Όταν το 2005 κυκλοφόρησε η ταινία του John Williams «Memoirs of a Geisha», το Hollywood και ολόκληρη η δυτική κουλτούρα έριξε μια κλεφτή ματιά σε μια πτυχή της ιαπωνικής κουλτούρας, άγνωστης ως τότε μα λανθασμένα πασπαλισμένης με δόσεις ερωτισμού και μυστηρίου.
Η αλήθεια είναι όμως ότι οι γκέισες αποτελούν ένα σημαντικότατο κομμάτι της κοινωνικής ζωής της Ιαπωνίας και της παράδοσής της, που ακόμη κι αν έχει πια φθαρεί, κρύβει μια ιδιότυπη γοητεία.
Η παράδοση αυτή γεννήθηκε το 16ο με 17ο αιώνα. Οι okiya (οίκοι των γκεισών) αγόραζαν κορίτσια από φτωχές οικογένειες και άρχιζαν από την παιδική ακόμη ηλικία την εκπαίδευσή τους. Στο πρώτο στάδιο (shikomi) τα κορίτσια δούλευαν σκληρά ως υπηρέτριες στην okiya και παράλληλα παρακολουθούσαν μαθήματα χορού. Στο δεύτερο στάδιο (minarai) άρχιζε η βασική εκπαίδευσή τους και στο τρίτο (maiko) μάθαιναν καλλιγραφία, την τέχνη της ανθοδεσίας, την ιεροτελεστία σερβιρίσματος του τσαγιού και του σάκε, να παίζουν σαμισέν, ένα είδος τρίχορδης κιθάρας και να συμμετέχουν σε λογοτεχνικές και πολιτικές συζητήσεις. Οι κινήσεις μιας γκέισας έπρεπε να είναι αρμονικές και ανάλαφρες ώστε να θυμίζουν αδιόρατα κάποια μορφή χορογραφίας, ακόμη κι όταν βάδιζαν, γονάτιζαν για να καθίσουν στα μαξιλάρια ή αποχωρούσαν από την αίθουσα. Οι περισσότερες κοπέλες στο στάδιο αυτό άλλαζαν το όνομά τους και επέλεγαν κάποιο πιο ποιητικό, όπως «Νέο Φεγγάρι», «Λαμπερό Φύλλο», κ.α. Το τρίτο στάδιο εκπαίδευσης ήταν και το πλέον χρονοβόρο, καθώς διαρκούσε από έξι μήνες ως πέντε χρόνια.
Η ονομασία «γκέισα» προέρχεται από τις λέξεις gei και sha που σημαίνουν αντίστοιχα «τέχνη» και «άτομα». Και πραγματικά, η γκέισα όφειλε να ενσαρκώνει ένα ζωντανό έργο τέχνης – η εμφάνισή της ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακή και δραματική, με βαμμένο λευκό πρόσωπο, ξυρισμένα και ζωγραφισμένα φρύδια, κόκκινα χείλη, πολύχρωμα βαριά κιμονό από μετάξι με τη χαρακτηριστική ζώνη όμπι (η οποία είχε μήκος τέσσερα με πέντε μέτρα και απαιτούσε περίτεχνο δέσιμο), κοσμήματα, βεντάλιες και ψηλά ξύλινα παπούτσια. Το χτένισμα μιας γκέισας ήταν τόσο περίπλοκο, με χτενάκια και κοσμήματα, που οι κοπέλες μάθαιναν να κοιμούνται ακουμπώντας το λαιμό τους σε μικρά ξύλινα στηρίγματα, για να μην το χαλάσουν.
Μια αψεγάδιαστη κούκλα, λοιπόν, που ρόλος της ήταν να συνοδεύει και να ψυχαγωγεί τους άντρες της ιαπωνικής ελίτ σε δεξιώσεις, περιπάτους, θεατρικές παραστάσεις, τελετουργίες τσαγιού και επαγγελματικές συναντήσεις.
O ρόλος αυτός απέφερε μεγάλη φήμη και συχνά δύναμη στις ικανότερες γκέισες, ωστόσο είχε τίμημα βαρύ και απαιτούσε μεγάλες θυσίες. Κάθε κοπέλα είχε τον danna της, δηλαδή τον πάτρωνά της, ο οποίος συχνά ήταν παντρεμένος και αποτελούσε αξιοσέβαστο μέλος της κοινωνίας, όμως οι σχέσεις τους δεν ήταν ερωτικές. Εκείνος αναλάμβανε τα έξοδα της εκπαίδευσης και συντήρησής της και εκείνη τον συνόδευε στις επαγγελματικές υποχρεώσεις και στις συναναστροφές του. Μια γκέισα έπρεπε να ξεχάσει ότι είναι γυναίκα με αισθήματα, να στραγγαλίσει τις επιθυμίες της και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στα καθήκοντά της – εξάλλου, το καλό όνομα μιας γκέισας ήταν το παν για τη διατήρησή της στην κορυφή. Η σύναψη ενός ερωτικού δεσμού με τον πάτρωνά της ή κάποιον άλλον άντρα ήταν σπάνια και προϋπέθετε απόλυτη εχεμύθεια και διακριτικότητα. Ουσιαστικά, η γκέισα έπρεπε να προσφέρει ενδιαφέρον στις δραστηριότητες του πάτρωνά της και μια ψευδαίσθηση ερωτισμού, η οποία όμως απαγορευόταν να γίνει πράξη.
Τα πράγματα άλλαξαν κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – μετά την ήττα του Άξονα και την έλευση των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ιαπωνία, οι okiya οδηγήθηκαν στο μαρασμό. Πολλές ιερόδουλες παρουσιάζονταν ως γκέισες, πουλώντας στους στρατιώτες μια εξωτική αίσθηση ερωτισμού και δημιουργώντας έτσι μια λανθασμένη εικόνα η οποία μεταφέρθηκε στη Δύση. Ένα έμπειρο μάτι θα μπορούσε βέβαια να ξεχωρίσει μια ιερόδουλη από μια γκέισα, καθώς η πρώτη έδενε τη ζώνη όμπι της μπροστά, για να τη λύνει και να τη δένει εύκολα και γρήγορα, ενώ η δεύτερη πίσω στη μέση της.
Στη σημερινή εποχή, οι γκέισες τείνουν να εξαφανιστούν τελείως. Ελάχιστες έχουν μείνει να ασκούν το επάγγελμα αυτό, κυρίως στο Κιότο και στο Τόκυο και απευθύνονται συνήθως σε λίγους και εκλεκτούς πελάτες από την ιαπωνική ελίτ. Ο αριθμός τους υπολογίζεται γύρω στις χίλιες, ενώ το 1928 ανερχόταν στις ογδόντα χιλιάδες. Οι περισσότεροι νέοι επιχειρηματίες, αν αποφασίσουν να πληρώσουν για γυναικεία συντροφιά, θα προτιμήσουν πλέον escort girls, που παρέχουν και ερωτικές υπηρεσίες.
Το ενδιαφέρον για τις φιγούρες αυτές υπάρχει πλέον μόνο μέσα στο πλαίσιο της προσπάθειας για τη διατήρηση της παράδοσης. Τεχνητή ομορφιά, θεατρική εμφάνιση, αίσθηση αθωότητας, πίστη, πειθαρχία, σιωπή. Κομμάτια που συνθέτουν το παζλ μιας άλλης εποχής, μιας διαφορετικής φιλοσοφίας, που χάνεται αργά αλλά σταθερά στο χρόνο και στη λήθη.
Κείμενο: Μαρία Μερτίκα (Lavart)
Σχέδια: Μαρίνα Λαμπρινουδάκη (Lavart), Άνι Μιχαηλίδου (Lavart)