Search
Close this search box.
Search
Close this search box.

Η Διάθλασις των παίδων – Μέρος 1ο – Μέσα απ’ τους φακούς της Μαργαρίτας

You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.

More Information

Μέρος 1ο : 9: 00  πμ

Μέσα απ’ τους φακούς της Μαργαρίτας

Πόδι. Πο. Δι. Μου. Αυτό είναι. Χοντρή μου πατούσα. Και δάχτυλα πρησμένα μου. Καλημέρα. Είμαι η κυρία σας και σας ζητώ – για να μην αναγκαστώ να σας διατάξω – να με σηκώσετε από το στρώμα. Αρνήστε; Ναι, πάλι εσείς πρέπει να με οδηγήσετε από το κρεβάτι στο μπάνιο. Δεν μπορεί κανένας άλλος. Λοιπόν; Είμαι εγκλωβισμένη κάτω από τα σκεπάσματα. Μετά από έναν αιφνίδιο βομβαρδισμό του παλατιού από τους νάνους εξαδάκτυλους (λατινικά: NANUS EXADAKTYLUS), παγιδεύτηκα κάτω από το πάπλωμα. Σηκώστε χέρια μου τα χαλάσματα της προίκας μου, ανασηκώσατε το μαντήλι που κένταγε και έφεγγε η κόρη το καντήλι. Η πιστή φτερωτή μου σφίγγα έρχεται και τραβάει τα προικιά. Τη λένε Λο. Το γένος Λίτα. Σκίζει τις δαντέλες. Και η Βασίλισσα ξυπνά. Άκρα μου. Σηκώστε με. Άκρα, μη με μαλώνετε. Έτσι συμπεριφέρομαι στο σώμα μου, είμαι η Βασίλισσα της Ανταρκτικής, συνομιλώ με τα μέλη μου και συσκέπτομαι με το μυϊκό μου σύστημα. Πλένω χέρια και πρόσωπο και ερωτώ: ω, τετρακέφαλε αξιωματικέ του μηρού μου, διατί δύσθυμος μου είσαι; Γιατί πονάς; Είσαι πιασμένος; Από τι; Από φιγούρα χορευτή. Ρούφα ρουθούνι, ρούφα το νερό, και ρήξε στον νιπτύρα μαγικό ζωμό, στου Αστερίξ το όχυρο (ή το οχυρό;) στο γαλατικό χωριό. Θα τα παρατήσω, όλα, και θα κοιμηθώ. Έξι αιώνες. Οδός. Ολύμπου. Λωβέ, του αυτιού μου λωβέ, μη μου ξαναπείς πως πάγωσα, ποτέ. Μύτη μου κόκκινη, χείλη σκασμένα. Επιστρατεύω όλους τους στρατιώτες, τους λευκούς σερίφηδες των αιμοφόρων μου αγγείων, όπως σπεύσουν να επιδιορθώσουν πάσα βλάβη του κρινόλευκου προσώπου μου, πριν μπω στο καφενείο. Τρίχες, άρξατε πυρ. Φωτιά στο κεφάλι μου σιγοκαίει. Μια μέρα θα ζεσταθώ τόσο πολύ που θα θέλω να κρυώσω. Μια μέρα του Δεκέμβρη θα με πνίξουν οι λέξεις. Δεν θα μπορώ να ηγηθώ των λέξεών μου. Μια μέρα του Δεκέμβρη θα γίνει στο κεφάλι μου η επάνασταση των λέξεων.Θα πάρουν τα ηνία του εγκεφάλου μου και θα θέλουν να βγάλουν δικούς τους αρχηγούς και κυβερνήσεις και παρατρεχάμενους. Οι λέξεις στο κεφάλι μου θα χωριστούν σε στρατόπεδα, σε φατρίες, σε πόλεις – κράτη. Και θα αλληλοσκοτώνονται για ένα κομμάτι φαιάς ουσίας. Θα εξελίξουν τα οπλικά τους συστήματα και θα αλληλοεξοντώνονται. Θα σκοτωθούν στις μάχες οι χρήσιμες λέξεις. Δεν θα μπορώ να πω «πείνασα», σε κανέναν, θα λέω «στρουθοκάμηλος». Και θα με κοιτάζουν σαν τρελή. Οι φίλοι μου όμως με τον καιρό θα με καταλαβαίνουν. «Στρουθοκάμηλος». «Πολύ;» «Κέρατο». «Ε, να πάμε να φάμε τότε». «Ράμπο». «Ωραία, που θέλεις να πάμε να φάμε;» «Στο κρινολίνο του πρωθυπουργού». «Εντάξει, πάμε στον κυρ – Γιάννη». Θα θέλω να τραγουδήσω το «μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη» και θα λέω «τι κοιτάς μ’ άλλο τακάκι». Στις μάχες θα αφήσουνε την τελευταία τους πνοή οι λέξεις «γιατρός», και «δικηγόρος». Και θα αντικατασταθούν για ένα διάστημα από τις λέξεις «μπουρμπουλήθρα» και «σκόρος». Μετά από δεκαετείς συγκρούσεις θα απομείνουνε με ελάχιστους στρατιώτες, η λέξη «αρχή» και η λέξη «τέλος». Στο στρατόπεδο της αρχής, θα ανήκουν: ο ενθουσιασμός, ο έρωτας και το ψωμί. Στο στρατόπεδο του τέλους, θα ανήκουν: η πίκρα, ο πατέρας και ο Παπαδιαμάντης. Στην τελευταία μάχη αυτού του πολέμου το ψωμί θα κατακρεουργήσει τον πατέρα, ο Παπαδιαμάντης τον ενθουσιασμό και ο έρωτας την πίκρα. Και θα μου μείνουν τρεις λέξεις: ψωμί, Παπαδιαμάντης, έρωτας. Και θα τις λέω μπροστά από καγκελόφραχτες πανεπιστημιουπόλεις. Η αρχή και το τέλος θα ερωτευτούν και θα γεννήσουν την άγνωστη μέχρι στιγμής λέξη: μελάνθιστο. Ξύλιασαν τα πόδια. Πο. Δια. Μου. Αυτά είναι. Κάνω να ανοίξω την πόρτα, να ζεσταθεί το κοκκαλάκι μου. Των μαλλιών μου μαμά; Γιατί να ζεσταθεί το κοκαλάκι μου; Ένα πόδι μες στο καφενείο. Ένα φράγκο η βιολέτα. Λε. Λε. Τα. Ολύμπου. Οδός. Τι σκούφος είναι αυτός; Ποιο παιδικό πρόσωπο προσπαθεί να αποκτήσει μορφή μέσα στον αμφιβληστροειδή μου χιτώνα; Που πας παιδάκι με τέτοιον καιρό; Δεν έχει βλέμμα. Που το πανε το παιδί; Παι. Δι. Μου.

Κείμενο: Θωμάς Βελισσάρης (Lavart) 

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr