[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=PHnjbCWMVPU” width=”400″ height=”60″ responsive=”no” autoplay=”yes”]
Η Διάθλασις Των Παίδων
Μέρος 10ο: κεφάλαιο πρώτο
Εδώ που είμαι είναι μετά το τέλος. Το έργο τελείωσε. Έχω δίπλα μου ένα τασάκι, το ξέρω αυτό, εγώ το έφερα μέχρι εδώ. Όταν ακόμη είχε φως ημέρας. Τώρα με την άκρη των δαχτύλων μου το βρίσκω. Είχα αφήσει πριν το έργο ένα αποτσίγαρο. Εδώ είναι κι αυτό. Κάποιες αποφάσεις που παίρνουμε πριν το έργο, ευτυχώς είναι τόσο ευεργετικές για μετά. Δεν είναι πολλές οι κινήσεις που χρειάζεται να κάνουμε. Εξασφάλιση λέγεται. Όσο ακόμη έχει φως φέρε ένα τασάκι δίπλα σου. Δεν ξέρεις αν μετά θα βλέπεις. Έτσι συνέβη και σήμερα. Ευτυχώς που ολοκληρώθηκε το έργο κι έτσι δεν έμεινα με την απορία. Τι θα γίνει στο τέλος. Ή τι γίνεται στο τέλος. Το είδα ολόκληρο. Δεν ήταν και τίποτε σπουδαίο, αλλά ήθελα να ξέρω. Γιατί τώρα μπορώ, καπνίζοντας με την ησυχία μου, να αναλογιστώ το νόημά του. Τι ήθελε να πει ο ποιητής. Πάντα όταν αναλύω ένα έργο, τα παραφουσκώνω λιγάκι. Βγάζω από την μύγα ξίγκι που λένε. Μιλούσα κάποια στιγμή, σε μία εκ βαθέων συζήτηση με τον εαυτό μου, επί δύο ώρες ασταμάτητα για το νόημα ενός έργου που μόλις είχε τελειώσει. Ήταν με ένα παιδάκι που έχανε την μητέρα του από κακιά αρρώστια.
Ταυτίστηκα φυσικά με το παιδάκι, πάντα έχω μία μη αναστρέψιμη ροπή προς ταύτιση με τα παιδάκια, και μετά επί δύο ώρες, ανάμεσα σε αναφιλητά, ανέλυα τι μου συνέβη με αυτό το έργο, και φυσικά τι ήθελε να πει ο ποιητής. Πέραν του να μας συγκινήσει προφανώς. Τι ότι ήταν μία αλληγορία για την πορεία του πένθους αλά Φρόιντ. Τι ότι είχε ένα κοινωνικό υπόβαθρο τόσο αδρά σκιαγραφημένο, που εάν ήσουν λίγο οξυδερκής όπως εγώ, μπορούσες να κάνεις με αφορμή το κυρίως θέμα όσες κοινωνιολογικές αναγωγές σου έκανε κέφι. Η σχέση της μητέρας με τον γιο ήταν ένας συμβολισμός της σχέσης Παρθένου και Ιησού αντεστραμμένης. Το κατανοείτε; Έτσι δεν είναι; Στην σύγχρονη εποχή, ο Θεάνθρωπος λογικά θα ήταν γυναίκα. Θα την έλεγαν Μυρτώ. Μυαλό ξουράφι. Στα δώδεκά της θα είχε μπει σε νεολαία κόμματος και θα είχε φέρει τα πάνω κάτω. Η Μυρτώ θα καταγόταν από τη Λάρισα. Θεσσαλοί και Λαρισαίοι. Ντροπή σας, θα έσκουζε η Μυρτώ. Λαμπόγυαλο θα τα έκανε σε κανένα Νομαρχιακό Συμβούλιο. Και δεν θα είχε μητέρα, θα είχε πατέρα. Και να τώρα πώς θα γινότανε ο ευαγγελισμός του Θεοτόκου. Ο Μάριος ο ράφτης, έπειτα από μια εξουθενωτική μέρα στην δουλειά ξάπλωσε στο κρεβάτι του και αποκοιμήθηκε. Ξαφνικά χτυπάει η πόρτα. Ανοίγει μέσα στο δισταγμό ο Μάριος και τι να δει; Μία γυναίκα μες στα φτερά και τα πίπουλα. Του δίνει ένα κατάλευκο κρίνο. Και ο Μάριος έμεινε έγκυος. Στην Λάρισα τέτοιο πράγμα όπως καταλαβαίνετε έγινε δε τοκ οφ δε τάουν. Ο ράφτης ή πάχυνε ή είναι έγκυος. Ο πρώτος προφανώς σερνικός με τούμπανο κοιλιά. Και έτσι θα γεννιόταν η Μυρτώ. Η θυγατέρα του Θεού. Υπάρχει και σχετική ταινία. Τα πράγματα συμβαίνουν στο Βέλγιο αν δεν απατώμαι. Στον κάμπο τον Θεσσαλικό όμως θα ΄ταν σαφώς πιο αστείο. Και διδακτικό. Εν πάση περιπτώσει. Το έργο τελείωσε και δεν έχει φως. Έχω ανάψει το τσιγάρο. Η καύτρα κάνει και φακός. Πιθανόν είδα το τελευταίο έργο. Είναι κάπως πικρό να ξέρεις ότι δεν τελείωσε μόνο το έργο, αλλά μαζί με αυτό και η δυνατότητα τού να βλέπεις έργα. Τέλος πάντων. Ονειρεύομαι ένα έργο όπου το θέμα θα ήταν το εξής: ένας θεατής βλέπει ένα έργο. Το έργο που βλέπει είναι για έναν θεατή που βλέπει ένα έργο. Και πάει λέγοντας. Θα ήταν υπερβολικά μικρού μήκους. Ένα πλάνο 10 δευτερολέπτων. Φυσικά και θα βραβευόμουν στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του εξωτερικού. Αυτό που μόλις είδα δεν ήταν και τίποτε σπουδαίο. Είχε όμως το αξεπέραστο για μένα θέμα του θανάτου της αθωότητας. Μπορώ με τέτοιο θέμα να κλαίω ίσαμε και με 3 ώρες. Ασταμάτητα. Να κάνω διάλειμμα για τσιγάρο και μετά πάλι να βαλαντώνω. Με σπαράζουν τα παιδιά. Ακόμη κι όταν αγριεύουν σε κάτι ταινίες τύπου Άρχοντα των Μυγών. Πολλοί λένε ότι τα περί παιδικής αθωότητας είναι κουραφέξαλα. Μία προβολή των ενηλίκων πάνω στα παιδιά. Το καταπληκτικό με τα παιδιά είναι πως σου δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για άλλο είδος. Ενώ είναι εμείς. Όλοι είμαστε τα παιδιά που ήμασταν. Ονειρεύομαι μία κωμωδία, σχολικού περιεχομένου, όπου όλοι οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου θα είναι ενήλικες, 40 και βάλε, και θα συμπεριφέρονται στις σχολικές αίθουσες όπως τα παιδιά. Θα χτυπάει κουδούνι και θα σκοτώνονται ποιος θα πάει πρώτος στο κυλικείο. Ή ένα ανάλογο πολιτικό θρίλερ. Τα έδρανα της Βουλής θα είναι γεμάτα παιδιά. Δεν θα φορούν κοστούμια σαν τους χαλβάδες που βρίσκονται τώρα εκεί. Θα είναι ακόμη πιο μικρά. Στα έδρανα της Βουλής θα είναι αραγμένα πορτ – μπεμπέ. Ο πρόεδρος της βουλής θα είναι 16 μηνών και απ’ το μικρόφωνο θα λέει μόνο κάτι σύμφωνα στην σειρά που θα καταλήγουν σε ένα μεγάλο φωνήεν: μπκτγξτκπλβνγουουου!!! Και όλοι θα συμφωνούν. Σαφώς οι νόμοι που θα ψηφίζονται θα έχουν να κάνουν μόνο με το φαγητό. Και με τα γλυκά επίσης. Δεν θυμάμαι καθόλου πώς βρέθηκα να μένω εδώ μόνος μου, με μόνη διασκέδαση τα έργα. Ίσως από μια ακατανίκητη επιθυμία να αφουγκράζομαι. Ίσως βέβαια ακόμη να είμαι μέσα στην κοιλιά της μητέρας μου. Κατά πάσα πιθανότητα. Σκέφτομαι και μετά αναλύω αυτό που σκέφτομαι. Με αποτέλεσμα να συνεχίζω να σκέφτομαι επ’ αόριστον. Εάν δεν κοιμηθώ δεν πρόκειται να σταματήσω. Και τώρα που γνωρίζω ότι μάλλον το τελευταίο έργο μόλις τέλειωσε, θα σκέφτομαι ακόμη περισσότερο. Υποτίθεται ότι το έργο που είδα εκτυλισσόταν στον Μεσαίωνα. Είναι υποτίθεται ένα πραγματικό γεγονός. Ονειρεύομαι ένα έργο που θα λέει ότι βασίζεται σε φανταστικά γεγονότα. «κύηση – βασισμένο σε φανταστικά γεγονότα» ή «τοκετός – βασισμένο σε πραγματικές εικασίες». Βλέπετε όλοι οι τίτλοι μου έχουν να κάνουν με γέννα. Γι’ αυτό κατά βάθος πιστεύω ότι ούτε καν έχω ακόμη γεννηθεί. Τα παιδιά στο έργο τα κάλεσε ο Ιησούς να πάνε στα Ιεροσόλυμα. Κι αυτά όλα χαθήκαν. Ήταν τα τελευταία πλάσματα στον πλανήτη που πίστεψαν σε κάτι. Και αφανίστηκαν από αυτήν τους την πίστη. Το ζήτημα δεν είναι αν η πίστη σώζει. Η πραγματική πίστη οφείλει να αφανίζει. Αλλιώς δεν είναι πίστη. Είναι συναλλαγή. Και τα παιδιά δεν μπερδεύουν ποτέ αυτές τις έννοιες. Γιατί ακόμη δεν σχημάτισαν τις δικές μας λέξεις. Μπρχδφτρπλαααα. Κι επειδή το βάρυνα ελαφρώς το κλίμα, λέω να σας πω πώς βρέθηκα εδώ μετά το τέλος του έργου, χωρίς φως αλλά με φουλ φορτισμένη μπαταρία στον υπολογιστή, να αφουγκράζομαι μόνο και τίποτε άλλο. Πώς βρέθηκα σε αυτήν την απίθανη θέση να σκαρφίζομαι ιστορίες που άκουσα κατά λάθος και επειδή δεν τις θυμάμαι ακριβώς τις αφηγούμαι όπως να ‘ναι, μία εκ των οποίων και την περίφημη «Διάθλασις Των Παίδων». Είναι κλεμμένος τίτλος. Το θέμα όμως όχι. Πάρτε δίπλα σας ένα τασάκι. Καπνίζετε δεν καπνίζετε. Μπορείτε εάν θέλετε να μασουλάτε ξηρούς καρπούς, κάνουν καλό στη συγκέντρωση. Μιας κι ανοίξαμε αυτήν την πόρτα, ας μην την κλείσουμε μέχρι να ειπωθεί κάτι άξιο λόγου. Μην θυμάστε αυτά που λέω. Και πάρτε και καμιά κουβέρτα στο πλάι σας. Γιατί θα το ξημερώσουμε απόψε.
Διαβάστε το 9ο αλλά και τα υπόλοιπα μέρη της νουβέλας εδώ.
Κείμενο: Θωμάς Βελισσάρης (Lavart)
Φωτογραφία: Το Πλοίο των Τρελών, Ιερώνυμος Μπος