Search
Close this search box.
Search
Close this search box.

Για Αλ Πατσίνο και την ψυχή μου δίνω

«Ζήτησα από το Θεό ένα ποδήλατο, αλλά ξέρω πως ο Θεός δεν λειτουργεί έτσι, οπότε έκλεψα ένα ποδήλατο και ζήτησα συγχώρεση». Αυτή είναι μια από τις πιο διάσημες ατάκες του Αλφρέντο Τζέιμς Πατσίνο που γεννήθηκε μια μέρα σαν κι αυτή, πριν από 77 χρόνια, μια ατάκα που θα μπορούσε να είχε βγει από κάποια από τις 50 περίπου ταινίες που έχει εμφανιστεί και η οποία συνοψίζει σ’ ένα βαθμό την καριέρα του – σ’ έναν πολύ μικρό βαθμό, όμως, αφού θα ήταν άδικο να περιορίσουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο το εύρος των ερμηνευτικών του ικανοτήτων.

Ναι, είναι αλήθεια πως έχει αποτυπωθεί στο μυαλό των περισσοτέρων ως ερμηνευτής μαφιόζων και κακοποιών, εξαιτίας του Νονού και του Σημαδεμένου, αλλά έχει ενσαρκώσει με την ίδια άνεση και πειστικότητα αστυνόμους, δικηγόρους, απόστρατους στρατιωτικούς μεσίτες και ατζέντηδες.Ξεκίνησε την καριέρα του στα τέλη της δεκαετίας του ’60, αλλά ήταν τα seventies που τον απογείωσαν, στέλνοντάς τον κατευθείαν στην κορυφή.  Κι αυτό, γιατί το 1972 ο Φράνσις Φορντ Κόπολα αποφάσισε να του εμπιστευτεί τον ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε στο πρώτο μέρος της θρυλικής τριλογίας των Νονών. Και μπορεί να ήταν ο Μάρλον Μπράντο αυτός που κυριαρχούσε στο έργο, όμως η παρουσία του Πατσίνο ήταν καταλυτική. Οι σκηνές ανθολογίας από την ταινία είναι πάμπολλες (προσωπική αγαπημένη αυτή στο εστιατόριο), κάτι που συνεχίστηκε και δύο χρόνια αργότερα με το δεύτερο μέρος, στο οποίο πρωταγωνιστούσε πλέον, δίνοντας μια από τις καλύτερες ερμηνείες όλων των εποχών. Στο ενδιάμεσο των δυο αυτών ταινιών πρόλαβε να παίξει σ’ άλλα δύο αριστουργήματα, το Σκιάχτρο και το Σέρπικο (με την κλασική αφίσα που ομοιάζει με τον Ιησού), ενώ το 1975 μέσα σε μια τετραετία, δηλαδή, πρωταγωνιστεί και στην Σκυλίσια Μέρα, ολοκληρώνοντας μια μοναδική πεντάδα ταινιών που του χάρισαν τέσσερις άκαρπες υποψηφιότητες για Όσκαρ. Η δεκαετία κλείνει με μια ακόμα υποψηφιότητα για το χρυσό αγαλματίδιο με το Δικαιοσύνη για όλους και την περίφημη σκηνή του λόγου του περί παρεκτροπής.

Και μπαίνουμε στην δεκαετία του ’80, με τον Πατσίνο να θεωρείται κατά πολλούς ο καλύτερος ηθοποιός της γενιάς του (μαζί με τον Ντε Νίρο πιθανόν), πράγμα που τον ώθησε να πάρει κάποια καλλιτεχνικά ρίσκα που παραλίγο να κοστίσουν την καριέρα του. Η αρχή έγινε με το Ψωνιστήρι και τον ρόλο ενός αστυνομικού, ο οποίος αναλαμβάνει μια μυστική αποστολή, να παρεισφρήσει σε γκέι κοινότητες με σκοπό να πιάσει έναν κατά συρροή δολοφόνο που δρα σ’ αυτές. Η ταινία προκάλεσε πολλές αντιδράσεις για τον τρόπο παρουσίασης των κοινοτήτων αυτών, με αποτέλεσμα η πολύ καλή ερμηνεία του Πατσίνο να περάσει σε δεύτερη μοίρα. Το 1983, έρχεται η σειρά του Σημαδεμένου και ο ρόλος του κουβανού εγκληματία Τόνυ Μοντάνα. Η ερμηνεία του είναι πραγματικά ηλεκτρισμένη, οι ατάκες του έχουν μείνει στην κινηματογραφική ιστορία, ενώ οι περισσότεροι ράπερ έχουν την ταινία εικόνισμα, οι κριτικές όμως ήταν σφοδρές, κυρίως για την ωραιοποίηση της βίας, καθώς επίσης και για την γλώσσα του έργου, αφού οι βωμολοχίες έδιναν κι έπαιρναν (μόνο η λέξη fuck ακουγόταν 182 φορές, βαφτίζοντας μάλιστα χρόνια αργότερα το συγκρότημα blink-182). Για να φτάσουμε στα μέσα της δεκαετίας, όταν ο Πατσίνο αποφάσισε να ασχοληθεί με την Αμερικανική Επανάσταση με τους Επαναστάτες, σε μια από τις χειρότερες ταινίες της χρονιάς, η οποία ήταν υποψήφια για Χρυσό Βατόμουρο, χαρίζοντάς του κι αυτού μια υποψηφιότητα για το «τιμητικό» αυτό βραβείο. Πέρα από την κριτική κατακραυγή, η ταινία ήταν τεράστια εισπρακτική αποτυχία, φαλιρίζοντας σχεδόν το στούντιο που την γύρισε, καθιστώντας μάλιστα τον Πατσίνο ανεπιθύμητο στην κινηματογραφική βιομηχανία, αφού έκανε τέσσερα χρόνια για να ξαναγυρίσει ταινία.

Η δεκαετία του ’90, όμως, επανέφερε τον Πατσίνο εκεί που του αρμόζει, στην κορυφή. Η αρχή έγινε με τον μικρό του ρόλο στο Ντικ Τρέισι που του χάρισε μια υποψηφιότητα β’ ανδρικού ρόλου και το τρίτο μέρος της τριλογίας του Νονών, για ν’ ακολουθήσουν τα εξαιρετικά Οικόπεδα με Θέα και το Άρωμα γυναίκας, για το οποίο κέρδισε το πολυπόθητο χρυσό αγαλματίδιο, ερμηνεύοντας έναν τυφλό απόστρατο αξιωματικό, ο οποίος δίνει μαθήματα ζωής σ’ έναν φοιτητή που τον προσέχει για ένα Σαββατοκύριακο (η σκηνή με το τανγκό είναι πραγματικά αξέχαστη). Ακολουθεί η δεύτερη συνεργασία του με τον Ντε Πάλμα σε μια άτυπη συνέχεια του Σημαδεμένου με την Υπόθεση Καρλίτο, μια αδικημένη ταινία, με τον Πατσίνο να δίνει μια από τις πιο μεστές ερμηνείες του (πολύ καλός και ο αγνώριστος Σον Πεν), ενώ το 1995 τα δύο ιερά τέρατα της υποκριτικής Πατσίνο και Ντε Νίρο συναντιούνται για πρώτη φορά (έπαιζαν και στον Νονό 2, αλλά δεν μοιράζονταν σκηνές) στην αριστουργηματική Ένταση του Μάικλ Μαν. Ντόνι Μπράσκο, Δικηγόρος του Διαβόλου και Insider κλείνουν μια μαγική δεκαετία για τον Αλ Πατσίνο για να έρθουμε στα πρόσφατα χρόνια και την επιστροφή στις ατυχείς επιλογές.Πραγματικά το ποιοτικό του κριτήριο στην επιλογή ρόλων έχει φθίνει τελείως και λογικά τα χρήματα αποτέλεσαν βασικό άξονα για κάποιους από τους ρόλους του, αλλιώς δεν εξηγούνται ταινίες τύπου Gigli και Jack and Jill. Ευτυχώς που άνοιξε το παράθυρο στην τηλεόραση, παίρνοντας μέρος σε κάποιες πολύ αξιόλογες τηλεταινίες και μίνι σειρές, όπως το Angels in America και το You don’t know Jack, για τα οποία βραβεύτηκε με Έμμυ και Χρυσή Σφαίρα. Αξιοσημείωτη πάντως ήταν και η πρώτη σκηνοθετική του απόπειρα το 1996 με το ντοκιμαντέρ Αναζητώντας τον Ριχάρδο, χωρίς να υπάρξει δυστυχώς ανάλογη συνέχεια.

Σε κάθε περίπτωση ό, τι και να κάνει, όποια λανθασμένη ή ατυχή έστω επιλογή, τη θέση στην καρδιά μας την έχει κερδίσει προ πολλού, γιατί όπως λέει και ο ίδιος «πάντα λέω την αλήθεια, ακόμα κι όταν ψεύδομαι». Γι’ αυτά τα αληθινά του ψέματα, λοιπόν, για τα ξεσπάσματα και τα λογύδριά του, για το φιλί στον Φρέντο και για τα μάτια που δεν λένε ποτέ ψέματα Τσίκο, γιατί ήταν και είναι ο πιο αληθινός απ’ όλους τους μεγάλους.

Για περισσότερα αφιερώματα, πατήστε εδώ.

Κείμενο: Ορέστης Μανασής (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr