“Μια υποψία, μια υπόθεση αφήγησης, σκιές ιδεών, ακαθόριστα συναισθήματα”
Αυτά είναι τα υλικά με τα οποία ο Φεντερίκο Φελίνι έπλασε τις ταινίες του, σύμφωνα με τα λόγια του. Οι ταινίες αυτές επηρέασαν βαθιά τον σύγχρονο κινηματογράφο και τον καθιέρωσαν ως έναν από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες στην ιστορία της μεγάλης οθόνης.
Γεννημένος στις 20 Ιανουαρίου του 1920 στο Ρίμινι της Ιταλίας, στα δώδεκα του χρόνια, ως ανήσυχο πνεύμα, το σκάει από το σπίτι για να ακολουθήσει ένα περιοδεύoν τσίρκο. Το γεγονός αυτό, τον φέρνει σε επαφή με πλήθος εικόνων και εμπειριών που θα αποτυπωθούν στο μετέπειτα καλλιτεχνικό του έργο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η παρουσία των διαπεραστικών μορφών κλόουν που συναντάμε στις ταινίες του. Στα δεκαεφτά, θα μετακομίσει στη Ρώμη και θα γίνει σκιτσογράφος, θα ασχοληθεί με παρλάτες, θα γράψει πολλά σκετς για τους ηθοποιούς του Music Hall ώσπου το 1943 θα κάνει την είσοδο του στο χώρο του κινηματογράφου.
Τα πρώτα βήματα
Το 1945 θα γράψει το σενάριο για το Ρώμη, Ανοχύρωτη πόλη σε σκηνοθεσία του Ροσελίνι και θέμα την κατεχόμενη Ρώμη από το ναζιστικό ζυγό. Σκηνοθετικό ντεμπούτο θα κάνει το 1950 με την ταινία τα Φώτα Του Βαριετέ με τα οποία δεν γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία ούτε από το κοινό αλλά ούτε και από τους κριτικούς, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί από τις αίθουσες. Παρά τη φαινομενική αποτυχία, ο Φελίνι δεν τα παρατά και ύστερα από δύο χρόνια παρουσιάζει τον Λευκό Σεΐχη, ενώ αμέσως μετά την ταινία τα Βουτυρόπαιδα και Η Αγάπη στην Πόλη. Το 1954 θα παρουσιάσει το Λα Στράντα με πρωταγωνιστές τον Άντονι Κουίν και την Τζουλιέτα Μασίνα (μούσα και γυναίκα του), έργο που θα τον κάνει παγκοσμίως γνωστό και ταυτόχρονα τον καθιερώνει μια για πάντα στο καλλιτεχνικό πάνθεον. Θα ακολουθήσουν 17 ακόμη ταινίες με πιο γνωστές τις: Οι Νύχτες της Καμπίρια, Γλυκιά Ζωή, 8½ και Σατυρικόν.
Νεορεαλιστικά τοπία
Σκιαγραφώντας τον πραγματικό κόσμο, ο Φελίνι δημιουργεί τις ταινίες του μέσα σε μια πληγωμένη Ευρώπη οη οποία μόλις βγήκε από τo σκοτάδι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι πόλεις της δε θυμίζουν αυτό που ήταν άλλοτε, οι άνθρωποι επανακαθορίζονται παλεύοντας για ένα καλύτερο αύριο, οι κοινωνίες αλλάζουν ριζικά. Ο φακός του συλλέγει πόλεις, σοκάκια, πλατείες, αλλά και ύπαιθρο, εικόνες που προσφέρονται απλόχερα από το φυσικό τοπίο και στα παραπάνω προσθέτει αριστοτεχνικά φτιαγμένα σκηνικά φέρνοντας ξανά στα μάτια του κοινού μία γνώριμη ψευδαίσθηση η οποία και λειτουργεί, φυσικά, ως αντανάκλαση της πραγματικότητας. Η πράξη αυτή μαζί με την πλοκή των σεναρίων αποτελούν άρτια θεματικά αποτελέσματα, ρεαλιστικά και μυθοπλαστικά.
Η ενασχόληση με τα θέματα αυτά, θα τον κατατάξουν μαζί με λίγους ακόμα σκηνοθέτες, στο ρεύμα του Νεορεαλισμού. Την δεκαετία που ακολούθησε τον πόλεμο, ο όρος αυτός αποδόθηκε σε μια μικρή μερίδα Ιταλών καλλιτεχνών και των ταινιών τους, οι οποίες όμως δεν ξεπερνούν τελικά τις ογδόντα. Ως χαρακτηριστικά τους είχαν το υψηλής ποιότητας γύρισμα και το μοντάζ αλλά κυρίως “καθαρά” σενάρια που εξέταζαν την καινούρια ευρωπαϊκή πραγματικότητα δίνοντας έμφαση στο κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο που αντανακλούσε τα υπαρκτά προβλήματα της εποχής.
Η αφήγηση στο έργο του
“Aυτό που ξέρω είναι ότι επιθυμώ να αφηγηθώ. Πραγματικά, η αφήγηση είναι το μόνο παιχνίδι με το οποίο αξίζει να παίζει κανείς. Eίναι ένα παιχνίδι, που για μένα, για την φαντασία μου, για την φύση μου, έχει την δική του αναγκαιότητα”
Σαν δημιουργός, δεν εισήγαγε πολλές καινοτομίες στον τρόπο κινηματογράφησης αλλά αντίθετα, αξιοποίησε με μοναδικό τρόπο τις ήδη υπάρχουσες από τη δεκαετία του ’20. Αυτό που άλλαξε όμως σημαντικά ήταν η αφήγηση, που χωρίς να στερείται ενός κλειστού τέλους, έγινε πιο επεισοδιακή, ανοιχτή, με κλιμάκωση. Αν πάρουμε ως παράδειγμα το 8½, θα δούμε σε σεκάνς την καθημερινή ζωή, τα όνειρα και τις αναμνήσεις του πρωταγωνιστή με μοναδικό συνδετικό κρίκο τον ίδιο. Με διαλόγους κλασσικούς αλλά και αφαιρετικούς, η πλοκή αφήνεται σε καθαρά, γεμάτα και απολαυστικά πλάνα που μεγαλύτερο ρόλο κατέχει η φιλμική διαδικασία παρά το κείμενο.
Σημαντικά για εκείνον ήταν επίσης και τα πρόσωπα που επέλεγε για τις ταινίες του. Κάνοντας κάστινγκ σε χιλιάδες υποψηφίους, επέλεγε εκείνους με τις πιο ιδιαίτερες φυσιογνωμίες τις οποίες έβαζε πάνω από τις υποκριτικές τους ικανότητες ή τις γνώσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο είχε απόλυτο έλεγχο στο αισθητικό αποτέλεσμα που επεδίωκε.
Η παρακαταθήκη
Στις 31 Οκτωβρίου του 1993 αφήνει την τελευταία του πνοή στη Ρώμη. Μέχρι και σήμερα όμως, ο Φεντερίκο Φελίνι καταφέρνει να επηρεάζει τον κινηματογράφο αλλά και το θέατρο. Ένας άνθρωπος απλός, λαϊκός που παρατήρησε τον κόσμο γύρω του και από αυτόν κατασκεύασε τις πιο όμορφες εικόνες, δένοντάς τες με χρώματα και μουσικές. Αφήγηση και σεκάνς συνέθεσαν εξαιρετικά πολύτιμη κληρονομιά για τον κινηματογράφο αλλά και τον πραγματικό κόσμο του σήμερα και εμείς δεν μπορούμε παρά να θυμόμαστε όλα όσα μας χάρισε.
https://www.youtube.com/watch?v=FN52sZDAM50&t=1594s