Η ταινία Φαρενάιτ 451 είναι μια κινηματογραφική παραγωγή του 1966 σε σκηνοθεσία Φρανσουά Τρυφώ, της οποίας το σενάριο βασίζεται στο ομώνυμο διάσημο και πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα του Ρέι Μπράντμπερι.
Η πλοκή μάς φέρνει ενώπιον μιας δυστοπίας, όπου τα βιβλία είναι αυστηρώς απαγορευμένα. Ο βασικός πρωταγωνιστής είναι ο Γκάι Μόνταγκ (Όσκαρ Βέρνερ), ο οποίος εργάζεται στην «πυροσβεστική». Μια «πυροσβεστική», βέβαια, πολύ διαφορετική από αυτή που έχουμε συνηθίσει, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Ανήκοντας, μάλιστα, λόγω της θέσης του αυτής στα προνομιούχα στρώματα, ζει με την σύζυγό του Λίντα στα ευυπόληπτα αστικά προάστια, επιμορφούμενοι και οι δύο από την τηλεόραση, μέσα από την οποία προβάλλονται εκπομπές και προγράμματα με συγκεκριμένο περιεχόμενο, διδάσκοντας στους θεατές τον «σωστό» τρόπο συμπεριφοράς και σκέψης.
Σε μια τέτοια «ιδανική πολιτεία» απαγορεύεται να ξεχωρίζει κάποιος υπερβολικά από τους υπόλοιπους και για αυτό καταδικάζεται το διάβασμα, και κατ’ επέκταση τα βιβλία ως φορείς της διαδικασίας αυτής∙ καθώς, οδηγούν τον αναγνώστη σε «επικίνδυνες» σκέψεις.
Ο αρχηγός της «πυροσβεστικής», στης οποίας τον ρόλο θα κάνουμε αναφορά παρακάτω, μας αναλύει κατά την πορεία της ταινίας το σκεπτικό πίσω από αυτήν την απαγόρευση, εξηγώντας μας πως πρέπει να απαγορεύεται το οτιδήποτε δημιουργεί τριβές και άρα θίγει τη διαδικασία υπακοής των «πολιτών», καθώς όλοι πρέπει να είναι «ατάραχοι και ίσοι».
Σε μια ακραία, λοιπόν, και ολοκληρωτική καταπάτηση της όποιας ατομικής και συλλογικής ελευθερίας απαγορεύεται τόσο η κατοχή οποιουδήποτε βιβλίου όσο και η ανάγνωσή του. Το περίεργο στοιχείο της όλης υπόθεσης είναι ότι τον ρόλο της εύρεσης και της απανθράκωσης των βιβλίων αναλαμβάνει ένα ιδιαίτερο σώμα που, κατά παράδοξο τρόπο, τα μέλη του φέρουν το όνομα «πυροσβέστες» και υψηλόβαθμο στέλεχός τους είναι και ο Γκάι. Οι «πυροσβέστες» σε 451 βαθμούς Φαρενάιτ καίνε τα βιβλία με φλογοβόλο.
Σταδιακά, όμως, η περίεργη ερωτική επαφή που θα αναπτύξει με τη μορφωμένη και αρκετά έξυπνη Κλαρίς, θα του δώσει το ερέθισμα να μελετήσει και να εκτιμήσει την αξία των βιβλίων, καθώς και να αμφιβάλλει για οτιδήποτε είχε ως ακλόνητο και δεδομένο μέχρι τότε, ακολουθώντας πιστά και χωρίς ουδεμία αμφισβήτηση τις «εντολές» που δεχόταν.
Αυτό σταδιακά θα τον οδηγήσει σιγά σιγά στο να αποξενωθεί τόσο από τους συναδέλφους του, οι οποίοι άρχισαν να είναι καχύποπτοι απέναντί του, όσο και από τη γυναίκα του, ερχόμενος, έτσι, σε ρήξη με το οικογενειακό του περιβάλλον, καθώς και με το «περίεργο» καθεστώς του οποίου μέχρι τότε ήταν πιστός συνεργάτης.
Έτσι, όταν εν τέλει μαθεύονται οι «ελευθεριακές» αντιλήψεις του, φεύγει κρυφά από την πόλη και βρίσκει καταφύγιο σε μια περιοχή, όπου διέμεναν απομονωμένοι όσοι ήθελαν να αντισταθούν στο καθεστώς, μαζί με αυτούς και η αγαπημένη του Κλαρίς.
Αυτοί, βέβαια, δεν ασκούσαν κάποιου είδους ένοπλη αντίσταση, αλλά αντιθέτως, καθένας τους ξεχωριστά προσπαθούσε να απομνημονεύσει ένα σημαντικό για τον ίδιο βιβλίο, ανεξαρτήτου θεματικής, προκειμένου αυτό να μην ξεχαστεί σε περίπτωση οριστικής καταστροφής και των τελευταίων φυσικών αντιτύπων του. Ο Γκάι γίνεται μέρος του «κινήματος» αυτού και διαλέγει τις Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας του Έντγκαρ Άλαν Πόε.
Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με έναν πρωταγωνιστή, ο οποίος είναι ένας πρώην επίσημος φορέας της δεδομένης «πολιτείας» και όχι απλός «πολίτης». Ένας «πυροσβέστης», ο οποίος αποστατεί από το «καθήκον» του και ενώνεται με όσους αντιμάχονται στο σκόπιμο «σβήσιμο» της ανθρώπινης μνήμης και δημιουργικότητας. Πράγμα που καθιστά την πλοκή ακόμη πιο ενδιαφέρουσα.
Και η υπόθεσή του γίνεται ακόμη πιο συγκλονιστική, μέσα από την κινηματογραφικά αποτυπωμένη δυστοπία της ταινίας, που αφορά ένα υποτιθέμενο «φανταστικό» μέλλον, όμοιο σε πολλά σημεία, όμως, με αυτό του «1984» του Τζόρτζ Όργουελ. Με την μόνη διαφορά ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση η εξουσία και η διαστροφή των εννοιών δεν υφίσταται μέσω της άσκησης κάποιας μορφής ωμής καταπίεσης. Αντιθέτως, υπάρχει μια εμφανής επίφαση μεγαλύτερης προσωπικής ελευθερίας και οικονομικής ευμάρειας.
Κλείνοντας, ο Τρυφώ με την συγκεκριμένη κινηματογραφική του παραγωγή μάς φέρνει κατά πρόσωπο με τη διαπίστωση πως οι κατ’ επίφαση διακηρυσσόμενες «καλές προθέσεις» της όποιας «καλοπροαίρετης» απαγόρευσης στο πεδίο του πνεύματος δεν είναι πάντα μια τόσο αθώα υπόθεση και μπορεί να οδηγήσει σε μια μορφή έμμεσης ή άμεσης τυραννίας, που δύναται να καταπιέσει τον ελεύθερο στοχασμό του ανθρώπου με τον ίδιο τρόπο με αυτόν ενός γνήσιου αυταρχικού καθεστώτος.
Διαβάστε ακόμη:
Κείμενο: Γιώργος Δρίτσας (Lavart)