[dropcap style=”normal or inverse or boxed”]Ό[/dropcap]νομα που εξελίσσεται σε έννοια για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική αλλά και τον νεότερο κόσμο. Αφήνοντας πίσω του μια μεγάλη ιδεολογική και κατασκευαστική κληρονομιά, ο Αντόνι Γκαουντί (Antoni Gaudi I Cornet) θεωρείται έως και σήμερα ως ο αρχηγός του καταλανικού μοντερνισμού. Η ιστορία ξεκινά όταν το 1852 στο Ρέους της Ισπανίας, γεννιέται το πέμπτο και τελευταίο παιδί στην οικογένεια Γκαουντί. Από αρκετά νεαρή ηλικία, οι καλλιτεχνικές ανησυχίες, αλλά και το ταλέντο του Αντόνι βγαίνουν στην επιφάνεια. Μεγαλώνοντας, ο ίδιος ανακαλύπτει τη μεγάλη του αγάπη για την αρχιτεκτονική, τη θρησκεία, αλλά και την πατρίδα του και ιδιαιτέρως τη Μεσόγειο. «We own the image. Fantasy comes from the ghosts. Fantasy is what people in the North own. We are concrete. The image comes from the Mediterranean. Orestes knows his way, where Hamlet is torn apart by his doubts.» αναφέρει ο ίδιος χαρακτηριστικά.
Ανήσυχο πνεύμα και αρκετά εφάμιλλος με το μεγαλείο της φύσης, βρίσκει την κλίση του και αποφασίζει να σπουδάσει στο Barcelona Higher School of Architecture, από το οποίο και αποφοιτά το 1878. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εργάζεται ως βοηθός σε αρχιτεκτονικά γραφεία και συνεργάζεται με μεγάλα ονόματα, όπως Τζόαν Μαρτορέλλ (Joan Martorell), Τζόσεφ Φοντσερέ (Josep Fontserè), Φρανκίσκο ντι Πάουλα (Francisco de Paula del Villar y Lozano), Λεάντρ Σερράλλ (Leandre Serrallach) κλπ, κάνοντας προσχέδια και σκαριφήματα. Μ’ αυτόν τον τρόπο χρηματοδοτεί τη φοίτησή του και μέσω αυτών των συνεργασιών, προκύπτουν και οι πρώτες του αρχιτεκτονικές εργασίες-δουλειές, όντας ο ίδιος ακόμη μη πτυχιούχος. Η πορεία του Αντόνι συνεχίζεται ανοδικά κι εκτός πανεπιστημιακών κύκλων.
[dropcap style=”normal or inverse or boxed”]Ο[/dropcap] συνδυασμός της αγάπης του για τον γοτθικό ρυθμό, το μοντερνισμό, τις ανατολικές (ιαπωνικές και ινδικές) τεχνικές, την οργανική, αλλά και άναρχη γεωμετρία της φύσης, έχουν ως αποτέλεσμα ένα κράμα ιδεολογιών, το οποίο και αποτελεί τον δικό του μοναδικό τρόπο αντιμετώπισης του αρχιτεκτονικού κόσμου. Πηγές έμπνευσης αποτελούν για τον Γκαουντί, μεταξύ άλλων, οι Γουόλτερ Πίτερ (Walter Pater), Τζον Ράσκιν (John Ruskin), Γουίλιαμ Μόρρις (William Morris) και Βιολέ λε Ντυκ (Viollet le Duc). Προσθέτοντας σε όλα τα παραπάνω την περίφημη καμπύλη της αλυσοειδούς (catenary curve), την ιδιαίτερη μηχανική-στατική διαχείριση των κατασκευών και τα μοντέλα μικρής, συγκριτικά, κλίμακας (συνήθως 1:10) που δημιουργεί ο ίδιος για να επεξεργαστεί τις εξωτερικές κατασκευαστικές λεπτομέρειες ενός κτιρίου, ανοίγει ένα παράθυρο εκπλήξεων και πρωτοποριών για την εποχή του. Η τελειοποίηση ξεκινά το μακρύ ταξίδι της. «Gothic art is imperfect, only half resolved; it is a style created by the compasses, a formulaic industrial repetition. Its stability depends on constant propping up by the buttresses: it is a defective body held up on crutches. (…) The proof that Gothic works are of deficient plasticity is that they produce their greatest emotional effect when they are mutilated, covered in ivy and lit by the moon.».
Αν και μοναχικός άνθρωπος και πολλές φορές χαρακτηρισμένος ως αποκρουστικός και περίεργος, ο ίδιος δεν στέκεται σ’αυτό, καθώς η ζωή του αφιερώνεται αποκλειστικά στο επάγγελμα. Ο Γκαουντί ανθίζει, δημιουργεί και συναρπάζει με τα δημιουργήματά του αυτά, πράγμα που αποδεικνύεται έμπρακτα μέσω της διαχρονικότητας και της συμβολικότητας τους στο πέρασμα του χρόνου. Με τη «Sagrada Familia» στο θρόνο, αλλά και τις «Casa Milá», «Casa Batlló», «Casa Vicens» και το πάρκο «Güell» (τα οποία και έχουν αξιολογηθεί επίσημα ως Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO) ανοίγει μια νέα πόρτα για τον μέχρι τότε αρχιτεκτονικό κόσμο. Η πρωτοπορία του, όσον αφορά το χειρισμό των υλικών, τις υφές, τις ποιότητες, μα και την ανατριχιαστική λεπτομέρεια της κατασκευής, θέτει τον πήχη ψηλά, καθώς πρόκειται για ένα στυλ άγνωστο, νεογνό και αρκετά εντυπωσιακό ως προς την κλίμακα.
[dropcap style=”normal or inverse or boxed”]Η[/dropcap] «Ιερή Οικογένεια», αποτελεί και το κύκνειο άσμα του. Έχοντας χάσει όλα τα μέλη της οικογένειάς του πια, μόνος και μοναχικός, αποφασίζει ν’αφιερωθεί στην εκκλησία και στην πίστη του. Έτσι, λοιπόν, μέχρι και το τέλος της ζωής του δίνεται ολοκληρωτικά στη «Sagrada Familia», η οποία και μένει ημιτελής το 1926, καθώς ο δημιουργός της αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 74 ετών. Παρά το αρχιτεκτονικό μεγαλείο του Αντόνι, η αξία των έργων του αναγνωρίζεται μετά το 1950, με ένθερμους υποστηρικτές του τους Σαλβαδόρ Νταλί (Salvador Dali) και Τζόσεπ Λουίς Σερτ (Josep Lluís Sert). «Originality implies a return to the origins, original is returning to the simplicity of the first solutions».
Κείμενο: Ματίνα Κολωνιάρη (Lavart)