Ευάγγελος Παπανούτσος, ο μεγάλος παιδαγωγός του 20ου αιώνα
Δάσκαλος, φιλόσοφος, διανοούμενος
Στις 27 Ιουλίου του 1900 γεννιέται στον Πειραιά ο γιος του Παναγιώτη Παπανούτσου και της Ζηνοβίας Κωστάλα, Ευάγγελος. Μέλος μιας εξαμελούς οικογένειας με καταγωγή από το Σοπωτό Αχαΐας ο Ευάγγελος Παπανούτσος έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Τελειώνει το σχολείο στην ιδιαίτερη πατρίδα του και από το 1915 φοιτά στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Με υποτροφία συνεχίζει τις σπουδές του σε Πανεπιστήμια του Βερολίνου και του Παρισιού, ενώ το 1927 αναγορεύεται Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Τύμπιγκεν.
Ως βαθιά συνειδητοποιημένος εκπαιδευτικός υπηρετεί το ελληνικό σχολείο από όλες τις βαθμίδες – καθηγητής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ιδρυτής του Διδασκαλείου Μυτιλήνης, διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξανδρούπολης και αργότερα Ιωαννίνων, καθηγητής στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, διευθυντής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τρίπολης και στη Ράλλειο Παιδαγωγική Ακαδημία Πειραιά. Την περίοδο 1944 -1946 διορίζεται Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και μερικά χρόνια αργότερα αναλαμβάνει τη θέση του Γενικού Γραμματέα. Γίνεται τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας Το Βήμα, ενώ διδάσκει επί είκοσι χρόνια στο μορφωτικό Σύλλογο Αθήναιον.
Η συμβολή του Ευάγγελου Παπανούτσου στην πορεία της ελληνικής εκπαίδευσης είναι καθοριστική. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Ράλλη, το 1976, στηρίζεται στις δικές του ιδέες με αποτέλεσμα την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας και τη διάκριση των βαθμίδων Γυμνασίου και Λυκείου στη Μέση Εκπαίδευση.
Το συγγραφικό του έργο είναι πλούσιο και πολυποίκιλο, καθώς περιλαμβάνει εκδόσεις βιβλίων στην ελληνική, γαλλική, αγγλική και γερμανική γλώσσα, φιλολογικά άρθρα δημοσιευμένα σε ελληνικά, ευρωπαϊκά και αμερικανικά περιοδικά, μελέτες, μεταφράσεις δοκιμίων του Εμμάνουελ Καντ και του Ντέιβιντ Χιουμ και σε συνεργασία με τον Β. Τατάκη τη μετάφραση των πλατωνικών διαλόγων Πρωταγόρας και Φαίδων.
Για την προσφορά του τιμήθηκε πολλαπλώς, ενώ το 1980 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Στις 2 Μαΐου 1982 έφυγε από τη ζωή αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό στον κόσμο της ελληνικής διανόησης.
«Ο αληθινός δάσκαλος ενηλικιώνεται παραμένοντας παιδί στην ψυχή, άνθρωπος δηλαδή εύπλαστος, δροσερός, αγνός. Αδύνατο να φανταστεί κανείς πόσο δύσκολο, σχεδόν υπεράνθρωπο είναι αυτό που του ζητούμε, να συνθλίψει μέσα του το χρόνο, να γερνάει φυσιολογικά και όμως να μένει νέος στην ψυχή για να μπορέσει να έχει πρόσβαση στα αισθήματα, στις σκέψεις, στις επιθυμίες του νέου ανθρώπου που θα διαπαιδαγωγήσει, να τον καταλαβαίνει, να χαίρεται, να διασκεδάζει μαζί του, να σκέπτεται τις σκέψεις του, να επιθυμεί τις επιθυμίες του, να πονάει τον πόνο του».
(Από το βιβλίο του Δρόμοι Ζωής)