Πολλές φορές στη ζωή μας δεχόμαστε πληροφορίες που έρχονται σε αντίθεση με αυτά που γνωρίζουμε ήδη. Ωστόσο, για ορισμένους λόγους, πρέπει να δεχτούμε τα νέα δεδομένα και οι πληροφορίες αυτές να συνυπάρξουν αρμονικά και σε συμφωνία με τις στάσεις και την εκδηλούμενη συμπεριφορά μας.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τις δεκαετίες του 1940 και του 1950, πραγματοποιήθηκε ένα τεράστιο σώμα έρευνας πάνω στις αλλαγές των στάσεων. Οι στάσεις ορίζονται ως «καταστάσεις νευρολογικής ετοιμότητας», αξιολογικές κρίσεις που προβλέπουν τη συμπεριφορά μας και τη διάθεσή μας απέναντι σε ένα οποιοδήποτε αντικείμενο. Αυτές οι έρευνες παρήγαγαν έναν αριθμό θεωριών που βασίζονταν από κοινού σε μία υπόθεση ότι οι άνθρωποι επιδιώκουν τη γνωστική συνέπεια: δηλαδή οι άνθρωποι υποκινούνται να μειώσουν τις προσλαμβανόμενες αντιφάσεις μεταξύ των διαφόρων γνωστικών στοιχείων τους γιατί τέτοιες αντιφάσεις είναι δυσάρεστες.
Πόσες φορές έχετε βρεθεί στην άβολη θέση όπου το ισχυρό σύστημα μίας πεποίθησής σας είναι έτοιμο να καταρρεύσει, εξαιτίας νέων πληροφοριών που βασίζονται στην πραγματικότητα και δεν μπορούν να αμφισβητηθούν; Σίγουρα, η συνθήκη αυτή σας θέτει σε μία κατάσταση αμηχανίας, υπερδιέγερσης και ανησυχίας, καθώς αναζητάτε τρόπους να εξουδετερώσετε αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα.
Γνωστική ασυμφωνία: Θεωρία
Η πιο γνωστή σχετική θεωρία που αφορά την κοινωνική σκέψη και την κοινωνική συμπεριφορά είναι η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας, εξαιτίας της σημαντικότητάς της ως προς την αντιμετώπιση της σύνδεσης μεταξύ στάσεων και συμπεριφοράς. Παράλληλα με την επισήμανση ότι οι πεποιθήσεις αποτελούν τα δομικά υλικά από τα οποία δομείται μία στάση, αυτή η οικογένεια θεωριών εστίασε στις ασυνέπειες μεταξύ των πεποιθήσεων ενός ατόμου. Οι θεωρίες, ίσως, να διαφέρουν στο πώς ορίζουν τη συνέπεια και την ασυνέπεια, αλλά όλες υποθέτουν ότι το να έχει κανείς ασυνεπείς πεποιθήσεις προκαλεί δυσφορία. Δυο σκέψεις είναι ασυνεπείς αν η μία φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την άλλη και μία τέτοια νοητική κατάσταση είναι ενοχλητική.
Αυτή η δυσαρμονία είναι γνωστή ως ασυμφωνία. Οι θεωρίες συνέπειας υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι έχουν κίνητρο να μεταβάλλουν μία ή περισσότερες αντικρουόμενες πεποιθήσεις, έτσι ώστε στο σύνολό τους να βρίσκονται σε αρμονία. Το αποτέλεσμα είναι η αποκατάσταση της συνέπειας.
Έτσι, σύμφωνα και με τη θεωρία της ισορροπίας, τείνουμε να επιλέγουμε στάσεις, πληροφορίες, επιχειρήματα, ακόμα και ανθρώπους, ανάλογα με το πόσο σύμφωνοι είναι με τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις μας.
Λύσεις στη γνωστική ασυμφωνία
Η θεωρία πρεσβεύει ότι οι άνθρωποι θα προσπαθήσουν να μειώσουν την ασυμφωνία, αλλάζοντας ένα ή περισσότερα από τα ασυνεπή γνωστικά στοιχεία (δηλαδή τα παρουσιάζουμε ως κάτι διαφορετικό), αναζητώντας επιπρόσθετα στοιχεία για να ενισχύσουν τη μία ή την άλλη πλευρά (δηλαδή δικαιολογούμε μία συμπεριφορά μας με διάφορα «επιχειρήματα»), ή απαξιώνοντας την πηγή ενός από τα αντικρουόμενα γνωστικά στοιχεία (δηλαδή επιτιθέμεθα στην εγκυρότητα του πομπού). Ο κανόνας φαίνεται ότι είναι: Όσο μεγαλύτερη είναι η ασυμφωνία, τόσο ισχυρότερες είναι και οι προσπάθειες να μειωθεί. Η βίωση ασυμφωνίας οδηγεί τους ανθρώπους να νιώσουν από άποψη φυσιολογίας «στα άκρα» – όπως μαρτυρούν μεταβολές στην ηλεκτρική αγωγιμότητα του δέρματος που μπορεί να ανιχνευθεί μέσω πολυγράφου.
Κάποια παραδείγματα συνθηκών, εντός των οποίων βιώνεται η γνωστική ασυμφωνία, είναι η ανάγκη δικαιολόγησης της προσπάθειας (ένα άτομο προβαίνει σε μεγάλη προσπάθεια για να πετύχει έναν μικρό στόχο) και η προκαλούμενη ενδοτικότητα, κατά την οποία ένα άτομο πείθεται να συμπεριφερθεί με έναν τρόπο που αντίκειται σε μία στάση του. Μία άλλη προσέγγιση στη γνωστική ασυμφωνία.
Στο μοντέλο της νέας ματιάς των Cooper και Fazio, επισημαίνεται η διαμάχη σχετικά με το αν υπάρχει λόγος να διατηρηθεί και να προασπισθεί η έννοια των στάσεων από τη στιγμή που η παρατηρούμενη συμπεριφορά και οι πεποιθήσεις ενός ατόμου είναι αντικρουόμενες. Σύμφωνα με τους ίδιους, όταν η συμπεριφορά αντιτίθεται στις στάσεις, προσπαθούμε να ξεδιαλύνουμε ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες. Αν θεωρείται ότι είναι αρνητικές και σχετικά σοβαρές, τότε πρέπει να ελέγξουμε εάν η ενέργεια ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης. Αν ήταν, τότε αναλαμβάνουμε την ευθύνη της, βιώνουμε διέγερση από την κατάσταση ασυμφωνίας που ακολουθεί και επαναπροσδιορίζουμε τη σχετική στάση, έτσι ώστε να μειωθεί η ασυμφωνία.
Συμπεράσματα γύρω από τη γνωστική ασυμφωνία
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, πολλές φορές ως άνθρωποι επιμένουμε στη δικαιολόγηση κάποιων θέσεων, στάσεων και συμπεριφορών μας, παρόλο που τα νέα δεδομένα φαίνεται να τις ανατρέπουν. Η κατάσταση της γνωστικής ασυμφωνίας είναι σίγουρα ανεπιθύμητη και άβολη. Ωστόσο, μέσω αυτής μπορεί να υπάρξει μίας υγιής αμφισβήτηση των πεποιθήσεών μας και ένας επαναπροσδιορισμός τους. Αυτό δεν υπονοεί μία αδυναμία ή ένα σφάλμα σχετικά με το άτομό μας, αλλά αποτελεί φυσική διαδικασία εξέλιξης.
Υπάρχουν πολλές ευρετικές για την αποφυγή της αλλαγής και τη διατήρηση των στάσεών μας, και ορισμένες φορές δεν είναι καθόλου κατακριτέες. Όμως, συχνά, ο έξυπνος δρόμος που θα μας ωριμάσει είναι αυτός της αμφισβήτησης, αφού οτιδήποτε δεν έχει την ποιότητα της αμφιβολίας είναι επικίνδυνο.
Διαβάστε επίσης:
Γλωσσική Διομαδική Μεροληψία: Το πώς μιλάμε δείχνει «με ποιους είμαστε»
Κείμενο: Εύη Καλαϊτζή (Lavart)
Πηγή πληροφοριών: Κοινωνική Ψυχολογία, Hogg & Vaughan, 2010 (Βιβλίο)