Ανατρεπτικός, ευφραδής και πολυπράγμων, είναι ένας από τους πιο δραστήριους σκηνοθέτες στην Ελλάδα , με πάνω από 100 παραστάσεις στο ενεργητικό του. Ο Γιάννης Κακλέας ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του θερινού θεάτρου Λαμπέτη, και κάνει την δική του πρόταση, επιλέγοντας να ανεβάσει την “Μικρή μας πόλη” του Θόρντον Ουάιλντερ. Στην συνέντευξη που ακολουθεί, μίλησε στη Lavart για την παράσταση, για την θεατρική ζωή της θερινής Αθήνας, για τους συνεργάτες του, αλλά και για την συχνή εμφάνιση καλλιτεχνών στη πολιτική σκηνή.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Η “Μικρή μας πόλη” του Θόρντον Ουάιλντερ, είναι ένα πολυπαιγμένο έργο. Τι είναι αυτό που σας συγκινεί σε αυτό και αποτελεί το λόγο για τον οποίο το επιλέξατε;
Γιάννης Κακλέας – Η μικρή μας πόλη είναι ένα κομψοτέχνημα, ένα αριστουργηματικό έργο το οποίο αγαπήθηκε πάρα πολύ. Γράφτηκε το 1938, αλλά αφορά όλες τις εποχές, όπως και όλα τα σπουδαία κείμενα. Ο λόγος που το επέλεξα, είναι ότι ο ποιητικός λόγος του Ουάιλντερ, με αφορά στη δεδομένη στιγμή της ζωής μου. Είμαι ένας βιωματικός σκηνοθέτης, ανεβάζω έργα όταν με απασχολούν κάποια θέματα. Ήθελα να ανεβάσω ένα έργο που, ποιητικά φιλοσοφικά και θεατρικά, να κάνει ένα κύκλο ζωής και να επικεντρώνεται σε κάτι συγκεκριμένο, στην αξία της μικρής στιγμής, της μικρής χειρονομίας, που δίνει μια πολυτιμότητα στη ζωή, και όχι στα μεγάλα και βαρύγδουπα που πιστεύουν οι άνθρωποι ότι τους απασχολούν. Είναι ένα έργο που έχουμε ανάγκη στη περίοδο αγριάδας που διανύουμε, ώστε να γυρίσουμε πίσω σε μια ησυχία και σε μια ενδοσκόπηση για το πώς κυλά η ζωή μας. Η επιλογή, λοιπόν, έγινε για δικούς μου λόγους, που πιστεύω, όμως, ότι αφορούν πολλούς ανθρώπους. Και εγώ, δεν αποτελώ μια νησίδα κάπου, αλλά είμαι μέρος ενός συνόλου. Σε μια σύγχρονη κοινωνία το να κάνουμε μια στάση περισυλλογής είναι μια πολύτιμη διαδικασία, όπως είναι η διαδικασία της ενδοσκόπησης.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Αναφέρεστε στο αξιακό το οποίο πρεσβεύει και προωθεί το έργο. Συμφωνούν αυτά και με το δικό σας αξιακό σύστημα;
Γιάννης Κακλέας – Βεβαίως συμφωνούν. Ο Ουάιλντερ έγραψε το έργο σε μια εποχή, 10 χρόνια μετά το αμερικάνικο κραχ, που ακόμη η κοινωνία δεν είχε συνέλθει και προχωρούσε με το φόβο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Σε μια εποχή που αναζητούσε βαθιά τις αξίες, οι οποίες έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη ψυχή. Αυτό σήμερα, σε μια κοινωνία που έχει την τάση να ξοδεύεται στο ασήμαντο και στο ευτελές, που πιστεύει ότι όσα πιο πολλά καταναλώνουμε τόσο σημαντικοί είμαστε, γυρίζει πίσω, πατά ένα φρένο και λέει: ας αναλογιστούμε ποιες είναι οι αξίες μας. Δεν είναι, πάντως, αυτά που πιστεύετε, δεν είναι η υλική υπόσταση των πραγμάτων. Το έργο έχει να κάνει με ένα εσωτερικό κοίταγμα και με ένα κοίταγμα του άλλου, γιατί ο Ουάιλντερ δίνει μεγάλη βάση σε αυτό που ονομάζουμε κοινοτισμό. Για αυτό και ονομάζει το έργο «Η πόλη μας». Θέλει να δημιουργήσει ένα σύμπαν αλληλοϋποστήριξης, αλληλεγγύης και αγάπης, ονειρεύεται μια τέτοια πόλη και την τροφοδοτεί με μικρές αξίες που αποτελούν ένα μικρό θησαυρό.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Θα μπορούσε να υπάρχει αυτό ή είναι απλά ουτοπικό;
Γιάννης Κακλέας – Είναι ζητούμενο. Και το ζητούμενο κατακτάται με βαθμούς. Ο Ουάιλντερ, όπως και όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, απευθύνονται στον καθένα μας προσωπικά. Όταν ένας άνθρωπος και ένας θεατής, αντιληφθεί την ματαιότητα όλου αυτού του τρεξίματος και της επιφανειακής ζωής, αυτό είναι ένα μεγάλο κέρδος για το θέατρο και την κοινωνία. Άρα αυτό θα συμβεί, αν αποφασίσουμε ότι θέλουμε να συμβεί.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Στην παράσταση συνεργάζεστε με απόφοιτους και μαθητές της δραματικής σχολής ΙΑΣΜΟΣ. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και πώς λειτούργησε σε συνδυασμό με τον υπόλοιπο θίασο;
Γιάννης Κακλέας – Η παράσταση δουλεύτηκε με έναν πυρήνα ηθοποιών, που έχουν δουλέψει και στο παρελθόν μαζί μου, στον Τεχνοχώρο, στο Εθνικό Θέατρο και αλλού, και δημιουργήθηκε ένας επαγγελματικός πυρήνας των ρόλων με ένα συνδετικό κρίκο, τον Χρήστο Φερεντίνο. Η πρόταση που μου έγινε, και δέχτηκα με μεγάλη χαρά, ήταν αν μπορεί να μπολιαστεί η παράσταση με απόφοιτους ή τελειόφοιτους της δραματικής σχολής ΙΑΣΜΟΣ, με την προοπτική το θερινό θέατρο Λαμπέτη να είναι και ένας χώρος όπου οι απόφοιτοι της σχολής θα μπορούν έμπρακτα να ασκούνται πάνω στην τέχνη τους. Επειδή αυτό το έχω ζήσει σαν μαθητής του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα πολύτιμο για ένα νέο μαθητή να συγχρωτίζεται με επαγγελματίες ηθοποιούς και με έναν σκηνοθέτη που δεν θα τους αντιμετωπίζει σαν μαθητές αλλά σαν επαγγελματίες συνεργάτες του. Έγινε βεβαίως και μια επιλογή, έγινε μια οντισιόν και από όλα αυτά τα παιδιά επιλέχτηκαν 9 και παίρνουν μέρος στην παράσταση. Το αποτέλεσμα ήταν πάρα πολύ χρήσιμο για όλους μας. Από την δική μου πλευρά, άντλησα την φρεσκάδα και τον τρόπο, με τον οποίο σκέπτονται οι νέοι άνθρωποι πάνω σε ένα έργο, που ήθελε μια ανανέωση, και εκείνοι ήρθαν σε ουσιαστική επαφή με όλο το επαγγελματικό βάθος, που έχει η έρευνα, σε ένα έργο ποιητικό. Είναι άξια παιδιά και πιστεύω θα κάνουν και καριέρα στο μέλλον.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Στην επαφή σας με νέους ανθρώπους, συζητώντας μαζί τους και παρακολουθώντας τους, βλέπετε ιδέες και οράματα, που αν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν, θα βοηθούσαν την κοινωνία να εξελιχθεί προς το καλύτερο; Η νέα γενιά έχει διάθεση για αλλαγή;
Γιάννης Κακλέας – Επιτρέψτε μου να κρίνω με βάση τους ανθρώπους με τους οποίους συγχρωτίζομαι στο θέατρο, γιατί αλλιώς θα απαντήσω κοινωνιολογικά και δεν το θέλω. Θέλω να απαντάω πάντα σαν καλλιτέχνης. Θα μιλήσω για τους ανθρώπους με τους οποίους δουλεύω, οι οποίοι παρουσιάζουν και τον πραγματικό τους εαυτό, τις πραγματικές τους ανησυχίες, τους φόβους. Η νέα γενιά νιώθω ότι έχει ένα τρόμο, πώς θα ενσωματωθεί σε κάτι που δεν της δίνει τα εχέγγυα, νιώθει ότι βρίσκεται σε κινούμενη άμμο. Δεν μπορεί να αντιληφθεί εύκολα που βρίσκονται οι αξίες, όταν όροι σαν το sold out ή η γρήγορη επιτυχία, μπαίνει στο ρεπερτόριο της και αποπροσανατολίζεται. Στην θεατρική τέχνη, όμως, όσες φορές επικεντρώνεται, φανερώνει ένα βάθος ψυχής. Υπάρχει υπέδαφος, υπάρχει διάθεση, όχι τόσο να αλλάξουν, όσο να προσφέρουν στην τέχνη τους. Υπάρχουν ευγενικές ψυχές που δουλεύω μαζί τους και τους εκτιμώ, υπάρχουν άλλες που δουλεύουνε για να ικανοποιήσουν την ματαιοδοξία τους, και υπάρχουν και ψυχές οι οποίες δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί στον ορίζοντα, γιατί φοβούνται να εμφανιστούν.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Είστε πολυπράγμων. Έχετε ένα μεγάλο αριθμό παραστάσεων στο ενεργητικό σας και, μάλιστα, ετερόκλητο, όσο αφορά το είδος τους. Οι πυρετώδεις ρυθμοί δουλειάς τι προσφέρουν και τι στερούν από τον Γιάννη Κακλέα;
Γιάννης Κακλέας – Όσο αφορά το ετερόκλητο, κάνω όσα πρέπει να κάνει κάθε σκηνοθέτης. Οι σπουδές της σκηνοθεσίας μου έχουν δώσει έναν εγγλέζικο τρόπο σκέψης. Όταν έβλεπα παραστάσεις από πολύ σπουδαίους σκηνοθέτες, όπως ο Trevor Nunn, έβλεπα ότι το ένα τρίμηνο σκηνοθετούσε τις Γάτες και το άλλο τρίμηνο σκηνοθετούσε σε ένα υπόγειο το Μακμπέθ με τον Ian McKellen. Αυτό με είχε γοητεύσει πολύ. Όταν άρχισα να δουλεύω, λοιπόν, σαν σκηνοθέτης, άρχισαν να με ενδιαφέρουν όλα τα είδη του θεάτρου. Και το μιούζικαλ, και ο Μπέκετ, και ο Ιονέσκο, και ο Ψαθάς, και ο Καμπανέλλης. Όλα αυτά τα κείμενα με γοητεύουν και με ξανανιώνουν, γιατί πρέπει να βρω έναν εαυτό, που να μπορεί να υπάρχει μέσα σε αυτά, όπως υπάρχουμε όλοι μέσα σε πολλές αγάπες που έχουμε. Γιατί πρέπει να έχουμε πολλές, αλλιώς θα ήμαστε έμμονοι. Αυτό προϋποθέτει πολύ χρόνο, δεν κρύβω ότι είμαι εργασιομανής, μου αρέσει η πρόβα και ξεχνιέμαι σε αυτή. Μπορεί να κάνω και 20 ώρες πρόβα και να μην το καταλάβω. Αγαπάω το θέατρο, τους ηθοποιούς και αγαπάω να προβληματίζομαι πάνω σε όλα αυτά τα μεγάλα ερωτήματα, που δίνουν αυτά τα κείμενα. Αξίζει αυτός ο χρόνος, γιατί δεν είναι χαμένος.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Αυτό από μόνο του δημιουργεί έμπνευση;
Γιάννης Κακλέας – Βεβαίως. Αυτό παλιότερα το έλεγε και ο Κουν, ότι ο Μπέκετ του έμαθε πώς να σκηνοθετεί Αριστοφάνη, και ο Αριστοφάνης πώς να σκηνοθετεί Ιονέσκο. Όλα αυτά είναι συγκοινωνούντα δοχεία, γιατί το θέατρο είναι ένα, μιλά για ανθρώπους, ψυχές και πάθη.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Υπάρχει κάτι το οποίο θα θέλατε να ασχοληθείτε και δεν το έχετε αγγίξει ακόμη;
Γιάννης Κακλέας – Θα έρθει κάποια στιγμή η ώρα, που θα νιώσω ώριμος να σκηνοθετήσω τραγωδία. Το αναπτύσσω μέσα μου, και ψάχνω ποια έννοια χορού θα με εκφράσει. Αυτό το είδος δεν το αγγίζω εύκολα, γιατί είναι κάτι τελειωμένο, με την έννοια του τετελεσμένου ύφους, που θέλει πολύ μεγάλη προσοχή. Απορώ πως κάποιοι σκηνοθέτες, με μεγάλη ευκολία, ανεβάζουν κάποια κείμενα, που νομίζω τους καταπίνουν τις περισσότερες φορές. Όταν θα έρθει η ώρα θέλω να έχω τον χρόνο, την εργαστηριακή δυνατότητα, για να ψάξουμε κείμενα και να ανεβάσουμε κάποια στιγμή μια τραγωδία. Είναι πάντως ένα από τα επόμενα σχέδια που θα ήθελα να πραγματοποιήσω.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Με αφορμή την αρχαία τραγωδία και την σημερινή κοινωνία, θα μπορούσε να υπάρχει μια σύγχρονη ελληνική τραγωδία; Πώς η σημερινή κοινωνία θα μπορούσε να αποτυπωθεί θεατρικά;
Γιάννης Κακλέας – Όχι με την μορφή της τραγωδίας, γιατί η τραγωδία είναι ένα πολιτιστικό προϊόν μιας πολύ συγκεκριμένης εποχής. Για αυτό και, τώρα, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με τον χορό. Όταν υπάρχει, πολλές φορές οι θεατές κοιτούν τα αστέρια και οι σκηνοθέτες ψάχνουν να βρουν πώς να κρατηθεί το ενδιαφέρον. Για την σημερινή κοινωνία θα έρθει η ώρα, και θα έρθουν και τα μυαλά, που θα την αποτυπώσουν με τον ισχυρότερο τρόπο. Υπάρχει κάτι που νιώθω σε κείμενα νέων παιδιών, που βράζουν για να αποτυπώσουν την σημερινή θερμοκρασία της εποχής μας, όπως την εξέφραζε ο Κεχαϊδης, ο Καμπανέλλης, η Αναγνωστάκη, η προηγούμενη, δηλαδή, γενιά συγγραφέων. Είμαστε σε αναμονή.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Υπάρχει κάποιος σύγχρονος συγγραφέας, ο οποίος θα σας ενδιέφερε να δουλέψετε πάνω σε κάτι δικό του;
Γιάννης Κακλέας – Ένας συγγραφέας, που αγγίζει εμάς τους θεατρικούς, είναι ο Δημήτρης Δημητριάδης. Είναι ένας συγγραφέας που βλέπει την πραγματικότητα σε βάθος και μπορεί, με μια διάθεση αιχμηρή, να αποτυπώσει με καινούργιες νόρμες αυτό που βιώνουμε σήμερα. Είναι ένας συγγραφέας του τώρα. Από εκεί και πέρα, και στο παγκόσμιο θέατρο υπάρχουν συγγραφείς, αλλά χρειάζεται χρόνος όλα αυτά να εκκολαφθούν. Το θέατρο είναι μια τέχνη που χρειάζεται χαρακτήρα, αρχέτυπα και συγκρούσεις. Όλο αυτό, για να αποτυπωθεί σε μια θεατρική φόρμα, θέλει μια καινούργια γνώση για το πώς θα διαμορφωθεί το νέο θέατρο. Είμαι αισιόδοξος ότι θα εμφανιστούν σύντομα πολύ δυνατά θεατρικά κείμενα.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Όσο αφορά την καλλιτεχνική διεύθυνση του θερινού θεάτρου Λαμπέτη, την οποία αναλάβατε, ποιες είναι οι επιδιώξεις σας και τι αλλαγές σκοπεύετε να φέρετε;
Γιάννης Κακλέας – Είναι γεγονός πως στη θερινή Αθηνά, μέχρι τώρα, τα θεάματα θα πρέπει να είναι εύπεπτα, μουσικά, πολύχρωμα, να ταυτίζονται με μια διάθεση ευτελούς διασκέδασης. Λες και το καλοκαίρι να σταματά ο εγκέφαλος να σκέφτεται και να ξανασκέφτεται από Σεπτέμβριο. Κάνουμε μια πρόταση στο θέατρο Λαμπέτη ,την «Μικρή μας πόλη», ένα έργο ρεπερτορίου πέρα από κάθε εποχή, προσπαθώντας να σπάσει το κλισέ ότι έργα που έχουν συγκίνηση και μπαίνουν βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή, δεν ανεβαίνουν το καλοκαίρι. Λες και το καλοκαίρι δεν θέλει ο άνθρωπος να δει ένα αφιέρωμα στον Ταρκόφσκι, να ακούσει ένα μουσικό κουαρτέτο. Αυτό δεν μπορώ να το δεχτώ και αυτή είναι η πρόταση που κάνει η παράσταση έχοντας εμένα ως καλλιτεχνικό διευθυντή. Θα μπορούσα να ανεβάσω μια κωμωδιούλα γαλλική, για να περάσουμε καλά το καλοκαίρι μας, αλλά αυτό το αρνούμαι.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Για αυτό πιστεύετε ότι ευθύνεται το κοινό ή η αντίληψή μας για το κοινό;
Γιάννης Κακλέας – Σε αυτό πιστεύω φταίνε οι παραγωγοί, οι οποίοι πιστεύουν ότι μόνο έτσι μπορούν να προσελκύσουν τον κόσμο. Δεν σκέφτονται ότι η ποιότητα και η ουσία των πραγμάτων μπορεί να προσελκύσει τους θεατρόφιλους. Αυτή είναι μια μάχη που δίνω και εγώ. Φυσικά όχι με την συγκεκριμένη παραγωγή που δουλεύω τώρα, γιατί με εμπιστεύτηκε να ανεβάσω αυτό το έργο, και για αυτό είμαι ευγνώμων, αλλά είναι το πρώτο δείγμα, εδώ και πολλά χρόνια, σε θερινό θέατρο της Αθήνας, που ανεβαίνει έργο ρεπερτορίου. Και πιστεύω ότι μπορεί να αποτελέσει και μια αφετηρία για να ανέβει στη συνέχεια ένα έργο του Μίλερ ή του Τένεσι Ουίλιαμς. Δεν καταλαβαίνω γιατί το καλοκαίρι οι άνθρωποι πρέπει να σταματήσουν να αισθάνονται, να σκέφτονται και να συγκινούνται.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Και η προσέλευση του κοινού, όμως, ποια θα μπορούσε να είναι σε τέτοια ανεβάσματα;
Γιάννης Κακλέας – Το κοινό το εκπαιδεύεις. Όταν, παλαιότερα, το θερινό θέατρο είχε παραστάσεις όλων των ειδών, όπως τα θερινά της λεωφόρου Αλεξάνδρας , τότε ο κόσμος δεν πήγαινε να δει ανοησίες. Πήγαιναν να δουν θεάματα με ουσία. Κάποια στιγμή αυτό σταμάτησε και, κατά την γνώμη μου, πρέπει να ξαναρχίσει. Πάνω σε αυτό τον καμβά θα κινηθεί το θερινό θέατρο Λαμπέτη. Με παραστάσεις που έχουν χιούμορ, που θα μπορούσαν να ανέβουν κάθε εποχή, και όχι εύκολες συνταγές για να γεμίσουν τα ταμεία του θεάτρου, γιατί αυτό είναι το εμπορικό θέατρο. Ένα ευτελές θέαμα που θα ξεγελάσει το κοινό να έρθει, αλλά, στο τέλος, όχι μόνο ο θεατής δεν θα αποκομίσει κάτι από αυτό που είδε, αλλά θα του έχει αφαιρεθεί και μια ποσότητα φαιάς ουσίας που ήδη προϋπήρχε.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Σε τι επίπεδο πιστεύεται ότι βρίσκεται η θεατρική κριτική αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα;
Γιάννης Κακλέας – Η σχέση της κριτικής και του καλλιτέχνη είναι μια σχέση αγάπης-μίσους. Όταν υπήρχαν σπουδαίοι κριτικοί τους πολεμούσαμε, και θεωρούσαμε, ότι καλύτερα να μην υπάρχουν αυτοί που, πολλές φορές, γράφουν τόσο απορριπτικά. Τώρα που έχουν εκλείψει, τους θέλουμε. Η κριτική, στη φάση που βιώνουμε τώρα, θα έλεγα ότι δεν έχει εμφανιστεί, πέρα από 1-2 εξαιρέσεις, με άτομα που έχουν κύρος ώστε να διαπραγματευτούν μια παράσταση και να δώσουνε στοιχεία σε έναν θίασο, που να είναι εποικοδομητικά. Είναι περισσότερο παρουσιάσεις παρά κριτικές και εντάσσονται, κυρίως, στην έννοια των δημοσίων σχέσεων . Η κριτική είναι μια πολύ συγκεκριμένη τέχνη που για να ασκηθεί χρειάζεται πολλή γνώση, απόσταση, αντικειμενικότητα και μια διάθεση να ανακαλύψει το καινούργιο και να βοηθήσει το θέατρο προς μια κατεύθυνση της βαθιάς έρευνας και της πραγμάτωσης αυτής της έρευνας. Για να συμβεί αυτό, ο κριτικός πρέπει να είναι μια προσωπικότητα. Υπάρχουν πολλά παιδιά από τις θεατρολογικές σχολές, τα οποία ασκούν κριτική, αλλά δεν έχει εμφανιστεί ακόμη μια ομάδα, ένα σύνολο εκφρασμένης κριτικής σκέψης, για να μπορεί να καθιερωθεί ως το νέο αίμα της κριτικής. Αυτό μας λείπει.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Χρειάζεται ένας εποικοδομητικός διάλογος, λοιπόν, μεταξύ κριτικού και καλλιτέχνη, για να μπορέσει το θέατρο να πάει παραπέρα.
Γιάννης Κακλέας – Στην πορεία που εγώ έχω βιώσει οι κριτικοί δεν ωφέλησαν τόσο σε αυτό που ονομάζουμε παραστασιακό ύφος, αλλά επηρέασαν σημαντικά στην ανάδειξη των κειμένων. Ένας κριτικός, ακόμη και σε μια κακή παράσταση ενός νεοελληνικού κειμένου ενός σύγχρονου συγγραφέα, μπορεί να ανιχνεύσει, σαν σε ορυχείο, την πολυτιμότητα ενός κειμένου. Και τον Κεχαϊδη, τον Διαλεγμένο, την Αναγνωστάκη, όλους αυτούς τους συγγραφείς, τους ανάδειξε η θεατρική κριτική. Αυτός είναι και ο πιο σημαντικός λόγος να υπάρχει κριτική, για να εμφανίσει αυτές τις συγγραφικές τάσεις.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Η μικρή μας Πόλη στηρίζεται στο μεταφυσικό στοιχείο. Η πρωταγωνίστρια του έργου επιστρέφει στη ζωή, για να δει πώς αυτή συνεχίζεται χωρίς αυτήν, και για να συναντήσει τα αγαπημένα της πρόσωπα. Εάν μπορούσε να κάνει το ίδιο και ο συγγραφέας του έργου, Θόρντον Ουάιλντερ, και ερχόταν να δει την παράστασή σας, τι πιστεύετε θα σας έλεγε και τι θα του λέγατε εσείς;
Γιάννης Κακλέας – Σε μια από τις κουβέντες που κάναμε με τα παιδιά του θιάσου, συμφωνήσαμε ότι την παράσταση την ανεβάζουμε για τον Θόρντον Ουάιλντερ. Για αυτή την ψυχή, που κάπου υπάρχει γύρω μας ,και την τιμούμε. Είναι σημαντικό να τιμάμε τους ποιητές και τους ανθρώπους, που μας δίνουνε την δυνατότητα με την τέχνη τους, να αναλογιζόμαστε και να πειραματιζόμαστε σε θέματα που είναι ιδιαιτέρως προσωπικά. Θα ήθελα να τον αγκαλιάσω και να του πω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ για τον τρόπο που κατάφερε να δει την πραγματικότητα και να μας μιλήσει με τόσο ευαίσθητο τρόπο για θέματα, που μπορεί να είναι επώδυνα, αλλά όπως κάθε ποιητής, ξέρει να τα σκαλίζει και να μας τα μεταφέρει με ένα γοητευτικό τρόπο. Πιστεύω θα του άρεσε η παράσταση που έκανα, γιατί δεν προδόθηκε ούτε το ήθος του ούτε το ήθος της παράστασης.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Έχετε σταθερές συνεργασίες με καλλιτέχνες και, μάλιστα, έχετε και εσείς ο ίδιος σπουδές υποκριτικής. Με την πάροδο των χρόνων τι είναι αυτό που βοηθά να ανιχνεύσετε στους νέους καλλιτέχνες τις δυνατότητες τους και τι είναι αυτό που θα οδηγήσει μια σχέση από επαγγελματική σε φιλική;
Γιάννης Κακλέας – Η δική μου συνεισφορά στη σχέση σκηνοθέτη-ηθοποιού έχει να κάνει με την ανάδειξη της προσωπικότητας του άλλου. Εμένα με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που έχουν την τόλμη να έχουν μια προσωπική ματιά και τα παιδιά που έχουν μια ευαισθησία καθαρά δική τους. Όταν βλέπω έναν ηθοποιό που έχει έναν δικό του κόσμο, αυτό με ελκύει σαν μαγνήτης και θα ήθελα να συνεργάζομαι μαζί του. Να διαμορφώσουμε μια κοινή γλώσσα, για να μπορέσουμε να παίξουμε με κείμενα που δεν χρειάζονται πολλές κουβέντες, αλλά που καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο. Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, είναι ένας πολύτιμος συνεργάτης, που αγαπά τόσο πολύ το θέατρο, και έχει μια απλότητα στο πώς αντιμετωπίζει τα πράγματα, που με ξεκουράζει όταν εγώ χάνομαι σε λαβυρίνθους σκέψης. Ο Άρης ο Σερβετάλης, με την σωματικότητα του και με την καθαρότητα σκέψης που διαθέτει, με οδηγεί σε ευρήματα που είναι αποκαλυπτικά σε σχέση με το κείμενο. Αυτοί οι συνεργάτες, όπως και πολλοί άλλοι, αποτελούν μια ευρεία οικογένεια για μένα. Είναι το υλικό μου, είναι άνθρωποι με τους οποίους εκφράζω αυτό που νιώθω, και για αυτό συνεργάζομαι μαζί τους. Εκφράζουν με ένα πιο εύγλωττο τρόπο την εσωτερική μου σκέψη. Στους νέους, προϋπόθεση είναι η ευαισθησία σε σχέση με το θέατρο, καθώς και το ήθος. Μια ζωή, το μόνο που στα αλήθεια ξέρω να δημιουργώ πολύ καλά, είναι η έννοια της ομάδας. Μια συλλογική διαδικασία που όλοι συνεισφέρουμε, με την προσοχή στον άλλο και όχι στον εαυτό μας. Όταν ένας ηθοποιός δεχτεί να μπει μέσα στην ομάδα, να εξομολογηθεί προσωπικά θέματα και να εμφανίσει τις τεχνικές του, αυτός είναι ένας ιδανικός ηθοποιός για μένα.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Καθώς απομακρυνόμαστε όλο και πιο πολύ από την αυθεντία του συγγραφέα, κατά την γνώμη σας, μέχρι ποιο σημείο μπορείς να πειραματιστείς και να αποστάξεις κάτι νέο από κλασικά κείμενα;
Γιάννης Κακλέας – Ένας από τους προφήτες του θεάτρου, που έχει επηρεάσει τη σκέψη μου, και αποτελεί ένα φάρο για το πώς αντιμετωπίζω πολλές φορές τα κείμενα, είναι ο Αντονέλ Αρτώ. Ξανακοίταξε το κλασικό κείμενο με μια προσωπική ματιά και το ενδυνάμωσε με το σώμα, το φως ,τον ήχο, έτσι ώστε και αυτά να αποτελούν μέρος της παράστασης. Έχει πει την εξής φράση, που με επηρέασε στον τρόπο που τα αντιμετωπίζω και εγώ :«Εγώ δεν σέβομαι τα κείμενα, τα αγαπώ». Για τα κείμενα υπάρχει η αντικειμενική παρουσία τους, είναι τυπωμένα και όποιος θέλει μπορεί να τα διαβάσει. Η παράσταση, όμως, μπορεί να αποτελέσει ένα νέο κείμενο. Αν ο συγγραφέας ζούσε λίγους αιώνες μετά, είμαι σίγουρος, ότι και ο ίδιος θα επενέβαινε στα κείμενα του. Έχω ήσυχη συνείδηση, εφόσον δεν προδίδω το πνεύμα του συγγραφέα. Υπάρχουν πολλές θεατρικές συμβάσεις, οι οποίες δεν ισχύουν σήμερα, μπορείς να επέμβεις, να μειώσεις κάποια κενά και να εμπλουτίσεις άλλα σημεία του έργου. Σκοπός είναι να κάνουμε μια θεατρολογική, δραματουργική, κοινωνιολογική επεξεργασία του κειμένου χωρίς να τα προδίδουμε.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Σίγουρα η τέχνη έχει από μόνη της κάτι το πολιτικό, αλλά παρατηρούμε ότι όλο και περισσότερο άνθρωποι της τέχνης εμπλέκονται με την πολιτική. Θεωρείτε ότι μπορούν να προσφέρουν κάτι και σε αυτό τον τομέα;
Γιάννης Κακλέας – Εξαρτάται σε ποια επίπεδα εμπλοκής μιλάμε. Για την αυτοδιοίκηση μπορώ να το καταλάβω, γιατί ένας καλλιτέχνης σε ένα δημοτικό συμβούλιο μπορεί να επηρεάσει να αναπτυχθούν κάποιες πολιτιστικές δομές στη γειτονιά, και να γίνει ένας καλλιτεχνικός υπεύθυνος προσέλκυσης κάποιων θιάσων και μουσικών σχημάτων. Τώρα στην μεγάλη πολιτική σκηνή, πιστεύω πρέπει να έχεις χάσει το μυαλό σου για να πας να δηλώσεις βουλευτής. Είμαι λίγο αυστηρός, αλλά θεωρώ ότι κάποιος έχει έντονο βαθμό ανοησίας για να το κάνει, γιατί χάνει όλη την ελευθερία που θα είχε μακριά από την πολιτική, να ασκεί την τέχνη του. Εμείς δεν έχουμε να κάνουμε με την τέχνη του εφικτού, αλλά με ουτοπίες, όνειρα, με μεταφυσική εμπειρία. Τι σχέση έχει αυτό με την πολιτική σκηνή; Είναι κακός δαίμονας να σου κολλήσει αυτό το μικρόβιο, και αυτό το πιστεύω παρόλο που είμαι ένας έντονα πολιτικοποιημένος άνθρωπος. Θεωρώ ότι όσοι ασχολούνται έμπρακτα με την πολιτική χάνουν την ψυχή τους και δεν είναι πια καλλιτέχνες. Όταν πιστεύεις ότι η τέχνη σου έχει την δύναμη να αλλάξει τον κόσμο και να επηρεάσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, γιατί να αφήσεις αυτό το λειτούργημα για να ασχοληθείς με θέματα που δεν ξέρεις πώς να τα διαχειριστείς, και κάποιοι άλλοι είναι καλύτεροι σε αυτό;
Συνέντευξη: Μαρία Καστανάρα (Lavart)
«Η Μικρή μας Πόλη» του Γιάννη Κακλέα στο Θερινό Θέατρο Λαμπέτη