόν ολοζώντανος και εξελίσσεται από την πρώτη αράδα μέχρι και την τελευταία. Το μαύρο χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός της, η αυτοκριτική της, τα προτερήματα, τα ελαττώματα, τα λάθη της, η ευαλωτότητά της την φέρνουν τόσο κοντά στο ανθρώπινο προσδίδοντάς της μία σχεδόν τρισδιάστατη υπόσταση, σαν να κάθεται πλάι σου.
Το ξεκαθάρισμα του ποιος είναι αθώος και ποιος ένοχος αποδεικνύεται αληθινή πρόκληση. Τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην πλοκή είναι άτομα που έχουν κάτι οικείο, θα μπορούσαν να κατοικούν δίπλα σου. Κάθε ψηφίδα βρίσκει σιγά σιγά την θέση της στο περίτεχνο σκοτεινό αίνιγμα που έχει κατασκευάσει ο ‘A.J. Finn’. Οι αναδρομές εξυπηρετούν σημαντικά ως προς αυτό το κομμάτι. Τα όσα η Άννα ανακαλεί σαν flash backs, αποσπασματικά στην θύμησή της, εικόνες και τεκταινόμενα, έρχονται να προστεθούν αρμονικά στο σύνολο της εξιστόρησης. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση επιπλέον συμβάλλει στο να ταυτιστούμε μαζί της, να κατανοήσουμε καλύτερα την οπτική της, να την συναισθανθούμε πιο πολύ ειδικά όταν ο έλεγχος του να διακρίνει τι ευσταθεί και τι όχι μοιάζει με νερό που γλιστράει μέσα από τα χέρια της.
Ο επίλογος συνοδεύεται από ένα καθαρτήριο φινάλε, ένα δραματικό κρεσέντο όπου το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ξεπηδάει κραταιό και επισφραγίζει με συγκλονιστικό και συνάμα γλυκόπικρο τρόπο όλα αυτά τα καθοριστικά γεγονότα που επιτέλους φανερώθηκαν στην ολότητά τους. Η Άννα Φοξ, «η Γυναίκα στο Παράθυρο» χωρίς να το θέλει συνοψίζει μέσα της την τρανταχτή εγγύηση πως “υπάρχει μια ρωγμή σε όλα. Από εκεί είναι που μπαίνει μέσα το φως”.