Περιμένοντας τους βαρβάρους
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.Κωνσταντίνος Καβάφης
[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο παραπάνω ποίημα είναι ασφαλώς γνωστό στους περισσότερους αναγνώστες – άλλωστε ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής είναι γνωστός, μεταξύ των άλλων, για τα εξαίρετα ψευδο – ιστορικά του ποιήματα. Αυτό που ωστόσο λίγοι συνειδητοποιούν είναι η τρομαχτική σχέση του περιεχομένου του ποιήματος αυτού με τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Η έλλειψη προσδιορισμού του τόπου όπου διαδραματίζεται η πλοκή κάνει πολύ εύκολη την ταύτιση με την πατρίδα του κάθε αναγνώστη, με την προϋπόθεση ότι αυτή είναι διαβρωμένη από την πολυτέλεια, την ανία και την παρακμή. Οι κάτοικοι έχουν μαζευτεί με ανυπομονησία στην αγορά, οι άρχοντες έχουν φορέσει την πολύτιμη περιβολή τους και η νομοθετική εξουσία έχει παύσει τις εργασίες της – πρόκειται λοιπόν για μια πόλη που όχι μόνο δεν ετοιμάζεται να συγκρουσθεί με τους «βαρβάρους», αλλά προτίθεται να τους παραδοθεί αμαχητί και, ακόμη χειρότερα, πρόθυμα. Ο κόσμος, ασφυκτιώντας μέσα στην περιπλοκότητα της σύγχρονης ζωής, αναζητά τη σκληρή πλην όμως πρωτόγονα αγνή εξουσία των βαρβάρων. Η μη άφιξή τους σκορπά την απογοήτευση στον όχλο, που απομακρύνεται, βυθιζόμενος ξανά στο βαλτωμένο βίο του.[dropcap size=big]Ο[/dropcap] Καβάφης ολοκληρώνει τη δημιουργία του ποιήματός του σχεδόν πριν μισό αιώνα, ωστόσο μοιάζει σα να έχει συλλάβει τον παλμό της σύγχρονης πραγματικότητας. Ο κόσμος του 21ου αιώνα, παγιδευμένος μέσα στην ιλιγγιώδη τεχνολογική εξέλιξη, στις χασματικές οικονομικές ανισότητες, στην κοινωνική ασυδοσία και στον εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, αναζητά εναγωνίως μια διέξοδο από το λαβύρινθο αυτό. Ανίκανος να συσπειρωθεί και να αναλάβει την ευθύνη ενός νέου ξεκινήματος, περιμένει εναγωνίως τη λύτρωση από καινούριους άρχοντες, οι οποίοι διαθέτουν πυγμή και αγνή, απλοϊκή σκέψη. Ωστόσο, εκείνοι δεν έρχονται ποτέ – η δημιουργική «επιστροφή» στις ρίζες μοιάζει ανέφικτη και ο δρόμος για τον χαμένο παράδεισο οριστικά κλειστός. Έτσι, η ανθρώπινη μάζα συνεχίζει τη μίζερη, ξεφτισμένη ζωή της.
Κείμενο: Μαρία Μερτίκα (Lavart)