[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=Dzw8gtqsvDM” width=”400″ height=”60″ responsive=”no” autoplay=”yes”]
Η Διάθλασις των παίδων
Μέρος 3ο
Με ολόκληρο τον αστιγματισμό μου πάνω απ’ τις πηγές
Περπατούσα στο πεζοδρόμιο χωρίς να ακουμπούν τα παπούτσια μου κάτω. Κατηφόριζα την Ίωνος Δραγούμη. Ήταν πριν από περίπου – αν όχι ακριβώς – τέσσερα χρόνια και ένα ασήμαντο, πολιτικού ενδιαφέροντος, γεγονός είχε ταράξει και πάλι την πόλη μας. Το γεγονός αυτό δεν είναι ασήμαντο αντικρύζοντάς το κανείς μετά από τέσσερα χρόνια, ήταν πραγματικά ασήμαντο και τότε. Και αν κάποιος μπορούσε να προβλέψει την εξέλιξη του πολιτικού θιάσου που λάμβανε μέρος σε αυτήν την αντισυμβατική φιέστα από μικροπολιτικές αναλύσεις του είδους υπερασπίζομαι με ζέση την πολιτική μου θέση μεταξύ 2:00 πμ και 3:00 πμ σε μπαρ της γειτονιάς, κανένας συμπολίτης μου δεν θα είχε χάσει ούτε δύο λέπτα από τη ζωή του ασχολούμενος με το εν λόγω πολιτικού ενδιαφέροντος γεγονός. Όπως είπα, ή καλύτερα έγραψα, και πριν, περπατούσα πραγματικά ιπτάμενος, ένιωθα ένα φοβερό αίσθημα ευδαιμονίας, έναν αέρα επαναστατικό να υψώνεται πάνω απ’ την Θεσσαλονίκη και στη φαντασία μου να τυλίγει ολόκληρη την πόλη και ως και χίλιοι άνθρωποι να κατεβαίνουμε την Ίωνος Δραγούμη για να ενωθούμε και με άλλους και να βροντοφωνάξουμε για να βρει ένας φίλος το δίκιο του. Γιατί όποιος υποφέρει είναι φίλος. Ήταν μία περίοδος που έσπευσαν πολλοί άνθρωποι να υπερασπιστούν τον φίλο αυτόν, να τον βοηθήσουν, να τον συμβουλεύσουν, να του υποσχεθούν δια βίου στήριξη και πολλά άλλα. Υπήρχε ένα ιδιαίτερο είδος ανησυχίας στα μάτια των κοντινών του ανθρώπων, όταν του μιλούσαν. Κάποιοι μάλιστα άπλωναν τα χέρια τους και τον αγκάλιαζαν με τρόπο που μόνο σε παλιες φωτογραφίες φαντάρων βλέπεις πια. Μία αγκαλιά «συντροφική» θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε. Ένας μεγάλος κύκλος ανθρώπων, τω καιρώ εκείνω, προσφέρθηκε να συνδράμει στον πολιτικό αγώνα του φίλου. Με μεγάλη ένταση και πάθος οι κυκλοί αυτοί καταφέρονταν εναντίον της κρατικής μηχανής που καταστέλλει το διαφορετικό και μας θέλει γρανάζια ενός συστήματος που μόνη του μέριμνα είναι να μας αποξενώσει και να μας κλείσει στα σπίτια μας μην αφήνοντάς μας τα περιθώρια να επικοινωνούμε σαν άνθρωποι μέσα σε ταβέρνες τραγουδώντας το «καντ’ υπομονή». Ο φίλος που του συνέβη αυτό το άνευ ουσίας και σημασίας πολιτικού ενδιαφέροντος γεγονός, κρεμόταν τότε κυριολεκτικά από τα χείλη των υπερασπιστών του και μάλιστα ψέλλιζε μέσα στα καφενεία που λάμβαναν χώρα οι συγκεκριμένες συζητήσεις: «σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ πολύ….». Και οι υπερασπιστές του χαμογελούσαν συγκαταβατικά και του έλεγαν: «τι μας ευχαριστείς ρε… το αυτονόητο κάνουμε». Όταν πλήττουμε θανάσιμα εξαιτίας των επιλογών μας που συνήθως γίνονται σε τρυφερές ηλικίες με δικαιολογίες «και πώς θέλεις να τα βγάλω πέρα;» περιμένουμε κάποιος να ζήσει, αντί για μας, μυθιστορηματικά, έτσι ώστε να μας αφυπνίσει από την μικροαστική ραστώνη της εφιαλτικής μας καθημερινότητας και να μας προσφέρει μία ελάχιστη αίσθηση περιπέτειας. Οπότε, τον στηρίζουμε, κι ας μη μας έχει καμία ανάγκη. Και στην προκειμένη περίπτωση ο φίλος δεν είχε καμία ανάγκη κάνεναν όπως αποδείχτηκε δύο χρόνια αργότερα. Μάλλον το αντίθετο. Έτσι κι εγώ με τη σειρά μου βαθύτατα συγκινημένος από τις περιπέτειες του φίλου και νιώθωντας ένα πλήρες αδιέξοδο στους τρόπους διαμαρτυρίας, φαντασιωνόμουν ότι θα γράψω την απόλυτα επίκαιρη ιστορία αφιερωμένη σε αυτόν, που θα την διαβάσει όλη η πόλη, θα συγκινήσω και θα συγκλονίσω και θα συνταράξω την γενιά μου, και όχι μόνο, διότι τέτοιος συγγραφέας θα ήμουνα, θα λαμβάνω συγχαρητήρια mail, και γενικά θα γράψω την απόλυτη ιστορία – μανιφέστο πάντων των αδικημένων και κατατρεγμένων τούτου του πλανήτη. Για να μην μακρηγορώ: θα άλλαζα τον ρουν της λογοτεχνικής και πολιτικής ιστορίας. Γι’ αυτό και περπατούσα ιπτάμενος. Ένα μέρος της ιστορίας κάθισα και το έγραψα μέσα σε ελάχιστο χρόνο, κλεισμένος μέσα στο σπίτι, σε μία πυρετώδη κατάσταση όπου συνομιλούσα με όλους τους μεγάλους, όπως Χατζιδάκι, Γκάτσο, Λουί – Φερντινάν Σελίν, Ντοστογιέφσκι, Μαρσέλ Σβομπ, και όταν τελείωσα με την «πρώτη γράφη» εκστασιασμένος, έπεσα για ύπνο. Όλα αυτά έγιναν μετά γιατί για την ώρα βρισκόμαστε ακόμα στην Ίωνος Δραγούμη τέσσερα χρόνια πριν. Αναλογιζόμενος την ιστορία που θα έγραφα, βούρκωσα και σταμάτησα για λίγο στην άκρη του πεζοδρομίου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι σταμάτησα στη βιτρίνα ενός καταστήματος με παπούτσια και για λίγα λέπτα χάζευα ένα ζευγάρι αρβύλες όπου ήδη στη φαντασία μου άρχισα να τις φοράω και να να τις συνδυάζω με διάφορα παντελόνια και μπλούζες και πουκάμισα και να περπατάω περήφανος διασχίζοντας όλη την Ολύμπου πάνω – κάτω και πάλι απ’ την αρχή. Αποφάσισα να γυρίσω σπίτι. Οπότε άρχισα να ανεβαίνω. Με τις παλιές μου αρβύλες. Που έμπαζαν νερά. Προχωράω στην Ολύμπου. Είναι κάτι σαν νωρίς το πρωί. Στη Σιβηρία. Ο Βαρλάμ Σαλάμοβ στην ιστορία «Το Χιόνι» λέει κάτι για έναν πρώτο που πρέπει να χαράξει μέσα στο χιόνι τον δρόμο για να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι. Ένας μπροστά – ένας μπροστά, κι οι άλλοι πίσω ακολουθούν. Ο Βαρλάμ έχασε τη ζωή του μέσα στο χιόνι της Σιβηρίας. Στην φωτογραφία της σωρού του δεν είσαι σίγουρος αν αυτό που βλέπεις είναι ένας άντρας ή το σύμβολο της Ρωσίας και η κατάληξη της επανάστασης. Της όποιας επανάστασης. Η μούμια του αγώνα. Ο Μαξ Ζέμπαλντ λέει πως τα πλέον μεγαλεπήβολα σχέδιά μας, στην υλοποίησή τους καταλήγουν με μαθηματική ακρίβεια στο ακριβώς αντίθετό τους.
Πηγές και σημεία αναφοράς:
Μέσα απ’ τους φακούς της Μαργαρίτας: Λολίτα, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
Πίσω από τη φράντζα της Μελίνας: Από τον έναν Πύργο ο άλλος, Λουί Φερντινάν Σελίν
Με ολόκληρο τον αστιγματισμό μου πάνω απ’ τις πηγές: Άπαντα Β. Γκ. Ζέμπαλντ
Διαβάστε το 1ο Μέρος εδώ.
Διαβάστε το 2ο Μέρος εδώ.