[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=M3EuHTOLG8o” width=”400″ height=”60″ responsive=”no” autoplay=”yes”]
Η Διάθλασις Των Παίδων
Μέρος 7ο : Και να λοιπόν τι έγινε εκείνη την ημέρα
9 Ιανουαρίου 2017.
Ξυπνάω στο σπίτι στο χωριό. Νομίζω ότι με ξύπνησε η μαμά. Δεν την βλέπω πουθενά ωστόσο. Θα πήγε πίσω, στο κουζινάκι – εργαστήριο για να ξεκινήσει να δουλεύει. Είναι επτά και μισή. Εγώ ετοιμάζομαι να πάω στην Θεσσαλονίκη. Έμεινα αρκετές μέρες στο χωριό και βαρέθηκα πάρα πολύ. Τώρα δεν βλέπω την ώρα να φύγω. Νιώθω ευδιάθετος γιατί θα δω τους φίλους μου το βράδυ. Κάθομαι δίπλα στο τζάκι να ζεσταθώ και πίνω καφέ. Ο μπαμπάς μάλλον είναι στην αυλή και ζεσταίνει την μηχανή του αυτοκινήτου. Θα με κατεβάσει στην Κατερίνη, στα ΚΤΕΛ. Νομίζω ότι σήμερα ανοίγει η σχολή. Ναι, Δευτέρα είναι. Θα καθυστερήσω στο πρώτο δίωρο αλλά δεν πειράζει. Η μαμά με φωνάζει να πάω πίσω, να της κάνω παρέα μάλλον ενόσω δουλεύει. Παίρνω μαζί μου το φλιτζάνι του καφέ (είναι γαλλικός καφές, σκέτος, ο μπαμπάς τον λέει «στραγγ’στόν» καφέ, επειδή στραγγίζεται), ανοίγω την πόρτα της κουζίνας και στέκομαι έκθαμβος μπροστά σ’ ένα θαύμα της φύσης: το βράδυ χιόνιζε, και τώρα από το πίσω μπαλκόνι του σπιτιού, ενώ άλλοτε η θέα έφτανε απρόσκοπτα μέχρι την Θεσσαλονίκη, δεν έβλεπες απολύτως τίποτε, παρά μόνο ένα λευκό χωρίς τέλος. Δεν είμαι καλός στις παρομοιώσεις και στις μεταφορές. Αυτό που πραγματικά μου προξένησε η θέα από το πίσω μπαλκόνι νομίζω ότι δεν περιγράφεται, εκτός κι αν ήμουν ο Φλωμπέρ. Βέβαια αν ήμουν ο Φλωμπέρ θα το ξέραμε ήδη. Κατ’ αρχάς θα περπατούσα ως Φλωμπέρ. Θα κρατούσα και το πιγούνι μου αναλόγως, όποτε σκεφτόμουν. Εγώ δεν κρατάω το πιγούνι μου όταν σκέφτομαι, αντίθετα, κρατάω το πιρούνι μου όταν τύχει να σκεφτώ. Εν πάσει περιπτώσει, πρέπει να έχει ρίξει τουλάχιστον 50 πόντους χιόνι. Η περίφραξη ίσα που φαίνεται. Η μαμά αρχίζει να γελάει: «σε ποια Σαλονίκη σε περιμένουν εσένα σήμερα, πιδούλι;». Θυμώνω ελαφρώς, αλλά μου περνάει αμέσως – διότι αστραπιαία σκέφτομαι ακριβώς τι θα κάνω αν χρειαστεί να μείνω άλλη μία εβδομάδα στο χωριό. Κατ’ αρχάς θα απολαμβάνω το χιόνι και θα παρατείνω τις διακοπές των Χριστουγέννων για τουλάχιστον μία εβδομάδα ακόμη. Γελάω κι εγώ και πλησιάζω στο πίσω κουζινάκι – εργαστήριο, να τα πούμε λίγο με την μαμά. Ο μπαμπάς άφαντος, πήγε λέει να βρει αλυσίδες, εδώ και μία ώρα. Από τον Βέγγο θα τις πάρει, που ανοίγει νωρίς. Ο Βέγγος δεν λέγεται έτσι, είναι το παρατσούκλι του. Νομίζω ότι ούτε κι ο ίδιος θυμάται το πραγματικό του ονοματεπώνυμο. Δεν είναι ότι μοιάζει στον κωμικό ηθοποιό. Περισσότερο πιστεύω του έδωσαν αυτό το παρατσούκλι επειδή είχε πολλές αδερφάδες για παντρειά και αυτός περίμενε μέχρι να παντρευτεί και η μικρότερη για να ενωθεί με τη σειρά του με τα ιερά δεσμά του γάμου με την καλή του. Την καλή του την έφεραν μια μέρα στο σπίτι τα ξαδέρφια του οι Νιτσαίοι (οι γιοι της Νίτσας δηλαδή) από το χωριό Λόφος, προξενιό φυσικά. Έμειναν λογοδοσμένοι πέντε χρόνια. Κι αφού παντρεύτηκε κι η Νίκη η μικρότερη, ο Βέγγος επιτέλους ενώθηκε με την Παναγιούλα. Άνοιξε πρατήριο βενζίνης. Πρατήριο το λέμε εν συντομία στο χωριό ή απλώς γκαράζ. Το ζεύγος Βέγγου μένει πάνω απ’ το πρατήριο, οπότε αν είναι κλειστό δεν έχεις παρά να χτυπήσεις το κουδούνι. Ό, τι ώρα και να ‘ναι. Αυτόν τον κανόνα τον ξέρει ο μπαμπάς και τώρα σίγουρα θα έχει πιάσει πρωινή πολιτική και μετεωρολογική συζήτηση με τον Βέγγο – μπορεί και με τον κωμικό ηθοποιό, με τέτοιο κρύο δεν αποκλείεται να έχει παραισθήσεις. Με την μαμά στο κουζινάκι έχουμε πιάσει ήδη το μισό χωριό στο στόμα μας. Η μαμά μού λέει για ένα κορίτσι –θησαυρό, με το οποίο θέλει μεταξύ αστείου και σοβαρού, να με παντρέψει. «Αρραβωνιαστείτε πρώτα, και σιγά – σιγά έρχεται κι ο γάμος». Τέτοια κουρίτσια δε βρισκς τσόνιε μ’, στ’ Σαλουνίκ’. Έτσι λέει συνέχεια η γιαγιά. Αγνά κουρίτσια. Για την Σαλονίκη δεν ξέρω, πάντως στην Κοζάνη σίγουρα δεν βρίσκεις. Νομίζω ότι βγαίνω εκείνη την περίοδο με μια Κοζανίτισσα. Νομίζω τότε είναι. Και δεν είμαι καθόλου καλά. Πηγαίνω και δεν πηγαίνω στη σχολή. Κάνω συνέχεια απουσίες. Δεν θα τη βγάλω έτσι όπως το πάω. Κοιμόμαστε κάθε βράδυ στις 6 το πρωί. Σηκωνόμαστε στις 4 το απόγευμα, πηγαίνουμε και τρώμε μπιφτέκι στο εστιατόριο και μετά βγαίνουμε πάλι έξω και πάλι απ’ την αρχή. Δεν θα τη βγάλω ποτέ έτσι τη σχολή. Ίσως όντως να πρέπει να αρραβωνιαστώ την αγνή χωριατοπούλα. Βέβαια από ό,τι θυμάμαι τη σχολή την έβγαλα πριν 18 χρόνια. Οπότε γιατί αγχώνομαι για το αν θα τη βγάλω ή όχι; Φυσικά και δεν είχα κανέναν αξιέπαινο γενικό, αλλά εντάξει σε γενικές γραμμές τα ψιλοκατάφερα. Επανέλαβα απλώς το πρώτο έτος. Η μαμά δεν είναι εδώ. Το εδώ δεν είναι το κουζινάκι. Είναι ένα εδώ εντελώς ασύμμετρο με το παρελθόν. Λογικά δεν γίνεται να ξυπνάω στο σπίτι στο χωριό. Είμαι ήδη στη Θεσσαλονίκη και προσπαθώ να σηκωθώ από το κρεβάτι. Έβαλα το ξυπνητήρι στις 7 και μισή. Είναι ήδη δέκα και δεν έχω ακόμη σηκωθεί. Έξω από το παράθυρο βλέπω το χιόνι. Ακούω σχεδόν από όλη την οικοδομή έναν τηλεοπτικό βόμβο. Όλες τις φωνές όλων των δημοσιογράφων όλων των καναλιών, μαζί. Σηκώνομαι και διστακτικά πηγαίνω στην κουζίνα. Ακόμη νομίζω ότι βλέπω μπροστά μου την μαμά. Ανακατεύει τον ελληνικό στο μπρίκι. Έχει βάλει το ραδιοφωνάκι στη διαπασών. «Έγκυρες πηγές αναφέρουν, ότι κανένα παιδί σήμερα δεν εμφανίστηκε στο σχολείο. Χωρίς να έχει ανακοινωθεί ότι τα σχολεία λόγω του χιονιά θα παραμείνουν κλειστά, οι εκπαιδευτικοί έκαναν μάθημα σε άδεια θρανία. Ακολουθούν δηλώσεις αυτοπτών μαρτύρων».
– Σε ποια Σαλονίκη σε περιμένουν εσένα σήμερα, πιδούλι;
Ακούω στο κεφάλι μου μια μελωδία. Η μαμά έχει πάρει τον καφέ της στο σαλόνι. Την παρατηρώ να απομακρύνεται στον στενό διάδρομο του σπιτιού. Από το σαλόνι μπαίνει πολύ φως. Προσπαθώ να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι. Πέφτω συνέχεια σε έναν χρόνο απροσδιόριστο. Είμαι σίγουρος ότι έτσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα εκείνη την ημέρα. Μάρτυράς μου η Μελίνα.
Διαβάστε το 6ο αλλά και τα υπόλοιπα μέρη της νουβέλας εδώ.
Φωτογραφία: Edward J. Steichen: Balzac, the Open Sky — 11 P. M.
Κείμενο: Θωμάς Βελισσάρης (Lavart)