[dropcap style=”normal or inverse or boxed”]Ζ[/dropcap]αν-Λυκ Γκοντάρ σημαίνει Νουβέλ Βαγκ. Γεννημένος το 1930 στο Παρίσι, συνδέει από πολύ νωρίς το όνομά του με τον κινηματογράφο. Χρειάζονται μόνο μερικοί φίλοι και δύο περιοδικά. Οι φίλοι Κλοντ Σαμπρόλ, Φρανσουά Τρυφώ, Έρικ Ρομέρ και Ζακ Ριβέτ. Τα περιοδικά, Gazette du Cinema και Cahiers du Cinema, στα οποία γράφει για να μαζέψει χρήματα για τις πρώτες του μπομπίνες. Το 1960, η πρώτη του, μεγάλου μήκους ταινία, «Χωρίς Αναπνοή», εισάγει το «Νέο Κύμα». Ένα νέο ρεύμα, έναν δικό του κινηματογράφο. Πειραματίζεται με τη δομή, το σενάριο και την κάμερα ενώ χρησιμοποιεί τα κινηματογραφικά μέσα σαν αυτά να χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά. Αυτό ήθελε να κάνει.
Με τα χρόνια συνεχίζει να «ξαναγράφει» τον κινηματογράφο με ταινίες- σταθμούς, όπως το «Ο Μικρός Στρατιώτης», «Η Περιφρόνηση», «Ο Τρελός Πιερό» και το «Αλφαβίλ». Μετά το πέρασμα του «Νέου Κύματος», εμπνέεται από το φλεγόμενο γαλλικό Μάη του ’68 και εισάγει πολιτικό χρώμα στις ταινίες του. Με τον Ζαν-Πιερ Γκορέν, ιδρύει την ομάδα «Τζίγκα Βερτόφ», αποποιείται τον τίτλο του κινηματογραφιστή και αφορίζει το ρόλο του κινηματογράφου. Εμφυσά ιδεολογία και φιλοσοφία σε ταινίες-δοκίμια για την τέχνη. Αργότερα, στη δεκαετία του ’80, στρέφεται στον ερωτισμό, την Γυναίκα, την σαρκική επιθυμία και εξερευνά τους ρόλους των δύο φύλων.
[dropcap style=”normal or inverse or boxed”]Μ[/dropcap]ε αμείωτη δημιουργική συχνότητα, όλα αυτά τα χρόνια, φτάνει να έχει σκηνοθετήσει συνολικά πάνω από εκατό ταινίες, ανάμεσα στις οποίες βρίσκονται ντοκιμαντέρ, μικρού μήκους και τηλεταινίες. Το πιο πρόσφατο πόνημα του, το ποιητικό «Αποχαιρετισμός στη γλώσσα», χειροκροτείται έντονα από την κριτική επιτροπή στις Κάννες.
Ο Γκοντάρ αποδόμησε, μελέτησε και αναγέννησε ένα σινεμά, όπου οι συμβάσεις υπάρχουν για να καταρρίπτονται. Η ιδιαίτερη του ματιά και το ταλαντούχο χέρι του, τον έχουν ανάγει σ’ έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς της ιστορίας, σ΄ ένα φιλόσοφο του σινεμά.
Κείμενο: Μαρία Μιχαλάκη (Lavart)