[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=lxFph3Rc8kk” width=”400″ height=”60″ responsive=”no” autoplay=”yes”]
Η Διάθλασις Των Παίδων
Μέρος 11ο : Κεφάλαιο δεύτερο
Και να λοιπόν: κατεβαίνω απ’ το λεωφορείο όπου, με 34 βαθμούς Κελσίου κι έχοντας γίνει λούτσα απ’ τον ιδρώτα επειδή είναι αρχές Σεπτεμβρίου κι έχω την πεποίθηση ότι πρέπει να φοράω το τζιν μπουφάν μου ακόμη κι αν ψήνομαι ζωντανός και μην έχοντας ανοίξει καν το παράθυρο σε όλη την διαδρομή και ακούγοντας λαϊκά διαπασών, βρίσκομαι στην πρώτη κακόφημη περιοχή της ζωής μου, είναι το πρώτο αξιοθέατο της Μεγαλοπόλης, είναι να τρελαίνεται κανείς, ποιος και πώς σκέφτηκε να βάλει την αφετηρία και το τέρμα των λεωφορείων εδώ, και δεν ξέρω από που να φύγω, είμαι σίγουρος ότι είναι πολύ απλό να βγω από τούτο το στενό από τούτο το δρομάκι, αλλά διαρκώς μπερδεύομαι κι αρχίζω να φοβάμαι ότι θα πέσω θύμα ληστείας, έχω μέσα στην τσάντα μου χαρτζιλίκι και τάπερ με πίτα, έχω και δύο μπλούζες κι ένα ακόμη παντελόνι, μην τυχόν και σε αυτό που φοράω φέρ’ ειπείν πέσει κέτσαπ, αν φάω γύρο ας πούμε, που είναι και ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο βρίσκομαι σε αυτήν την πόλη, το θέμα της Σχολής ούτε με απασχολεί. Ρωτάω έναν από που να βγω στον κεντρικό για να βρω την Σχολή Α., μου λέει «τι είναι αυτό;», «Σχολή» του λέω, «πρώτη φορά το ακούω», μου λέει, εξαφανίζεται, φοβάμαι ακόμη πιο πολύ. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Μετά θυμάμαι ότι όντως πήρα γύρο 11.30 το πρωί.
Κάθισα σε ένα παγκάκι και άρχισα να τρώω. Έπρεπε να πάω στην Α. για να κάνω αίτηση και να δώσω εξετάσεις. Η Σχολή Α. ήταν ένα μεγάλο εκπαιδευτικό Ίδρυμα για τις Τέχνες. Διάφοροι μεγάλοι, 40 χρονών και βάλε, θα μας έκαναν μαθήματα πάνω στην Τέχνη εν γένει κι εμείς μετά από τρία χρόνια θα αποφασίζαμε τι θα κάναμε με όλην αυτήν την γνώση, και θα βγαίναμε στην αγορά εργασίας. Τότε ακόμη είχε δουλειές που μπορούσαμε να κάνουμε γιατί ακόμη ο κόσμος δεν είχε καταρρεύσει, και οι σαραντάρηδες και βάλε δεν ήταν αναγκασμένοι να ψηφίζουν αποκλειστικά ηλίθιους διότι στο Κοινοβούλιο είχε και ανόητους, σχετικά ακίνδυνους για τον εαυτό τους και τους άλλους. Σήμερα την κατάσταση την γνωρίζετε οπότε δεν θα σας κουράσω, θα σας εξαντλήσω. Στο αναγνωστικό του κοινό βέβαια δεν συνηθίζεται να επιτίθεται κανείς, αλλά εάν έχετε αντέξει αυτές τις 373 λέξεις μέχρι στιγμής, αισθάνομαι ότι θα μπορέσετε να τα βγάλετε πέρα και με τις υπόλοιπες. Εγώ μία φόρα είχα ψηφίσει τότε και από ό,τι θυμάμαι πρέπει να ήταν το κόμμα το φιλικό στον λαό και στην εργατιά, όλα τα άλλα ευθαρσώς διέλυαν τις λαϊκές τάξεις και τον κοινωνικό ιστό, εκμεταλλευόμενα τον ιδρώτα του προσώπου του φτωχού εργάτη και αδειάζοντας ανερυθρίαστα το καλάθι της νοικοκυράς. Έβαζαν τον ιδρώτα του εργάτη σε μικρά μπουκαλάκια των 25 ml και μετά από ελάχιστη επεξεργασία τον πουλούσαν σε μεγαλοαστές κυρίες για να μαθαίνουν τι είναι ο ιδρώτας, από που προέρχεται, κι έπειτα να τον απλώνουν στο μέτωπο και στο λαιμό, κυρίως επειδή ενυδατώνει φυσικά την επιδερμίδα κι έχει ουδέτερο ph. Νομίζω πως και οι περισσότεροι καθηγητές στην Σχολή Α. ήταν υπέρ του λαϊκού κόμματος και των θέσεών του απέναντι στα ουσιαστικά κοινωνικά προβλήματα. Μιας και ασχολούνταν με την Τέχνη και μάλιστα στην χώρα μας, δεν θα μπορούσαν παρά να υποστηρίζουν τον λαό και τις ανάγκες του για ουσιαστική παιδεία μέσω των Τεχνών και των Γραμμάτων. Φανταστείτε για τι εποχές μιλάμε.Κάποια στιγμή κατάφερα να βρω την Σχολή Α. η οποία ήταν κάπου χωμένη προς την ανατολική Μεγαλοπόλη. Πήρα δύο ακόμη λεωφορεία καταφέρνοντας και πάλι να γίνω λούτσα στον ιδρώτα αλλά εκεί… το μπουφάν δεν θα το έβγαζα ποτέ.
Μία κυρία με καλησπέρισε. Της είπα ότι ήθελα να κάνω αίτηση. Μου έδωσε ένα χαρτί. Άρχισα να συμπληρώνω τα στοιχεία μου. Από πάνω απ’ το κεφάλι της στεκότανε ένα τύπος γύρω στα σαράντα και της έλεγε κάτι στο αυτί, αυτή χαζογελούσε στα πνιχτά. Πίστευα ότι κατι έλεγαν για μένα.
- Τι λέτε, ρε, τόση ώρα για μένα; Που είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα και παρ’ όλα αυτά φοράω το μπουφάν μου; Ε; Που έχω μέσα στην τσάντα μου ένα τάπερ πίτα; Ε; Ε, ναι, λοιπόν, πίτα έχω γιατί ήρθα από το χωριό, μπορεί να είμαι λαϊκός αλλά μια μέρα θα γίνω καλλιτέχνης και θα αλλάξω την μοίρα των ταπεινών και καταφρονεμένων αυτής της φουκαριάρας χώρας, που ξεδιάντροπα την ρημάζετε με τα καμώματά σας!!! Μιλάτε ρε, κότες!!!! Γιατί με περιφρονείτε ρε, σαν να ήμουνα κανένας αλήτης! Ε, λοιπόν καλύτερα αλήτης παρά μια ζωή να βαράω σφραγίδες σε αιτήσεις ή να χώνω το στόμα μου σε αυτιά Γραμματέων!!!!
Ούρλιαξα μες στη φαντασία μου, και από το πολύ ζόρι, την ντροπή και τις ενοχές πάτησα τόσο δυνατά το στυλό στην αίτηση που έγινε λεκές πάνω στο όνομα πατρός μου. Έκτοτε δεν μπορώ ποτέ να θυμηθώ με την μία πώς λένε τον πατέρα μου. Έχει αντικατασταθεί μες στο κεφάλι μου από μία μπλε κηλίδα.
- Περάστε στον επάνω όροφο για να μιλήσετε λιγάκι με τον Διευθυντή,
μου είπε, πολύ τρυφερά είναι η αλήθεια, η κυρία Γραμματέας. Ανέβηκα κάτι σκάλες ξύλινες. Έφτασα στο γραφείο που η πόρτα έγραφε Διεύθυνσις. Χτύπησα. «Ναι – ναι», μια παιχνιδιάρικη φωνή. Άνοιξα και κόντεψα να λιποθυμήσω. Πίσω από ένα τερατώδες γραφείο βρισκότανε ο σαραντάρης που αστειευότανε πριν από λίγο με την γραμματέα. Αυτός είναι ο Διευθυντής. Μάλιστα, κι εγώ δηλαδή ήρθα για μία πρώτη σοβαρή κουβέντα στην περίφημη Σχολή Α. η φήμη και μόνο της οποίας είναι ικανή να σου κόψει τα ύπατα πριν καν ακόμη μπεις στο λεωφορείο για να πας να κάνεις αίτηση για εξετάσεις. Πραγματικά είναι σαν να σου λέει κάποιος «και τώρα θα γνωρίσεις τον Όμηρο», και συ να βρίσκεσαι μπροστά στον Μίκυ Μάους.
Διαβάστε το 10ο αλλά και τα υπόλοιπα μέρη της νουβέλας εδώ.
Κείμενο: Θωμάς Βελισσάρης (Lavart)