Search
Close this search box.
Search
Close this search box.

Γιώργος Ανδρέου: «Η Ελλάδα είναι μια κοινωνία που έχει βαθιά ανάγκη από επαναφορά της αξοπιστίας της Παιδείας.»

Ιωάννα Τ.(Lavart): Κύριε Ανδρέου, γεννηθήκατε στην πόλη των Σερρών ενώ ήρθατε στη Θεσσαλονίκη για σπουδές, θέλω να μου πείτε, ποιες είναι οι πιο έντονες μουσικές στιγμές που αποκομίσατε από τα χρόνια παραμονής σας στη Θεσσαλονίκη;

Γιώργος Ανδρέου: Χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: Η πρώτη έχει να κάνει με τις μουσικές σπουδές μου. Σπουδάζοντας στο νέο Ωδείο Θεσσαλονίκης, είχα δάσκαλο τον Κάρολο Τρικολίδη, έναν εξαίρετο και σταθερά ενεργό και δραστήριο μαέστρο, αλλά και τον Γιάννη Μάντακα, έναν λαμπρό θεωρητικό της μουσικής και διευθυντή της (τότε σημαίνουσας) χορωδίας του Αριστοτελείου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η εμπειρία μου από αυτούς τους ανθρώπους υπήρξε καθοριστική σε σχέση με την κλασική μουσική, που αποτελεί ένα βασικό κομμάτι της μουσικής μου εκπαίδευσης. Η δεύτερη κατηγορία έχει να κάνει με τις μουσικές παρέες της εποχής εκείνης (1978-1985) στην Θεσσαλονίκη. Όντας φοιτητής έπαιξα στην Μουσική Γωνιά, στο Ραντεβού, στο Αντ’ αυτού, σε όλα αυτά τα μικρά “φοιτητικά” στέκια-μαγαζιά της δεκαετίας του ΄80, όπου γνώρισα νέους μουσικούς, οι οποίοι στην πορεία όλοι διέπρεψαν – ο καθένας στο είδος του. Ανάμεσα τους ο σπουδαίος ακορντεονίστας Ηρακλής Βαβάτσικας, ο δεξιοτέχνης των νυκτών (μπουζούκι, λαούτο, ούτι κ.α.) Μανώλης Πάππος, ο λαμπρός μπασίστας Βαγγέλης Κοντόπουλος, ο διακεκριμμένος πλέον “παραδοσιακός” κι όχι μόνο βιολιστής Κυριάκος Γκουβέντας, ο διάσημος σήμερα (Άγαμοι Θύται κι ένα σωρό τηλεοπτικές και μουσικές δράσεις) και πάντα αστραφτερός κιθαρίστας Δημήτρης Σταρόβας. Και φυσικά ο Στάθης Παχίδης (σήμερα καταξιωμένος τραγουδοποιός, τραγουδιστής, ιδρυτικό μέλος των Αγάμων Θυτών), με τον οποίο (και τον Βαγγέλη Κοντόπουλο) φτιάξαμε το γκρουπ Αλέ Ρετούρ, μια μπάντα με την οποία ηχογραφήσαμε έναν δίσκο το 1983 με τίτλο «Σαν ελληνική ταινία». Η παραγωγή του δίσκου αυτού έγινε από τον τότε δημοσιογράφο του Δευτέρου και του Τρίτου προγράμματος και μουσικό παραγωγό Γιώργο Μητρόπουλο. Και το τρίτο πολύ σημαντικό κεφάλαιο για τη ζωή μου, υπήρξε η γνωριμία μου με τον Νίκο Παπάζογλου. Έπαιξα στην πρωτοποριακή για την εποχή ορχήστρα του – την «Ταχεία Θεσσαλονίκης» – δίπλα σε μουσικούς εξαίρετους, όπως ο Μανώλης Σιδερίδης, ο Νίκος Καπηλίδης, ο Νίκος Παγωνίδης, ο Χρήστος Κίλιας και ο Βαγγέλης Λιόλιος. Δούλεψα και στο στούντιο του Νίκου Παπάζογλου, το «Αγροτικόν», στην  Τούμπα, το οποίο υπήρξε ένα πολύ σημαντικό “εργαλείο” αποτύπωσης των ηχογραφημάτων της τότε Έντεχνης νέας ελληνικής μουσικής σκηνής, αυτής στην οποία ανήκω και εγώ μαζί με τον Ορφέα Περίδη (κι αυτόν στο Αγροτικόν τον πρωτοσυνάντησα), τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Παύλο Παυλίδη. Αλλά και τους Φατμέ του Νίκου Πορτοκάλογλου στο Αγροτικόν τους είδα να ηχογραφούν, όπως και τους Χειμερινούς Κολυμβητές του Αργύρη Μπακιρτζή κι ένα σωρό άλλους, λαϊκούς, ρόκ και τζαζ μουσικούς. Το στούντιο του Παπάζογλου – ένα κύτταρο πολιτισμού και δημιουργικότητας. Ο ίδιος ο Νίκος πρωτότυπος και σημαντικός τραγουδιστής, με παράλληλα ταλέντα καλλιτεχνικού παραγωγού, ηλεκτρονικού κι ένα σωρό άλλα – και βέβαια ένας θαυμάσιος ηχολήπτης. Από την ηχοληπτική του δεινότητα επηρεάστηκα πάρα πολύ και του οφείλω την πρώτη αλλά καθοριστικής αξίας  επαφή μου με την ηχοληψία, την οποία στην συνέχεια σπούδασα και ασκώ με πολλή…επιμονή μέχρι σήμερα, παράλληλα με την δημιουργική μουσική μου δράση.

Ιωάννα Τ.(Lavart): Πώς προέκυψε η μετάβασή σας στην Αθήνα αλλά και η εισαγωγή σας στη δισκογραφία;

Γιώργος Ανδρέου: Η μετάβαση στην Αθήνα έγινε στο τέλος του 1987, επειδή μου δόθηκε η ευκαιρία (μαζί με έναν φίλο μου Κομοτηναίο στην καταγωγή, σήμερα πολύ γνωστό ηχολήπτη, τον Γιώργο Καριώτη), να δημιουργήσουμε ένα στούντιο ηχογραφήσεων στην Αθήνα, σε συνεργασία με έναν Αθηναίο ηχολήπτη, τον Φραγκίσκο Σοφτά. Έτσι γεννήθηκε το studio Tracks. Εκεί (αρχές του ’88 πια) είχα την ευκαιρία να γνωρίσω νέους σημαντικούς ανθρώπους του χώρου μου, όπως τον Μάνο Ξυδούς, που δεν ήταν ακόμα Πυξ Λαξ, αλλά παραγωγός στην EMI, τον Άγγελο Σφακιανάκη, ο οποίος ήταν μέλος της Οπισθοδρομικής Κομπανίας (της οποίας κεντρική ερμηνεύτρια υπήρξε η Ελευθερία Αρβανιτάκη) αλλά και παραγωγός στην εταιρία Λύρα. Ξαναβρέθηκα και με τον Παύλο Σιδηρόπουλο, τον οποίο είχα γνωρίσει το 1985 στη Μπιενάλε της Βαρκελώνης, εγώ μουσικός του Παπάζογλου κι εκείνος με το γκρουπ του, τους Απροσάρμοστους. Από τότε είχαμε γίνει φίλοι κι έτσι ηχογράφησε στο στούντιο Τracks τον δίσκο «Η Φαντασία στην Εξουσία».  Ήταν ένας δίσκος με λόγια του Πάνου Ηλιόπουλου, όπου ο Παύλος έκανε ένα όνειρό του πραγματικότητα: Έναν ήχο ροκ και λαϊκό μαζί, με την συμμετοχή και βοήθεια του σπουδαίου λαϊκού συνθέτη και δεξιοτέχνη του μπουζουκιού, του Στέλιου Βαμβακάρη, αλλά και του Νίκου Γκίνη της ροκ μπάντας “Σύνδρομο”. Εκείνη την εποχή άρχισα να ενορχηστρώνω και να παίζω ζωντανή μουσική. Η πρώτη μου επί σκηνής παρουσία στην Αθήνα  ήταν με την Οπισθοδρομική Κομπανία, τους «Οπισθοδρομικούς», όπως ονομάστηκαν όταν έφυγε πια από το σχήμα τους η Ελευθερία Αρβανιτάκη και ήρθε για λίγο η Ελένη Τσαλιγοπούλου. Με αυτή την παρέα λοιπόν, ενορχήστρωσα μια παράσταση που λεγόταν «Το Μήλο», κι έγινε στο νυχτερινό συναυλιακό χώρο Μετρό. Στις παραστάσεις άρχισε να λάμπει το αστέρι της Τσαλιγοπούλου ως μιας πολύ ταλαντούχας, νέας τραγουδίστριας και μου προτάθηκε από τον Άγγελο Σφακιανάκη να ενορχηστρώσω τον δίσκο που με παραδοσιακές μουσικές που είχε ξεκινήσει να ηχογραφεί το 1989, με τίτλο «Μισό Φεγγάρι». Στο μεταξύ όμως εγώ άρχισα να γράφω τα πρώτα μου τραγούδια. Έτσι διακόψαμε το δίσκο αυτόν για να ηχογραφήσαμε το «Κορίτσι και Γυναίκα» ο οποίος είναι και ο πρώτος μου προσωπικός δίσκος με ερμηνεύτρια την Τσαλιγοπούλου. Ένα πολύ γνωστό τραγούδι από αυτόν τον δίσκο είναι το «Να μ’ αγαπάς». Μ’ αυτά και μ’ αυτά λοιπόν μπήκα στην δισκογραφία.

Ιωάννα Τ.(Lavart): Περιγράψετε μου τα συναισθήματά σας όταν κυκλοφόρησε ο πρώτος σας δίσκος αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίσατε στην αρχή…

Γιώργος Ανδρέου: Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1989. Το “Κορίτσι και γυναίκα” και οι «Ασπρόμαυρες Ιστορίες» του Σωκράτη Μάλαμα (που κυκλοφόρησαν τον Μάρτιο του 1990), είναι οι πρώτοι δίσκοι της γενιάς του ’90, στην οποία ανήκουν όλοι όσοι προανέφερα ως παρέα του στούντιο “Αγροτικόν” του Παπάζογλου, αλλά και άλλοι σημαντικοί δημιουργοί και τραγουδιστές, όπως ο Νίκος Ζούδιαρης, η Μελίνα Κανά, ο Γεράσιμος Ανδρεάτος, ο Παντελής Θαλασσινός (και τόσοι άλλοι – ενδεικτικά αναφέρω κάποια ονόματα). Η αλήθεια είναι πως στην αρχή ο δίσκος «δυσκολεύτηκε», μετά όμως από περίπου 6 μήνες άρχισε σιγά-σιγά να ακούγεται το τραγούδι «Να μ’ αγαπάς», να μπαίνει στα ραδιόφωνα και, συγκεκριμένα, στον 902 Αριστερά στα FM, (που υπήρξε τότε ένας αληθινά ανοιχτός σταθμός για τους νέους δημιουργούς) κι αμέσως μετά στον  μόλις “νεογέννητο” Μελωδία.

Ιωάννα Τ.(Lavart): Έπαιξαν καθοριστικό ρόλο οι σπουδαίες γνωριμίες που κάνατε αυτήν την περίοδο…

Γιώργος Ανδρέου: Την ίδια εποχή, η τελευταία μου συνεργασία με τον Παπάζογλου, συμβαίνει στον Σείριο, στον συναυλικό χώρο που είχε ιδρύσει ο Μάνος Χατζιδάκις. Παίζω πιάνο για τον Παπάζογλου και μαζί του ηχογραφώ  την “ζωντανή” εκτέλεση του τραγουδιού Αύγουστος. Στον Σείριο γνωρίζω τον Νίκο Ξυδάκη, ανανεώνω την φιλία με τον Νίκο Πορτοκάλογλου, ενώ συναντώ και  τον Σαββόπουλο όπως και όλη την παρέα του Χατζιδάκι, (Λέκκας, Λιούγκος, Πασπαλά). Ο Λέκκας είναι και συμπατριώτης μου, Σερραίος.  Mε τον Ξυδάκη συνδεθήκαμε φιλικά και καλλιτεχνικά. Έτσι από το 1989 και για μια 4ετία υπήρξα ενορχηστρωτής και συμπαραγωγός στους δίσκους του εκείνης της περιόδου. Ανταλλάξαμε παρέες και ιδέες, παίξαμε ζωντανά, κάναμε μουσικές για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Όλοι συμμετέχουμε στις δράσεις των φίλων μας καλλιτεχνών: Ο Πορτοκάλογλου παίζει στον δίσκο μου «Κορίτσι και Γυναίκα», ενώ εγώ ενορχηστρώνω και είμαι συμπαραγωγός στις «Φωνές», τον πρώτο προσωπικό του δίσκο μετά την διάλυση των Φατμέ. Ο Χατζιδάκις (που του άρεσε πολύ ο πρώτος μου δίσκος), μου πρότεινε να ηχογραφήσω τον δεύτερο μου δίσκο στην εταιρεία του, τον Σείριο, με ερμηνευτή τον Ανδρέα Καρακότα. Λόγοι τυπικοί κι όχι ουσιαστικοί έγιναν αιτία να μην πραγματοποιηθεί αυτή η συνεργασία, αλλά ένα κομμάτι από το υλικό της αποτέλεσε τα τραγούδια του δεύτερου προσωπικού μου δίσκου, με ερμηνεύτρια την Ελένη Βιτάλη, με τίτλο «Η πόλη που ονειρεύτηκα». Το πιο γνωστό τραγούδι από αυτόν το δίσκο είναι το «Στο Μεταξύ Η Ελλάδα Ταξιδεύει», ένα τραγούδι που αργότερα το ερμήνευσε πολύ όμορφα κι ο Γιώργος Νταλάρας. Στη δισκογραφία λοιπόν, με δύο κατευθύνσεις πια: Δημιουργός από την μια – Παραγωγός κι ενορχηστρωτής από την άλλη.

You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.

More Information

Ιωάννα Τ.(Lavart): Έχετε γράψει μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, αλλά οι μουσικές σας ενέργειες δε σταματούν εκεί. Ποιες είναι οι περαιτέρω ασχολίες σας στον καλλιτεχνικό τομέα;

Γιώργος Ανδρέου: Από το 1996 και μετά ουσιαστικά σταματώ να ασχολούμαι με τις ενορχηστρώσεις (και, εν μέρει, την παραγωγή), επειδή η συνθετική μου δουλειά δεν μου αφήνει χρόνο και ενέργεια. Ηχογραφώ πια τους προσωπικούς μου δίσκους, ενώ αρχίζω πιο πυκνές συνεργασίες στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Από τα πιο σημαντικά πράγματα που έχω κάνει στο θέατρο είναι η «Λυσιστράτη», η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και η «Ηλέκτρα» (του Ευριπίδη) για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών, σε σκηνοθεσίες του Θέμη Μουμουλίδη. Επίσης «Περλιμπλίν και Μπελίσσα» του Λορκα αλλά και «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου, και τα δυο έργα με σκηνοθέτη τον Θοδωρή Γκόνη. Στον κινηματογράφο “Λουκουμάδες με μέλι” (Όλγα Μαλέα), “Καλά κρυμμένα μυστικά-Αθανασία” (Πάνος Καρκανεβάτος), “Guilt” (Βασίλης Μαζωμένος) κ.α. Το 2004 (και ως το 2010) αναλαμβάνω καλλιτεχνικός διευθυντής του label AΚΤΗ live’n’studio, ένα παράρτημα της εταιρίας Sonymusic Greece, που ασχολείται με νέους δημιουργούς και ερμηνευτές. Η AKTH φιλοξένησε παιδιά που τώρα ακούγονται και ξεχωρίζουν, όπως ο Σταύρος Σιόλας, ο Ορέστης Ντάντος, η Ευτυχία Μητρίτσα, η Γεωργία Νταγάκη κ.α.

Ιωάννα Τ.(Lavart): Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο για τις συνθέσεις σας. Είναι φανερό ότι είναι ένα μίγμα ακουσμάτων, από την παράδοση μέχρι το σύγχρονο ήχο, με σαφείς επιρροές από το παγκόσμιο μουσικό τοπίο. Θα ήθελα να μου πείτε, σύμφωνα με τη δική σας παρατήρηση, πώς βλέπετε να το αντιμετωπίζει αυτό το ελληνικό κοινό; Δηλαδή δέχεται εύκολα τέτοιες δημιουργίες; Είναι ανοιχτό στη μουσική χωρίς ταμπέλες;

Γιώργος Ανδρέου: Οι άνθρωποι, ανάλογα με την αισθητική τους, την καλλιέργεια τους και τις ανάγκες τους, υιοθετούν και το τραγούδι που τους “ταιριάζει”.  Να σημειώσω ότι το Τραγούδι στην Ελλάδα, ως τέχνη, είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι έκφρασης του μουσικού μας πολιτισμού. Εμείς δεν είμαστε ένας λαός ο οποίος παρήγαγε κλασική μουσική, δεν περάσαμε από Αναγέννηση και Διαφωτισμό, δεν έχουμε γράψει όπερες και συμφωνίες. Η κεντρική μας έκφραση είναι το Τραγούδι. Αισθάνομαι και πιστεύω ότι ανήκω κι εγώ σε αυτή τη μεγάλη παράδοση του Ελληνικού Τραγουδιού, που έχει δύο μεγάλες κατευθύνσεις: Η μία πηγάζει από την Παράδοση, Λαϊκή και Δημοτική, με  σημαντικούς συνθέτες όπως ο Τούντας, ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Ζαμπέτας, ο Άκης Πάνου και πολλοί άλλοι. Η άλλη είναι αυτή που ονομάζεται, (όχι και τόσο εύστοχα- κατά την γνώμη μου), Έντεχνο Τραγούδι, του οποίου οι μεγάλοι “μπαμπάδες” είναι φυσικά ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις. Πίσω τους δυο ομάδες -η μία των τραγουδοποιών, με “ιδρυτή” τον Σαββόπουλο και “μέλη” τους Κατσιμιχαίους, τον Πορτοκάλογλου, τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τον Θαλασσινό, τον Μάλαμα, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου κι άλλους. Η άλλη των συνθετών – Πλέσσας, Σπανός, Μαρκόπουλος, Μούτσης, Λεοντής, Μικρούτσικος, Λοΐζος, Χατζηνάσιος κι ένα σωρό άλλοι σημαντικοί δημιουργοί. Και η δικιά μας γενιά του ’90 έχει αυτά τα διπλά χαρακτηριστικά. Κάποιοι είναι καθαρόαιμοι συνθέτες, όπως ο Ξυδάκης, ο Παπαδημητρίου, ο Καζαντζής και εγώ, κάποιοι είναι συνθέτες και τραγουδοποιοί, όπως ο Ζούδιαρης κι ο Καλαντζόπουλος, κάποιοι είναι τραγουδοποιοί, όπως ο Πορτοκάλογλου, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ο Μάλαμας, ο Θηβαίος, ο Πασχαλίδης. Σε αυτόν τον χώρο ανήκω και η μουσική μου είναι συνδυασμός της Ευρωπαϊκής ακαδημαϊκής μουσικής και της Παράδοσης μας,  του Ελληνικού ήχου – Δημοτικό και Λαϊκό Τραγούδι.

Ιωάννα Τ.(Lavart): Είχατε ποτέ σχέση με την ποντιακή μουσική; Είχατε τέτοια ακούσματα;

Γιώργος Ανδρέου: Ακούσματα πολλά, επειδή οι Σέρρες όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, είναι ένας κατεξοχήν μουσικά πολυπολιτισμικός χώρος. Έχει μεγάλη ποντιακή παροικία αλλά και πολύ θρακιωτικής καταγωγής πληθυσμό. Θυμίζω πως στο χωριό Αγία Ελένη του Νομού Σερρών συμβαίνουν τα Αναστενάρια, που είναι ένα θρακιώτικο έθιμο πυροβασίας και θρησκευτικής τελετουργίας με συνοδεία θρακιώτικης λύρας. Οι Βλάχοι του νομού παίζουν τις δικές τους μουσικές με τα κλαρίνα τους. Στην Ηράκλεια επιβιώνει μια μεγάλη παράδοση ζουρνάδων – από εκεί καταγόταν κι ένας μεγάλος δεξιοτέχνης του ζουρνά, ο Δημήτρης Χίντζος, με βραβεία από την Unesco και παγκόσμια καταξίωση. Στο χωριό Ξηρότοπος μεχρι προσφατα παιζόντουσαν τσαμπούνες, πανάρχαια όργανα που έχουν εκλείψει από τον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης και επιβιώνουν στο νότιο Αιγαίο και στην Κρήτη. Οι Ρομά (Τσιγγάνοι) του νομού Σερρών έχουν εξίσου συμβάλλει στην διατήρηση της Παραδοσιακής μουσικής. Φυσικά πίσω από όλα αυτά προβάλλει η λαμπρή Βυζαντινή Μουσική – η  μοναδική λόγια Ελληνική μουσική, αφού είναι γραμμένη σε παρτιτούρα, μια σπουδαία φωνητική μουσική, μητέρα  όχι μόνο της δικής μας Παραδοσιακής μουσικής, αλλά νομίζω και με δραματική επιρροή στην Παλαιά Οθωμανική μουσική, την Αραβική και εν γένει την Μεσογειακή. Στις Σέρρες υπήρξαν πολλοί σημαντικοί ιεροψάλτες κι έχω από παιδί στ’ αυτιά μου τις θαυμαστές αποδόσεις και ερμηνείες τους.

Ιωάννα Τ.(Lavart): Ποιά είναι η αυθεντική ελληνική μουσική; 

Γιώργος Ανδρέου: Θα έλεγα ότι η Ελληνική μουσική, όπως αποδεικνύεται κι από τα αρχαία κείμενα (και κατεξοχήν την Ομηρική Οδύσσεια), είναι μια μουσική που συνυπάρχει με λόγο, με κείμενο ποιητικής πνοής. Αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν το Βυζαντινό Μέλος και οι Παραλογές της Δημοτικής μας Παράδοσης. Η αυθεντική Ελληνική μουσική είναι μονωδιακή, δεν χρησιμοποιεί δηλαδή αρμονική γλώσσα, αλλά μόνο μελωδικήκαι περιέχει μία πολύ υψηλή ποιοτικά κι αυθεντικά πρωτότυπη διαχείριση της σχέσης της μουσικής με τον ποιητικό λόγο. Σε αυτό το πεδίο είμαστε…παγκόσμιοι πρωταθλητές.

Η Ελλάδα είναι μια κοινωνία που έχει βαθιά ανάγκη από επαναφορά της αξιοπιστίας της Παιδείας.

Ιωάννα Τ.(Lavart): Με βάση την εμπειρία σας ως τώρα, πιστεύετε ότι ένας καλλιτέχνης του οποίου οι δημιουργίες πηγάζουν από την ψυχή του, δεν έχουν δηλαδή βάση στην ακαδημαϊκή γνώση, έχει την ευκαιρία αρχικά να ακουστεί και έπειτα να εκτιμηθεί στις μέρες μας;

Γιώργος Ανδρέου: Η ακαδημαϊκή γνώση της μουσικής δεν σε κάνει εξ ορισμού δημιουργό. Σου δίνει τη δυνατότητα να διαχειριστείς τη δημιουργία σου με κάποιους όρους ποιοτικούς – να ενορχηστρώσεις και να χρησιμοποιήσεις τα μουσικά όργανα. Η δημιουργία του Τραγουδιού είναι ψυχολογική και συναισθηματική διεργασία. Άνθρωποι που δεν γνωρίζανε ακαδημαϊκά την μουσική, όπως πχ. ο Μάρκος Βαμβακάρης, έχουν γράψει αριστουργήματα. Στο δικό μας πολιτισμό, οι άνθρωποι είναι πολύ δεμένοι με το Τραγούδι – η αγάπη για το τραγούδι στην Ελλάδα συμβαίνει με “δημοκρατικούς” όρους . Δε μπορείς να υποχρεώσεις τους ακορατές να αγαπήσουν κάτι που δεν θέλουν να το αγαπήσουν – Θα συνδεθούν μαζί του μόνο εφόσον το θέλουν και εφόσον τους αρέσει, μόνο εάν τους εκφράζει και τους συγκινεί.

Ιωάννα Τ.(Lavart): Σας κάνω αυτή την ερώτηση, διότι καθώς ζούμε στην εποχή του χρήματος, η μουσική ως επί το πλείστον έχει μετατραπεί σε ένα είδος βιομηχανίας. Οπότε, υπάρχει η μουσική που προωθείται και η άλλη, η οποία αγνοείται. Γίνονται τέτοιες διακρίσεις…

Γιώργος Ανδρέου: Το γεγονός ότι η ποιοτική μουσική αγνοείται και προωθείται η…fast food, υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Συμβαίνει σε όλες τις Τέχνες σε κάποιο βαθμό. Σε μια εμπορευματοποιημένη κοινωνία όλες οι Τέχνες δυστυχώς “αγοράζονται και πωλούνται”. Το κεντρικό θέμα όμως είναι πάντοτε η υψηλή Τέχνη αυτή καθεαυτή – αυτή που εν τέλει δίνει στους ανθρωπους την δυνατότητα να ζήσουν καλύτερα, θερμότερα, ουσιαστικότερα. Πολλές φορές περνά αρκετός  χρόνος ώσπου να γίνει κατανοητή η αξία της. Πολλά από τα αριστουργήματα της Τέχνης δεν έγιναν γνωστά κι αγαπητά με το «καλημέρα». Η Τέχνη άλλωστε    δεν έχει ηλικία και κάτι που γράφτηκε και είναι σπουδαίο, επειδή δεν το αγάπησε κάποιος σήμερα, δεν σημαίνει ότι δεν θα αγαπηθεί ποτέ. Όσο ζούσε ο Καβάφης δεν είχαν καν εκδοθεί σε βιβλίο τα ποιήματα του. Και σήμερα θεωρείται από την παγκόσμια φιλολογική κοινότητα ο σπουδαιότερος ποιητής του εικοστού αιώνα.  από την παγκόσμια κοινότητα. Αυτό που στ’ αλήθεια έχει αξία, αυτό που στ’ αλήθεια μετράει, βρίσκει πάντα στο τέλος της μέρας την αναγνώρισή του. Το σίγουρο είναι ότι ο δικός μας πολιτισμός χρειάζεται το Τραγούδι, είναι αυθεντικό “εργαλείο” έκφρασης του. Κι ας υπάρχει δίπλα ένα Τραγούδι χαμηλού επιπέδου, με κακούς τραγουδιστές, άσχημους στίχους και τυποποιημένες μουσικές. Όλο αυτό είναι δυστυχώς παράπλευρη απώλεια, δυσάρεστη αλλά αναπόφευκτη. Ωστόσο, ακόμα κι ο πιο “άσχετος” Έλληνας ακροατής, μπορεί να ξεχωρίσει ένα αριστούργημα του Τσιτσάνη από ένα κακό τραγούδι.

Ιωάννα Τ.(Lavart): Μιλήσατε για αυτές τις παράπλευρες απώλειες της εμπορευματοποίησης της μουσικής και αναρωτιέμαι αν θεωρείτε ότι αυτό μπορεί να είναι ένα από τα βασικά εμπόδια στην πολιτιστική εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας.

Γιώργος Ανδρέου: Η απάντηση είναι…αν έκανε η κότα το αυγό ή το αυγό την κότα. Μια κοινωνία σε υστέρηση, σε καθεστώς φτώχειας και αμορφωσιάς, πολλές φορές μπερδεύεται και έχει πολύ χαμηλό γούστο και “φτηνές” επιλογές στο θέμα της ποιοτικής αποτύπωσης της αγάπης της για την Τέχνη. Από την άλλη μεριά, σαφέστατα η σοβαρή Τέχνη λειτουργεί παιδαγωγικά, μορφωτικά, εκπαιδευτικά. Η Ελλάδα είναι μια κοινωνία που έχει βαθιά ανάγκη από επαναφορά της αξιοπιστίας της Παιδείας. Από εκεί ξεκινούν όλα. Κι ας μην μιλάμε μόνο για το τραγούδι, που είναι είδος αρκετά ευνοημένο στην Ελλάδα και με προνομιακή αντιμετώπιση. Τί να πουν όσοι ασκούν τον Χορό, την Γλυπτική, την Ζωγραφική, το ποιοτικό Θέατρο; Δυσκολεύονται αφάνταστα να δείξουν το έργο τους, να προβάλλουν το υλικό τους. Κι ακόμα περισσότερη μέριμνα οφείλεται στους νέους, στην ηλικία, καλλιτέχνες μας (αλλά και σε όλους τους νέους της χώρας μας), ώστε να μην επιβεβαιωθεί ο προσβλητικός χαρακτηρισμός που σήμερα αναιδώς ακούγεται γυρω μας, περί “χαμένης γενιάς”.

Ιωάννα Τ.(Lavart): Έχετε δηλώσει ότι η ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται από έναν ισχυρό δεσμό με την έννοια της οικογένειας. Γεγονός το οποίο προκαλεί και το αίσθημα της ενοχής. Σύμφωνα με την άποψη σας ποιά είναι τα θετικά και τα αρνητικά αυτού του χαρακτηριστικού;

Γιώργος Ανδρέου: Τα θετικά είναι ότι ο δεσμός αυτός ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας στην Ελλάδα δεν επιτρέπει την εξαθλίωση των ανθρώπων, αφού συνεχίζεται η εντός οικογενείας φροντίδα φροντίζουμε τους ηλικιωμένων αλλά και των παιδιών, ακόμη και μετά την ενηλικίωση τους. Επιβιώνει μια σύνδεση όλων των μελών της οικογένειας, μια αλληλοβοήθεια και μια αλληλοσύνδεση. Αυτό από την άλλη μεριά, αυτή η συνθήκη δεν επιτρέπει στους νέους ανθρώπους να βγουν από την επιρροή της οικογένειας, να ψάξουν τα δικά τους μέσα, τον δικό τους τρόπο, την δική τους αξιοκρατική συνθήκη. Φυσικά όλα είναι   ζήτημα μέτρου και ισορροπίας: Εμείς οι Μεσόγειοι επισημαίνουμε στους Βορειοευρωπαίους ότι έχει νόημα η οικογενειακή συνοχή. Εκείνοι μας διδάσκουν την δυνατότητα της αυτάρκειας των νεότερων, το δικαίωμα και την υποχρέωση τους να “δραπετεύουν” από το αυστηρό οικογενειακό πλαίσιο όταν αυτό γίνεται συντηρητικό, αντιδραστικό και δυσκολεύει την εξέλιξη τους. Η αλήθεια βρίσκεται πάντα στη μέση.

Ιωάννα Τ.(Lavart): Επειδή είναι τόσο δύσκολοι οι καιροί που περνάμε τώρα, είναι δύσκολο αυτό που λέτε. Το παιδί θα το σκεφτεί δυο και τρεις φορές αν θα βγει στο εξωτερικό ή αν θα πάει όντως να δουλέψει πχ. στο γραφείο του πατέρα του. 

Γιώργος Ανδρέου: Η συγκεκριμένη συγκυρία είναι πραγματικά πολύ δύσκολη. Ας έχουμε ωστόσο στο μυαλό μας πως οι κοινωνίες προχωρούν όταν επιτρέπουμε στους ανθρώπους να ενηλικιώνονται και να αποκτούν τον απαραίτητο αυτοσεβασμό και την ανεξαρτησία που τους βοηθάει να βρουν το δρόμο τους και τον προορισμό τους στον κόσμο.

Ιωάννα Τ.(Lavart): Θα ήθελα να περάσουμε τώρα στο μυθιστόρημα που έχετε γράψει το 2011, θέλω να μου πείτε τι σας οδήγησε στο να γράψετε. 

Γιώργος Ανδρέου: Πριν από 6-7 μήνες, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με ποιήματα στην Μικρή Άρκτο, με τίτλο: Ο Απερίσκεπτος Πλοηγός. Είναι η πρώτη μου ποιητική συλλογή και το δεύτερο βιβλίο που εκδίδω. Όσο για το μυθιστόρημα, ήθελα να ασχοληθώ με μια πιο μεγάλη, πιο αναλυτική φόρμα αφήγησης από εκείνην του Τραγουδιού, που είναι μινιμαλιστική και συντομογραφική – πρέπει μέσα σε τρία λεπτά και με τρία τετράστιχα και μια μελωδία να τα πεις όλα, να συγκινήσεις, να σοκάρεις, να μιλήσεις σε βάθος. Το μυθιστόρημα μου έδωσε την ευχέρεια να αναπτύξω χαρακτήρες, σκέψεις, εικόνες – να ξεφύγω από το πολύ αυστηρό και “σφιχτό” πλαίσιο του Τραγουδιού. Και το ομολογώ πως η εμπειρία της γραφής του με αποζημίωσε.

 

Ιωάννα Τ.(Lavart): Σκέφτεστε να γράψετε κάποιο άλλο βιβλίο;

Γιώργος Ανδρέου: Ναι. Γράφω ήδη και ελπίζω πως μέσα στην επόμενη διετία θα εκδόσω το επόμενό μου μυθιστόρημα.

Ιωάννα Τ.(Lavart): Αυτή την εποχή ποιές είναι οι δημιουργικές δραστηριότητες σας; 

Γιώργος Ανδρέου: Συνεργάζομαι με την ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟ, την εκδοτική και δισκογραφική εταιρεία του σπουδαίου στιχουργού (μαζί γράψαμε την «Μικρή Πατρίδα») Παρασκευά Καρασούλου. Ασχολούμαι με νέα πρόσωπα του τραγουδιού, των οποίων επιμελούμαι ενορχηστρωτικά τους δίσκους. Κάποια από αυτά τα νέα ταλέντα είναι μαθητές μου στο “Μικρό Πολυτεχνείο” στην Αθήνα, ένα ίδρυμα ελεύθερων σεμιναριακών σπουδών όπου τα τελευταία 4 χρόνια δίνω σεμινάρια στιχουργικής και τραγουδοποιίας. Πέρυσι στο Φεστιβάλ Φιλίππων παρουσίασα ένα συμφωνικό έργο, βασισμένο στο Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄ του Γιώργου Σεφέρη, με ερμηνεύτρια την Κορίνα Λεγάκη. Τον χειμώνα μαζί με τον Θοδωρή Γκόνη παρουσιάσαμε την μουσική και θεατρική εργασία μας «Καρόλου Ντηλ και Τσιμισκή» με ερμηνεύτριες την Ελένη Τσαλιγοπούλου, την Ελένη Κοκκίδου, την Γιώτα Νέγκα, την Κορίνα Λεγάκη και την Μυρτώ Γκόνη. Βρίσκομαι σε φάση δημιουργίας κάποιων σύνθετων μουσικών έργων που περιέχουν τόσο το Τραγούδι όσο και την Ορχηστρική μουσική.

Ιωάννα Τ.(Lavart): Μιλήστε μου για την καλοκαιρινή σας περιοδεία αλλά και              τη συνεργασία σας με τον Γιώργο Καζαντζή. 

Γιώργος Ανδρέου: Περιοδεύω το καλοκαίρι με τον εξαίρετο συνάδελφο Γιώργο Καζαντζή. Παίζουμε με δύο πιάνα και έχουμε επιλέξει ως ερμηνεύτρια την Κορίνα Λεγάκη, μια εξαιρετική νέα τραγουδίστρια. Σε κάποιες από τις συναυλίες μας φιλοξενούμε δυο πολύ σημαντικούς ανθρώπους του τραγουδιού, αλλού τον Βασίλη Λέκκα κι αλλού τον Απόστολο Ρίζο. Θα παίξουμε και στη Θεσσαλονίκη, στην Μονή Λαζαριστών, στα μέσα του Ιουλίου. Ξεκινάμε από την Κρήτη, στο Aegean Art’s Festival στο Ηράκλειο. Θα παίξουμε σε πολλά μέρη της χώρας  – Κοζάνη, Καρδίτσα, Λήμνο, Ζάκυνθο, Βέροια, Αστυπάλαια και σ’ ένα σωρό άλλα ωραία μέρη. Είμαι πολύ χαρούμενος που μετά την συνεργασία μου με τον Νίκο Ξυδάκη, τώρα παίζω με το Γιώργο Καζαντζή. Ο διάλογος των συνθετών είναι στην ουσία είναι διάλογος δημιουργημάτων. Ο ευαίσθητος ακροατής θα δει και θα ακούσει στις συναυλίες μας την δημιουργική μας αγωνία αλλά και την ικανοποίηση από την διαμόρφωση ενός έργου ουσίας. Ο Καζαντζής και εγώ μετράμε 30 και πλέον χρόνια σε αυτή την πορεία. Έχουμε γράψει τραγούδια που αντέχουν και σταθερά τραγουδιούνται από τους Έλληνες ακροατές και συνεχίζουμε με την ίδια αγάπη και προσήλωση να λειτουργούμε στον χώρο του Ελληνικού Τραγουδιού και της Ελληνικής Μουσικής, υπηρετώντας με όλη μας την ψυχή τον Πολιτισμό μας και επιχειρώντας (στο μέτρο που μας αναλογεί) να ανανεώσουμε  και να επαναδιατυπώσουμε τα υπέροχα ερωτήματα που η Τέχνη που εξασκούμε γεννά και μας απευθύνει.

Συνέντευξη: Ιωάννα Τσολερίδου  (Lavart)

https://www.lavart.gr/o-giwrgos-andreou-kai-o-giwrgos-kazantzhs-sth-monh-lazaristwn/

 

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr