Γιώργος Σεφέρης, ένας μεγάλος Νομπελίστας
[dropcap size=big]Ο[/dropcap] Γιώργος Σεφεριάδης γεννιέται στις 29 Φεβρουαρίου 1900 στη Σμύρνη. Η οικογένειά του είναι πενταμελής, εύπορη και καλλιεργημένη – ο πατέρας του είναι δικηγόρος, έντονα αναμειγμένος με το κοινωνικό γίγνεσθαι της πόλης και άνθρωπος με λογοτεχνικές ανησυχίες.
Οι σπουδές του Γιώργου αρχίζουν στη Σμύρνη, συνεχίζουν στην Αθήνα και καταλήγουν στη Νομική του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Μεγαλωμένος στο πολυπολιτισμικό χωνευτήρι της Σμύρνης και ζυμωμένος με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό στα νεανικά του χρόνια, αποκτά ισχυρό πνευματικό υπόβαθρο.
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1926, διορίζεται υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών και ξεκινά μια λαμπρή καριέρα ως διπλωμάτης. Χάρη στο πόστο του αυτό βρίσκεται στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή, στο Λονδίνο.
Στο ελληνικό λογοτεχνικό προσκήνιο εμφανίζεται το 1931 με την ποιητική συλλογή Στροφή, η οποία από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της απέκτησε φανατικούς θαυμαστές αλλά και εχθρούς, εξαιτίας του μοντερνιστικού της ύφους. Εδραιώνεται, όμως, το 1935 με μια ακόμη ποιητική συλλογή με τίτλο Μυθιστόρημα. Ο Γιώργος Σεφέρης υιοθετεί έναν τρόπο γραφής με υπερρεαλιστικά στοιχεία, πολύ κοντά στον προφορικό λόγο, με αμφίσημα νοήματα και συμβολισμούς. Πηγές της θεματογραφίας του είναι ο έρωτας και η ελληνική ιστορική παράδοση. Ξεχωρίζουν τα Ημερολόγια Καταστρώματος Α,Β και Γ, τα Τετράδια Γυμνασμάτων και το Άσμα Ασμάτων.
«Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον».
[dropcap size=big]Κ[/dropcap]ορυφαία στιγμή για τον ίδιο, αλλά και για την Ελλάδα είναι η απονομή σε εκείνον του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το Δεκέμβρη του 1963.
Έναν χρόνο αργότερα, κερδίζει τη θέση του επίτιμου διδάκτορα στα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, της Οξφόρδης και του Πρίνστον, το 1965.
Ο Σεφέρης δεν είναι απλώς ένας επιτυχημένος συγγραφέας, είναι ένας άνθρωπος βαθιά πνευματικός και με έντονη αίσθηση του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι. Το ποίημά του Επί Ασπαλάθων (1971) αποτελεί μια έμμεση μομφή κατά της δικτατορίας.
Ο κόσμος της Τέχνης αγκαλιάζει το έργο του με σεβασμό και αγάπη – ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μίλτο Πασχαλίδη, τους αδελφούς Κατσιμίχα, τον Θάνο Μικρούτσικο και άλλους.
Ο Γιώργος Σεφέρης αφήνει την τελευταία του πνοή στις 20 Σεπτεμβρίου 1971, και η κηδεία του μετατρέπεται από τις χιλιάδες κόσμου που την ακολουθούν σε μια σιωπηρή, αλλά εύγλωττη πορεία κατά της Δικτατορίας.
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ως που να βρούμε τα νερά του βουνού.Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της “Ωραίας Ελένης του Μενελάου”.
Χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάνδρα
μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
Ο ένας έρχεται από Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως “έρχεται εξ Ομονοίας”
“Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος” απαντά κι είν’ ευχαριστημένος
“βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό”.
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια,
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική
και δε βρίσκεται πουθενά.
Αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν “σωσίτριχα” φωτογραφίζουνται.
Ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ’ ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια
δέχουνταν το χέρι του γέρο φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
όλα τα πετεινά τ’ ουρανού.Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι αν “ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς”
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
καμμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά.Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…
το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝΙΑ 937