Γελώντας με τις νευρώσεις της ζωής

[dropcap size=big]Ο[/dropcap] Κρίστοφερ Ντουράνγκ, ένας από τους καλούς εκπροσώπους της σύγχρονης αμερικανικής κωμωδίας, έγινε γνωστός στην Ελλάδα με το έργο «Γελώντας άγρια», που μετέφρασαν σε καλπάζοντα ελληνικά και ανέβασαν για πρώτη φορά το 2000 ο Δημήτρης Φραγκιόγλου και η Χριστίνα Παπαδάκη.

Έκτοτε είδαμε κάποιες σκηνικές εκδοχές του, μα πιο πολύ είχαμε χρήσεις του στις εισαγωγικές εξετάσεις δραματικών σχολών, κάτι που ομολογώ ξενίζει κάπως γιατί είναι ένα κείμενο δύσκολο στη διαχείρισή του, και μάλιστα από νέα παιδιά χωρίς καθόλου πείρα.

Εν πάση περιπτώσει, ο τίτλος «Γελώντας άγρια» είναι παρμένος από τις “Ευτυχισμένες μέρες” του Μπέκετ, εκεί που λέει η Γουίνι: Oh, well, what does it matter, … what is that wonderful line…. Laughing wild…. something something laughing wild amid severest woe.” Και για όσους ενδιαφέρονται για το κάτι παραπάνω, να πω εδώ ότι ο Mπέκετ πήρε τη φράση από το ποίημα του Thomas Gray Ode on a Distant Prospect of Eton College (“and moody Madness laughing wild amidst severest woe”).Η Γυναίκα

[dropcap size=big]Ο[/dropcap] Ντουράνγκ συνέθεσε ένα είδος stand-up-cοmedy σε τρία μέρη, με θέμα τη ζωή σε μια απρόσωπη και πιεστική μεγαλούπολη, εκεί όπου τα αίματα μπορεί ν’ ανάψουν δι’ ασήμαντον αφορμή, όπως για μια κονσέρβα τόνο σε σούπερμαρκετ. Πρώτη στον καυγά μια νευρωτική σαραντάρα, την οποία ο Ντουράνγκ μας συστήνει χωρίς όνομα. Σκέτο: «Γυναίκα». Μια τυπική νεοϋορκέζικη φιγούρα, σαν κι αυτές που συναντούμε στις κωμωδίες του Γούντι Άλεν. Μια φιγούρα που διεκδικεί τη θέση της στην κοινωνία όπου ζει, μόνο που τίποτα δεν τη βοηθά. Κι αυτό την τρελαίνει. Τρέχει πέρα δώθε, άσκοπα.  Κυνηγά τα ταξί. Ουρλιάζει. Καταρρέει. Είναι διαρκώς στην πρίζα, προσπαθώντας να διαχειριστεί τη μοναξιά της. Και σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, είναι και άτυχη, μιας και πέφτει επάνω σε έναν άλλο λούζερ, που αντί να της κάνει τη ζωή πιο εύκολη τη δυσχεραίνει.Ο άντρας

[dropcap size=big]Σ[/dropcap]το άγριο γέλιο της «Γυναίκας», ο Άντρας (κι αυτός, για τους ίδιους λόγους, ανώνυμος), ανταπαντά μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Είναι η άλλη όψη της μοναξιάς. Είναι πιο ήρεμος. Πιο συγκρατημένος, αλλα διόλου λιγότερο περίεργος. Έχει κι αυτός τις προβληματάρες του με τη ζωή. Δεν τα βρίσκει μαζί της. Τον τρελαίνουν τα παραλογά της. Τον ενοχλεί η κοινωνική ανισότητα, η θρησκεία, η ανεπαρκής παιδεία, τα πυρηνικά απόβλητα, η τρύπα του όζοντος.Με συν και πλην

[dropcap size=big]Μ[/dropcap]ου αρέσει η γραφή του Ντουράνγκ όταν μένει σταθερή στους στόχους της και δεν  «παρεκτρέπεται», δεν «ρητορεύει». Τότε πετάει κυριολεκτικά σπίθες. Τότε δείχνει πόσο ευφυής και σκηνικά ακαριαία είναι. Τότε την χαίρεσαι πραγματικά. Χαίρεσαι την ιδιαίτερα ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ της και της κωμικής ατάκας. Εκεί που θαμπώνει είναι όταν βιάζεται να τα βάλει όλα μέσα, από την Παλαιά Διαθήκη μέχρι τη Μητέρα Τερέζα.

Μπουκώνοντας τις ιστορίες του με «βαριά» θέματα που εκ των πραγμάτων δεν έχει τα περιθώρια να αναπτύξει, ο Ντουράνγκ αφαιρεί από τη ρυθμικότητα της δράσης και τους καθαρούς στόχους της. Για παράδειγμα, στήνει μια ολόκληρη σουρεαλιστική σκηνή γύρω από το “Βρέφος της Πράγας», το οποίο παραπέμπει στη θρησκευτική εικόνα της καθολικής εκκλησίας που ναι μεν αναφέρεται στον Χριστό, ωστόσο για τους περισσότερους παραμένει παντελώς άγνωστη και εν πολλοίς αδιάφορη..Η παράσταση

[dropcap size=big]Ο[/dropcap] Νίκος Ορτετζάτος, που ανέλαβε να σκηνοθετήσει το έργο στο θέατρο Vis Motrix, για λογαριασμό της ομάδας Push Your Art Company, είχε δύσκολο έργο, υπό την έννοια ότι, χωρίς το «μπούσουλα» μιας ενιαίας ιστορίας, έπρεπε να βρει συνδετικούς κρίκους ώστε να διατηρηθεί ο σπινταριστός και ευφρόσυνος ρυθμός και παράλληλα να ξεχωρίσουν οι διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες ώστε να λειτουργήσει η κωμική αντίστιξη. Και το πιο σημαντικό, έπρεπε να εντοπίσει τις λακκούβες και τα σκαμπανεβάσματα ώστε να μην πέσει μέσα.

Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, και αρχίζοντας με τα «μείον», θεωρώ πως κάποια φλύαρα συγγραφικά λογύδρια θα μπορούσε να τα ψαλιδίσει λιγάκι ώστε να μην κουράσουν. Για  παράδειγμα, εκείνο όλο το κατεβατό περί της ομοφυλοφιλίας του Άνδρα, θα μπορούσε να το συμμαζέψει ώστε να μη μοιάζει με λόγο ex cathedra, όπου εντελώς ξαφνικά ένας νηφάλιος Άντρας τα παίρνει στο κρανίο και ουρλιάζει. Όπως, επίσης, κάποιες πολύ συγκεκριμένες αναφορές σε ιδέες και πρόσωπα που ήταν κάποτε της μόδας (δεκαετία του 1980) θα μπορούσαν να παρακαμφούν ώστε να μην ανακόπτεται ο ρυθμός.

[dropcap size=big]Ό[/dropcap]σο για τις λύσεις που βρήκε στη διαχείριση των χωροχρονικών μετατοπίσεων των δρωμένων (τα σκηνικά του Πέτρου Φραγκόπουλου), ναι μεν λειτούργησαν ικανοποιητικά, όμως κάπου σκάλωναν στο ταϊμινγκ, δημιουργώντας μικρές κοιλιές στο ρυθμό. Και διερωτώμαι, γιατί δεν επιλέχτηκε ως λύση, που θα ήταν και πιο ευέλικτη και πιο φτηνή, η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων της τεχνολογίας με τη δημιουργία εικονικών τόπων;

Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να μην τόλμησε κάτι πολύ ιδιαίτερο, από την άλλη όμως δεν έκανε χοντράδες. Χάραξε με ευκρίνεια τα περιγράμματα των δύο προσώπων, δίδαξε με καθαρότητα τη σωματική τους παρουσία και γενικά είχε τον έλεγχο μιας παράστασης με πολλές και καλές στιγμές τις οποίες αναγνώρισε με το χειροκρότημά της η πλατεία.Ερμηνείες

[dropcap size=big]Ο[/dropcap] Πέτρος Φραγκόπουλος φόρεσε την περσόνα του ανώνυμου «Άντρα» και το διασκέδασε. Κι εμείς μαζί του. Συγκροτημένος ως προς τα υποκριτικά του εργαλεία και συγκρατημένος στη γενικότερη σκηνική συμπεριφορά, έβγαλε μια εικόνα που, στο μυαλό μου τουλάχιστο, θύμιζε εικόνα νεαρού που συμμετέχει σε εκκλησιαστική χωρωδία κάθε Κυριακή. Έβγαλε τις αστείες στιγμές του ρόλου, όπως έβγαλε και τα άγχη και τις υπόγειες νευρώσεις του. Εκεί που θεωρώ ότι «κάθισε» ήταν στο λογύδριο περί σεξουαλικότητας. Βέβαια, δεν φταίει αυτός. Αυτό είναι, όπως είπα, ένα πρόβλημα με τη γραφή του Ντουράνγκ. Την παραγεμίζει, με αποτέλεσμα να «ξεχειλώνουν» κάπως οι κωμικές και καυστικές αιχμές, κάνοντάς έτσι δύσκολη τη ζωή των ηθοποιών στο σανίδι. Εδώ λόγο είχε το ψαλίδι. Δεν το είδα. Παρ’ όλα αυτά ο Φραγκόπουλος δεν είδα να πτοείται. Το πάλεψε με μπόλικο φιλότιμο και ολοκλήρωσε Τύπο με θετικό πρόσημο. Το ίδιο και η «Γυναίκα» της Σοφίας Σακελλαρίου.[dropcap size=big]Δ[/dropcap]εν ξέρω εάν θα άρεσε στον ρεαλιστή Ίψεν, αλλά στο κοινό του Vis Motrix μάλλον άρεσε το ότι μπήκε φουριόζα στο πετσί του ρόλου και έπαιξε με ρεαλιστικό φλέγμα, σπρώχνοντας τους παραλογισμούς της σκηνικής της περσόνας όσο μπορούσε. Οι χειρονομίες της, οι μορφασμοί, η φωνή, το γέλιο όλα μαζί συνέθεσαν ένα πορτρέτο λίγο πριν από το «Δαφνί», έτοιμο για το επόμενο λάθος ή την επόμενη απρόβλεπτη κίνηση. Οι καλύτερες της στιγμές ήταν εκεί όπου δεν εκβίαζε το γέλιο μέσα από την υπερβολή. Όταν ένιωθε ότι έκανε γκελ στην πλατεία ανέβαινε ένα κλικ παραπάνω θέλοντας το γέλιο να γίνει χάχανο. Εκεί έχανε. Γιατί; Η κωμωδία παίζεται με απόλυτη σοβαρότητα. Η υπερβολή ανήκει αλλού.

Συμπέρασμα: μια παράσταση από μια ομάδα που το παλεύει, ψάχνεται, διεκδικεί τον χώρο της. Και καλά κάνει.

Κείμενο: Σάββας Πατσαλίδης (Lavart)

Πηγή φωτογραφιών

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr