[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=nZNzO272Zs0″ width=”400″ height=”60″ responsive=”no” autoplay=”yes”]
Η Διάθλασις των παίδων
Μέρος 2ο : 9: 05 πμ
Πίσω από τη φράντζα της Μελίνας
Γιαγιά! Ξύπνησα! Και πρέπει να πάω να πληρώσω τη ΔΕΗ. Κανείς δε θα με ντύσει, κανείς δεν θα μου έχει ετοιμάσει πρωινό. Μόνη μου θα τα κάνω όλα αυτά. Μόνο του μωρέ το καημένο… παπουτσάκια μικροσκοπικά. Καλσόν χοντρό για το κρύο. Λυπάμαι τα ποδαράκια μου που κάποτε ήτανε μικρά. Λυπάμαι που έπρεπε να μεγαλώσουν. Ήταν μικρά μωρέ τα καημένα… και μεγάλωσαν, με κουβαλάνε τόσα χρόνια και δεν ποτέ τα ευχαρίστησα. Κάθομαι και τα κοιτάω. Στην άκρη του κρεβατιού. Τα μπουτάκια; Τι κάνουν, ωχ, μπουτάκια μου τα…. ωχ, μωρέ που φουσκώνουν ασύμμετρα με ποπό μ’, μωρέ ποπό μ’, ωχ! Μάνα μου….. άιντε σκώς Μελίνα… Έπισι καταΐ…. η φιτούλα μ’…. μι του μέλι μ’…. κι ωχ, και σηκώνομαι…. και κλαίω πρωί – πρωί, που κάποτε έμενα σε δώμα ρετιρέ και όλη η Σαλονίκη στα ποδάρια μου, κι ένα και δύο και σηκώνομαι…. γιαγιά μου…. και μανούλα, και εκδρομούλες μου με σχολικό και να ‘μουνα δέκα χρονώ και τριάντα λεπτώ και είκοσι δευτερολέπτω…. μάνα μ’, κι ωχ! Αμάν, αμάν…. Αυτό είμαι λοιπόν, καθρέφτη ολόσωμέ μου; Ψηλό κι ασύμμετρο κορίτσι, και κοιτάζομαι και τραγουδάω, και μόνη μου που πάω, πληρώσω λογαριασμό, ich? Πούθε έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις; Δεν ημπορούσε το μικρό αρκουδάκι να φτάσει το βαζάκι με το γλυκό, γι’ αυτό μεγάλωσε. Γι’ αυτό ψηλώνουμε και μεγαλώνουμε και θεριεύουμε, για να φτάνουμε στο υψηλότατο ράφι της κουζίνας ό, τι απαγορεύεται. Τώρα δε μου λείπει τίποτα. Πρέπει πλένω προσωπάκι μου. Τώρα κάτσε λίγο και θα δεις. Πλένω… πλένω…. τιπ τιπ τιπ…. ουάν, του, θρι…. φτου! Και βγαίνω. Τρέχοντας…. παίρνω φάκελο…. ανοίγω πόρτα και… στέκομαι, στέκομαι…. μάνα μου και αγάπη μου και Χάινριχ μου, αρνάκι μου πασχαλινό…. ζω στο Βερολίνο και το βράδυ θα δω τον φίλο μου τον Χάινριχ…. ή θα βγω ή θα μπω…. να κρατάω μισάνοιχτη την πόρτα, τι νόημα έχει Ελληνίδες και Έλληνες; Κάτω η μεσιτεία των ενδιάμεσων που μας επιβάλλει το είτε/είτε… κηρύσσω την επίσημη έναρξη εργασιών της φιλοσοφίας του μισάνοιχτου…. ούτε μέσα, ούτε έξω…. ωχ! Πονάει κοιλίτσα Μελίνας; Θα ξαπλώσω, θα κλείσω τα παντζούρια, θα γίνω χλωμή, κοιλίτσα πονάει μου, ωχ…. γιατί…. και ήσυχα θα δεχτώ τις τελευταίες μου επισκέψεις…. θα είναι όλοι τους εδώ, θα έρθουν για το ύστατο αντίο…. στη συγγραφέα που κατάφερε να εκφράσει τη γενιά της….. στην τραγουδίστρια που συγκίνησε με την ειλικρίνεια των ερμηνειών της. Ξεροσταλιάζω στη μισάνοιχτη πόρτα… μέσα ή έξω βρε Μελινάκι μου; Ταινιούλα απόψε δω…. αλλά πρώτα να μαγειρέψω…. λογαριασμέ; Σε κρατώ με κρατάς και μετά σιωπή…. η ζωή μου κρέμεται από τον φάκελο της ΔΕΗ….. κράτα με σφιχτά Χάινριχ….. δεν είμαι καλά, η κοιλίτσα μου πονάει… ο γιατρός μού έδωσε δύο μήνες ζωής…. να με πας στην Αμοργό και κει να ξεψυχήσω…. τα κλειδιά δεν θα έπρεπε να κρέμονται από το μικρό μου δαχτυλάκι; Να φτιάξω νύχια μου πρέπει τα….. άμεσα κι αμέσως προτού παρά είναι αργά….. τώρα βάφω τα νύχια μου…. ήταν απαλά κι εξ απαλών ονύχων…. και σκλήρυναν….. ο άνθρωπος μεγαλώνει και σκληραίνει…. και σκληραίνει και μετά συρρικνώνεται…… μεγάλος και σκληρός…. κοκκινίζω στην μισάνοιχτη εξώπορτα του σπιτιού μου….. κάνω ότι κάτι έχω ξεχάσει, γιατί βγαίνει ο διπλανός και μου λέει «καλημέρα», λέω κι εγώ κάτι σαν καλημέρα ή καραμέλα….. βγήκα! Τα κατάφερα και σήμερα να βγω απ’ το Μεσολόγγι…. είμαι η Μπουμπουμελίνα….. μέριασε Δερβέναγα….. ηρωική έξοδος στην Αγίου Δημητρίου…. δεν ήταν και τίποτις δύσκολο….. κλαίω πάλι…. γιατί κλαις Μελινάκι; Που μεγάλωσαν τα χέρια και φτάνουν το πόμολο πιο γρήγορα κι απ’ την σκιά σου….. μεγάλωσες και τρέχεις γρήγορα και δεν προλαβαίνεις….. δεν ξέρω…. δεν ξέρω σου λέω….. μην φωνάζεις…. κι εγώ σε αγάπησα….. λυγμέ μου…. και στολίδι του αυτιού μου…. Χάινριχ, μη! Είναι ανώφελο πια να μιλούμε για τα περασμένα….ακούς; Χαμογέλα Μελίνα, γνωστός περνάει….-Καλά, καλά εσείς; Επίσης, Χρόνια Πολλά!
Τον ξεγέλασα, νομίζει ότι είμαι η Μελίνα….. χαχαχα!…… είμαι η μεγάλη μέρα του γιουρουσιού της καταπιεσμένης θηλυκότητας στα πολυκαταστήματα ανδρικών ρούχων…… είμαι μικρή…. ωχ!…. οδός Αγνώστου Στρατιώτου…. ποιος είναι; Αυτός ο άγνωστος; Στρατιώτης, αυτός ο άγνωστος…. μανάβικο το κρητικό προσπερνώ και οδεύω με χορό τρελό προς το καφενείο να χαιρετήσω εγώ γνωστό…. να μου πει ποια είμαι…. όταν χαιρετήσω γνωστό και φίλο κι αδερφό θα ξέρω ποια στην πραγματικότητα ειμί εγώ….. δουλεύει η Μαργαρίτα σήμερα…. τι κάνει εκεί…. με το ένα πόδι είναι μες στο καφενείο με το άλλο στο πεζοδρόμιο και χαζεύει ένα παιδί με σκούφο αστείο γκρι….. βάζω προσωπίδα Μελίνας της κοινωνικιάς…. λεξικό Μπαμπινιώτη: Μελίνα η κοινωνικιά, η: πλάσμα με πόδια ασύμμετρων μπουτακίων με ποπό, ούτε γυναίκα, ούτε κορίτσι, χωρίς ντροπή με ωραία φωνή και Γερμανό εραστή…..
Χαιρετάω… χαμογελάω…. το παιδάκι είναι μια μεγάλη μπάλα χειμωνιάτικο μπουφανάκι….. ντύθηκε κρεμμύδι…… δείχνει προς τα κάτω…. στη θάλασσα…. το παιδί μουρμουρίζει μια μελωδία και μου δείχνει τη θάλασσα….
-Που πας;
Κλαίω. Το παιδί πηγαίνει προς τα κάτω. Ξέρει πότε να φεύγει. Πότε να δείχνει την πλάτη του. Πότε να γίνεται μπουφανάκι ασύμμετρο με κορμάκι. Πότε να κλαίει που δεν ψήλωσε. Κοιτάω τα χεράκια μου. Μπλαβιάσανε. Ουχ, μώρε μώρε τα καημένα. Το παιδάκι μια τελίτσα προς Αριστοτέλους. Το ακολουθώ. Εγώ ένα ιώτα που ακολουθεί μια τελίτσα. Έτσι: Ι. Αγάπη μου. Ξύπνησα.
Διαβάστε το 1ο Μέρος εδώ.
Κείμενο: Θωμάς Βελισσάρης (Lavart)
Φωτογραφία: Τατιάνα Νικολαΐδου