Ο θυμός και το μίσος είναι δύο από τους ακρογωνιαίους λίθους της αλληλεπίδρασής μας με τα social media και, κατά κάποιον τρόπο και έως έναν βαθμό, είμαστε εμείς που επιβάλλουμε αυτά τα συναισθήματα στον εαυτό μας.
Στην πιο καλοήθη μορφή τους, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμεύουν στο να κάνουμε check in με φίλους και συγγενείς, να κοιτάμε φωτογραφίες διάσημων και μη ανθρώπων και να ενημερωνόμαστε για τις εξελίξεις στον κόσμο. Αλλά για μερικούς από εμάς, παρά το ότι συνδεόμαστε στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης με αθώες προθέσεις, το να ξοδεύουμε χρόνο στο Instagram, στο Facebook ή στο Twitter μπορεί γρήγορα να μετατραπεί σε δυσαρέσκεια και, ενδεχομένως, σε κακή «ψηφιακή/διαδικτυακή συμπεριφορά».
Πριν από μερικά χρόνια αποφάσισα να σταματήσω να ακολουθώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όλους όσοι με «ενοχλούσαν»∙ φίλους, γνωστούς, bloggers, σελίδες με περιεχόμενο που δεν με αντιπροσώπευε. Και αυτό γιατί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν για μένα μια μορφή επικοινωνίας, ενημέρωσης και διασκέδασης.
Ωστόσο, ορισμένα άτομα όχι μόνο δεν αποφεύγουν την αλληλεπίδραση με τις «ανεπιθύμητες» πληροφορίες, αλλά, πολλές φορές, την επιδιώκουν. Ο Justin Bieber, οι Kardashians, η νέα σύντροφος του πρώην μας, ένας παλιός συμμαθητής που δεν συμπαθούσαμε και έχουμε χρόνια να μιλήσουμε μαζί του, πρόσωπα του πολιτικού χώρου με των οποίων τις απόψεις δεν συμφωνούμε. Τι κοινό έχουν όλοι αυτοί; Είναι τα είδη των ανθρώπων που μισούμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν πατάμε απαραιτήτως το “follow”, καθώς δεν θέλουμε να ενισχύσουμε το «εγώ» τους δίνοντάς τους έναν ακόμα ακόλουθο, ή σε ορισμένες περιπτώσεις γιατί δεν θέλουμε να δείξουμε ότι ενδιαφερόμαστε για το τι κάνουν. Κι όμως, εξακολουθούμε να σπαταλούμε χρόνο από την ημέρα μας για να ελέγξουμε τη δραστηριότητα στους λογαριασμούς τους, και συνεχίζουμε να το κάνουμε, παρόλο που γινόμαστε όλο και πιο νευρικοί καθώς περιηγούμαστε στο προφίλ τους.
Όταν ο θυμός μετατρέπεται σε μίσος
Οι Royzman, McCauley και Rozin (2005) περιέγραψαν το μίσος ως το πιο καταστροφικό συναισθηματικό φαινόμενο στην ιστορία της ανθρώπινης φύσης. Το μίσος έχει οριστεί στη βιβλιογραφία με διάφορους τρόπους∙ ως μια συναισθηματική στάση, ένα σύνδρομο, μια μορφή γενικευμένου θυμού, μια διάχυτη αρνητική αξιολόγηση/κρίση, ένα κίνητρο για υποτίμηση άλλων ή απλά ως ένα συναίσθημα.
Παρά αυτές τις διαφορετικές απόψεις, είναι αξιοσημείωτο ότι υπάρχουν λίγες θεωρίες για το μίσος, αν και η έννοια φαίνεται να συγκεντρώνει ολοένα και μεγαλύτερη προσοχή τα τελευταία χρόνια. Το γεγονός ότι το μίσος είναι ένα ανεκμετάλλευτο θέμα στην ψυχολογία μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Πρώτον, είναι ένα φαινόμενο που είναι πολύπλοκο και, έτσι, είναι δύσκολο να διερευνηθεί εμπειρικά με τις τυπικές ψυχολογικές μεθόδους. Επιπλέον, το μίσος δεν έχει συλληφθεί ποτέ ως τυπικό συναίσθημα και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην «κερδίσει» από την αυξανόμενη δημοτικότητα της ψυχολογικής μελέτης των συναισθημάτων τις τελευταίες δεκαετίες. Για παράδειγμα, στις περισσότερες εμπειρικές έρευνες που βασίζονται σε θεωρίες αξιολόγησης, μπορεί κανείς να βρει συναισθήματα όπως αντιπάθεια, θυμό ή περιφρόνηση, αλλά το μίσος λείπει συστηματικά.
Οι περισσότεροι ερευνητές που έχουν μελετήσει το μίσος συμφωνούν ότι είναι μια ισχυρή αρνητική συναισθηματική αντίδραση, αν και δεν το ορίζουν όλοι οι μελετητές ως συναίσθημα. Το μίσος θεωρείται ότι αναπτύσσεται όταν κάποιος κακομεταχειρίζεται ή εξευτελίζει κάποιο άλλο άτομο ή όταν οι σκόπιμες ενέργειές του γίνονται εμπόδιο στους στόχους του άλλου ατόμου. Το μίσος μοιράζεται, προφανώς, χαρακτηριστικά με πολλά άλλα αρνητικά συναισθήματα, ιδίως τον θυμό, την περιφρόνηση ή την απέχθεια.
Το ερώτημα λοιπόν είναι αν και πώς το μίσος διαφέρει από αυτά τα συναισθήματα. Μπορούμε θεωρητικά να διακρίνουμε αυτά τα συναισθήματα με βάση τα μοτίβα αξιολόγησης, τις τάσεις δράσης και τους κινητήριους στόχους. Το μίσος χαρακτηρίζεται από εκτιμήσεις που συνεπάγονται μια σταθερή αντίληψη ενός ατόμου ή μιας ομάδας για την ανικανότητα αλλαγής των εξαιρετικά αρνητικών χαρακτηριστικών που αποδίδονται στον στόχο του μίσους. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τίθεται το ζήτημα για το εάν το μίσος είναι ένα συναίσθημα, ένα κίνητρο, μια (συναισθηματική) στάση ή ένα σύνδρομο. Αυτή η συζήτηση βασίζεται στο γεγονός ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του μίσους είναι ότι διαρκεί περισσότερο από το γεγονός που το προκάλεσε. Δεδομένου του ότι το μίσος, σε αντίθεση με τον θυμό ή την οργή, συχνά δεν αποτελεί αντίδραση σε ένα συγκεκριμένο γεγονός, και δεν περιορίζεται σε ένα μικρό χρονικό διάστημα, τίθεται το ερώτημα εάν το μίσος είναι πραγματικά ένα συναίσθημα ή μάλλον μια συναισθηματική στάση.
Hate-Following
Το hate-following ορίζεται ως η απόφαση του ατόμου να ακολουθήσει κάποιον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρόλο που γνωρίζει ότι διαφωνεί με αυτά που υποστηρίζει. Υπάρχουν δύο εκδοχές αυτού του μίσους: η θετική και η αρνητική. Στη θετική εκδοχή του μίσους, οι άνθρωποι προσπαθούν να βρουν κάτι με το οποίο δεν αισθάνονται οικεία, να βγουν δηλαδή από το comfort zone τους «καταναλώνοντας» πληροφορίες με τις οποίες δεν συμφωνούν, με την πρόθεση να επεκτείνουν τη σκέψη τους. Δυστυχώς, υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτός ο τύπος προσέγγισης των πληροφοριών μάλλον ενισχύει τα αρνητικά συναισθήματα, παρά αποτελεί πρόκληση για την αναθεώρηση των ήδη υπαρχουσών απόψεων του ατόμου. Στην αρνητική εκδοχή του μίσους, οι άνθρωποι εμπλέκονται στην ανάγνωση ή παρακολούθηση πληροφοριών με τις οποίες δεν συμφωνούν καθαρά με σκοπό να αισθανθούν οργή∙ ένα συναίσθημα που μπορεί να ανεβάσει τα επίπεδα της αδρεναλίνης και να οδηγήσει σε έκκριση ενδορφινών.
Γιατί ξοδεύουμε τον πολύτιμο χρόνο μας να κοιτάμε εικόνες που δεν μας αρέσουν, να διαβάζουμε σχόλια σε άρθρα ειδήσεων που μας κάνουν να θυμώνουμε και να ακολουθούμε ανθρώπους που δεν συμπαθούμε;
Πλήξη
Μπορεί να μοιάζει παράδοξο, αλλά το να βλέπουμε πράγματα που ξέρουμε ότι θα μας κάνουν να ενοχληθούμε και, πιθανόν, να εκνευριστούμε είναι μια πολύ φυσιολογική μορφή αποτροπής της πλήξης. Οι περισσότεροι από εμάς ακολουθούμε ανθρώπους που δεν συμπαθούμε απλώς και μόνο για διασκέδαση. Μπορεί να αντιδρούμε αρνητικά, όταν κοιτάζουμε τις δημοσιεύσεις τους, αλλά συνεχίζουμε να επιστρέφουμε για περισσότερα. Παρόλο που έχουμε αυτήν την αρνητική συναισθηματική απόκριση, συνεχίζουμε να το κάνουμε, διότι η αίσθηση του θυμού μπορεί να μας υπενθυμίσει ότι είμαστε ζωντανοί. Και με το διαδίκτυο, ο θυμός είναι εύκολα προσβάσιμος. Μπορεί να μην είμαστε πάντα σε θέση να βρούμε κάτι που μας αρέσει, αλλά πάντα θα μπορούμε να βρούμε κάτι που μισούμε.
Στο γεγονός αυτό συντελεί και το ότι, σε αντίθεση με τις πραγματικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, ο τρόπος που ξοδεύουμε τον χρόνο μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ελεγχόμενος. Θα ήταν δύσκολο να διαχειριστούμε μια δυσάρεστη γνωριμία σε ένα πάρτι ή να απομακρυνθούμε από έναν ενοχλητικό συγγενή σε μια οικογενειακή συγκέντρωση. Στο διαδίκτυο, μπορούμε να αισθανθούμε ενοχλημένοι από τους ανθρώπους κατά βούληση και να τερματίσουμε οποιαδήποτε στιγμή την αλληλεπίδραση κλείνοντας την εφαρμογή.
Αποφόρτιση
Ίσως ο πιο σημαντικός λόγος που ακολουθούμε ανθρώπους που μας ενοχλούν είναι διότι το διαδίκτυο προσφέρει έναν ασφαλή χώρο για να διοχετεύσουμε και να επεξεργαστούμε τον θυμό μας σε πραγματικό χρόνο. Πολλοί από εμάς έχουμε συσσωρευμένο θυμό. Είμαστε θυμωμένοι με τις αδικίες στη ζωή μας, στις χώρες μας και στον κόσμο, με τους οικονομικούς μας περιορισμούς, τις προβληματικές σχέσεις μας, τις δύσκολες οικογένειές μας, τις απαιτητικές δουλειές μας. Είμαστε πολλές φορές θυμωμένοι με τη δική μας αδυναμία απέναντι στα προβλήματά μας.
Είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπίσουμε τις πραγματικές πηγές του θυμού μας, γιατί αφενός απαιτεί περισσότερη προσωπική προσπάθεια και, αφετέρου, συχνά, δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά για να διορθώσουμε τις προβληματικές καταστάσεις. Έτσι, η εκδήλωση οργής και μίσους προς άλλους ανθρώπους προσφέρει μια έτοιμη και εύκολη λύση στην διέξοδο των αρνητικών συναισθημάτων.
Κοινωνική σύγκριση
Η Θεωρία της Κοινωνικής Σύγκρισης του ψυχολόγου Leon Festinger υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι έχουν μια έμφυτη ανάγκη να συγκριθούν με εκείνους γύρω τους.
Όλοι προβαίνουμε σε συγκρίσεις στην καθημερινή μας ζωή. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθιστούν ακόμη πιο εύκολο να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με τους άλλους. Όταν αυτές οι συγκρίσεις καθοδηγούνται καλά από εμάς μπορούν πραγματικά να προσθέσουν στην ψυχαγωγική αξία του μίσους. Ενδιαφερόμαστε πολύ για ανθρώπους που είναι επιτυχημένοι, γιατί είμαστε περίεργοι για το πώς και το γιατί και αποκτούμε ένα παράθυρο που μας δίνει πρόσβαση στον δικό τους κόσμο.
Μας αρέσει, όμως, να ακολουθούμε και άτομα που δεν συμπαθούμε, γιατί μας κάνει να νιώθουμε ανώτεροι. Μπορούμε να αισθανθούμε καλύτερα για τον εαυτό μας κρίνοντας τους άλλους και παροδικά καθησυχάζουμε τον εαυτό μας παρακολουθώντας ανθρώπους που είναι σε χειρότερη κατάσταση από εμάς.
Ίσως το σημαντικότερο πλεονέκτημα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι ο τρόπος που μας επιτρέπει να αλληλεπιδρούμε με τα άτομα που μας ενδιαφέρουν, ακόμα κι αν είναι μακριά από εμάς. Παρ΄ όλα αυτά, εξακολουθούμε να επιλέγουμε να ακολουθούμε πρόσωπα και ειδήσεις που μας προκαλούν δυσάρεστα συναισθήματα. Οι λόγοι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ποικίλλουν. Ίσως επειδή για κάποιους είναι ευκολότερο να οριστούν από αυτό που δεν είναι, παρά από το ποιοι πραγματικά είναι∙ ίσως το κάνουν επειδή πυροδοτεί τα κέντρα ντοπαμίνης στον εγκέφαλό τους∙ ή επειδή μπορούν να ασκήσουν κριτική, χωρίς να υφίστανται τις κοινωνικές συνέπειες και χωρίς να χρειάζεται να εμπλακούν σε έναν υγιές διάλογο∙ πιθανόν, πάλι, η αίσθηση του θυμού και του μίσους να προσφέρει ένα μεθυστικό μείγμα φυλετισμού, κουτσομπολιού, αυτοδικίας και οργής.
Η κοινωνική παρακολούθηση ή όπως αλλιώς θέλετε να το ονομάσετε, είναι φυσιολογικό φαινόμενο. Ωστόσο, όταν η εμμονή με τις απόψεις ή τη ζωή κάποιου άλλου γίνεται εμπόδιο στο να αισθάνεστε ικανοποιημένοι με τη δική σας ζωή, ίσως είναι καιρός να επανεξετάσετε το πώς και το γιατί αφιερώνετε τον χρόνο σας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με αυτόν τον τρόπο.
Βλέπε επίσης:
Κείμενο: Αθηνά Δανιηλίδου (Lavart)