Καμιά επανάσταση, ούτε στην τέχνη, ούτε στην ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας, από ‘κείνη που χρησιμοποιεί για ορμητήριό της την παράδοση.
Οδυσσέας Ελύτης
Τα δημοτικά τραγούδια κατέχουν ξεχωριστή θέση στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και της προφορικής παράδοσης. Η παρουσία τους εντοπίζεται κατά τα βυζαντινά χρόνια (9ο και 10ο αιώνα) με τα ακριτικά τραγούδια και η μακραίωνη ιστορία τους δημιούργησε μια πνευματική παρακαταθήκη που φτάνει μέχρι και σήμερα.
Μέρος αυτής της παράδοσης αποτελούν και τα κλέφτικα τραγούδια, η αφετηρία των οποίων τοποθετείται από κάποιους ερευνητές στον 17ο αιώνα, ενώ από άλλους νωρίτερα. Η ακμή τους σημειώθηκε από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης κατά των Οθωμανών. Ακόμη, όμως, και μετά τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα συνεχίστηκε η παράδοση του κλέφτικου τραγουδιού στα λεγόμενα ληστρικά, πειρατικά και τραγούδια της φυλακής, που είχαν ως θέμα τους την εναντίωση κατά της νέας επίσημης εξουσίας. Ο Claude Fauriel, ο πρώτος που επιχείρησε την καταγραφή των ελληνικών παραδοσιακών τραγουδιών, θεωρεί ότι τα κλέφτικα τραγούδια αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία των ιστορικών τραγουδιών, ενώ ο Λίνος Πολίτης τα κατατάσσει ως μια ιδιαίτερη κατηγορία των παραδοσιακών τραγουδιών.
Οι κλέφτες και οι αρματολοί στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα
Για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε καλύτερα τα κλέφτικα τραγούδια, χρειάζεται πρώτα να ερευνήσουμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκαν, ώστε να κατανοήσουμε σε ποιους αναφέρονταν.
Οι κλέφτες, που ονομάζονταν και χαραμήδες ή ζορμπάδες, καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, ήταν ένας μόνιμος παράγοντας αταξίας και ανησυχίας. Οργανωμένοι σε μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες και με αρχηγό τον καπετάνιο, που συντόνιζε την ομάδα και ρύθμιζε τις μεταξύ τους σχέσεις, συνήθιζαν να χρησιμοποιούν την τακτική της ενέδρας και του αιφνιδιασμού (γιουρούσι, κλεφτοπόλεμος) και προκαλούσαν με τις επιδρομές τους τρόμο στους χωρικούς και τους διαβάτες. Αποκομμένοι από το κοινωνικό σύνολο, είχαν έναν δικό τους κώδικα ηθικής, αφού ζούσαν απομονωμένοι στην ύπαιθρο έχοντας τα λημέρια τους σε δύσβατα μέρη. Ο τρόπος ζωής τους ήταν πολύ σκληρός, με πολλές κακουχίες και σωματικές ταλαιπωρίες. Η ληστεία συνιστούσε τυπική συμπληρωματική οικονομική δραστηριότητα των ορεινών νομαδικών ή ημινομαδικών ποιμενικών φύλων και ήταν ενδημικό φαινόμενο από την αρχαιότητα. Βέβαια, ένας επιπλέον λόγος που πολλοί από τους κλέφτες επέλεξαν να απομονωθούν σε ορεινές δύσβατες περιοχές ήταν επειδή δεν άντεχαν την καταπίεση των Οθωμανών στις πεδινές περιοχές.
Ο όρος αρματολός δε εντοπιζόταν τόσο στα ελληνικά κείμενα έως τον 17° αιώνα. Αντίθετα, στα παλαιά τουρκικά κείμενα συναντούμε τον όρο “martolos”, “martoloz” που σημαίνει «ένοπλος». Οι αρματολοί ήταν ντόπιοι οπλαρχηγοί που ορίστηκαν από το οθωμανικό κράτος για να φυλάσσουν τις διαβάσεις (τα δερβένια) έναντι προνομίων, μεταξύ των οποίων ήταν η απαλλαγή από τη φορολογία, η οπλοκατοχή και η χρηματική αποζημίωση για τις υπηρεσίες τους. Ένα από τα καθήκοντα των αρματολών ήταν και ο περιορισμός της δράσης των κλεφτών και η καταστολή των ληστρικών επιδρομών.
Από τις αρχές όμως του 18ου αιώνα έως το πρώτο τέταρτο του 19ου, ήρθε αναπόφευκτα η ρήξη των αρματολών με το οθωμανικό κράτος, καθώς το τελευταίο επιχειρούσε να αναστείλει και να εξαλείψει τον θεσμό. Αν και αναφορές για συνεργασία μεταξύ αρματολών και κλεφτών υπήρχαν και πριν τη ρήξη με το οθωμανικό κράτος, μετά την απώλεια των προνομίων τους, εντοπίζεται πιο έντονα η συνεργασία μεταξύ τους εναντίον της οθωμανικής εξουσίας και οι δύο αντίθετες και αλληλοαναιρούμενες ιδιότητες (κλεφτών και αρματολών) γίνονται μία. Σταδιακά, ενισχύεται η εθνική τους συνείδηση απέναντι στον κατακτητή και είναι τότε που κλέφτης και αρματολός γίνονται σημασίες ταυτόσημες και γεννιέται η ανάγκη να οργανώσουν τη δική τους δράση, τον δικό τους επαναστατικό θεσμό, που θα οδηγήσει στα προεπαναστατικά κινήματα και στην Επανάσταση του 1821.
Τα χαρακτηριστικά των παραδοσιακών κλέφτικων τραγουδιών
Το κλέφτικο τραγούδι άνθισε σε περιοχές, όπως η Στερεά Ελλάδα, η Θεσσαλία, η Ήπειρος και η δυτική Μακεδονία, εκεί που έδρασαν κυρίως οι κλεφταρματολοί. Καταγράφουν τη ζωή κλεφτών και αρματολών, όμως δεν εκφράζουν την πραγματικότητα των ιστορικών γεγονότων, αλλά περισσότερο επιλεκτικές απόψεις και αντιλήψεις για σημαντικά πρόσωπα και καταστάσεις. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ερατοσθένης Καψωμένος, «οι λαϊκοί ποιητές επιλέγουν από τη ζωή, τα ήθη, τους κώδικες τιμής και τα κατορθώματα των κλεφτών μόνον ό,τι εξυπηρετεί τον δικό τους σκοπό, που είναι αφενός η αληθοφάνεια (αναφορά σε γνωστά ιστορικά γεγονότα) και αφετέρου η ανάδειξη των αξιών που συνθέτουν την κοινή λαϊκή ιδεολογία».
Τα κλέφτικα τραγούδια «γεννήθηκαν» από την ανάγκη του λαού να εκφράσει την οδύνη ή τον θαυμασμό του για σημαντικά γεγονότα. Ένα ζήτημα που προκύπτει είναι το ποιος θεωρείται ο δημιουργός τους. Κάποιοι μελετητές θεωρούν τα κλέφτικα τραγούδια δημιουργήματα των ίδιων των κλεφτών. Οι κλέφτες συνέθεταν τα τραγούδια, συνήθως όχι για την προσωπική τους προβολή, αλλά αφουγκραζόμενοι τις ανάγκες και τους πόθους της κοινωνίας. Άλλοι μελετητές θεωρούν τα κλέφτικα τραγούδια δημιουργήματα του περιβάλλοντος των κλεφταρματολών. Μια τρίτη προσέγγιση υποστηρίζει ότι, η καταπιεσμένη πλειοψηφία των φτωχών Ελλήνων αναγνώριζε στο πρόσωπο των κλεφτών και των αρματολών το αντιστασιακό πνεύμα και την επαναστατική διάθεση και είχε την ανάγκη να εξυμνήσει τα κατορθώματά τους.
Ο λόγος των κλέφτικων τραγουδιών είναι λιτός και πυκνός, χωρίς μακρηγορίες, με ελάχιστα επίθετα, καθώς η έμφαση δίνεται κυρίως στα ρήματα και τα ουσιαστικά. Παρότι διακρίνονται για τη λιτότητα, η έκφρασή τους είναι γεμάτη πάθος, τόλμη και δραματικότητα. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι τα κλέφτικα τραγούδια ήταν καθιστά, δε χορεύονταν. Το περιεχόμενό τους είναι άλλοτε εγκωμιαστικό και αφορά τη ζωή και τα κατορθώματα των κλεφταρματολών και άλλοτε θρηνητικό, όταν αναφέρονται στο θάνατο αυτών, των παλικαριών ή/και μελών των οικογενειών τους. Στα κλέφτικα τραγούδια αποτυπώνεται η καθημερινή ζωή των κλεφταρματολών, οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, ο θαυμασμός των υποδουλωμένων Ελλήνων για τους αγώνες τους και ο πόνος για τον θάνατο.
Το 1815, ο Goethe, σε μια ομιλία του στους λόγιους του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, δηλώνει εντυπωσιασμένος από την εικονοποιΐα του δημοτικού τραγουδιού και λέει: «Οι εικόνες αυτού του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού είναι εκπληκτικές. Φανταστείτε να βάζει δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ τους! Φανταστείτε έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη! Φανταστείτε ένας κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι, για να μην το πάρουν οι Τούρκοι, αλλά και να μην το πουν στην αρραβωνιαστικιά του!».
Η θεματολογία των παραδοσιακών κλέφτικων τραγουδιών
Όπως αναφέρει ο Σπυρίδων Ζέρβας (2007) στη διδακτορική του διατριβή, υπάρχουν διάφοροι θεματικοί κύκλοι για το κλέφτικο τραγούδι. Με βάση το περιεχόμενό τους, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε: τραγούδια για τον θάνατο, τραγούδια για τα άρματα του νεκρού, τραγούδια που αναφέρονται σε αρπαγές γυναικών, τραγούδια που αναφέρονται σε γυναίκες κλεφτοπούλες, τραγούδια που υμνούν μεγάλες οικογένειες γνωστών κλεφταρματολών, κ.α. Όλα αυτά τα θεματικά στοιχεία μπορεί και να συνδυάζονται στο ίδιο κλέφτικο τραγούδι. Όπως είναι φυσικό, ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός των παραδοσιακών κλέφτικων τραγουδιών, δεν επιτρέπει την λεπτομερή αριθμητική καταγραφή τους. Για τον λόγο αυτό, στο παρόν αφιέρωμα, παρουσιάζονται κάποια κλέφτικα τραγούδια από διαφορετικές θεματικές κατηγορίες. Δυστυχώς, μόνο ένας μικρός αριθμός από τον τεράστιο όγκο των δημοτικών κλέφτικων τραγουδιών διασώζονται μελοποιημένα μέχρι και σήμερα.
Τραγούδια που αναφέρονται στον θάνατο
Ίσως η πιο συνηθισμένη θεματική κατηγορία των κλέφτικων τραγουδιών. Αναφέρονται στον θάνατο των κλεφταρματολών, είτε κατά τη διάρκεια της μάχης, είτε λόγω κάποιας δολοπλοκίας, είτε από φυσικά αίτια και εξυμνούν την ανδρεία και το θάρρος τους, με σκοπό να περάσει το όνομά τους στην αθανασία.
Του Κώστα
Το τραγούδι, πιθανόν, αναφέρεται στον θάνατο του κλέφτη των Αγράφων, Κώστα Καφρίτσα, αν και οι περισσότεροι μελετητές δεν είναι σίγουροι για την ταυτότητα του κλέφτη, στον οποίο αναφέρεται το τραγούδι.
Σηκώνομαι μια χαραυγή, μαύρος από τον ύπνο,
παίρνω νερό και νίβομαι, μαντήλι και σφουγγειώμαι,
ακούω τα δέντρα και βογγούν και ταις οξυαίς και τρίζουν,
και τα λημέρια των κλεφτών και βαριαναστενάζουν.
“Έκατσα και τα ρώτησα γλυκά σαν τη μητέρα.
“Τι έχετε οξυαίς που χλίβεστε, λημέρια που βογγάτε;”
Κ’ εκείνα μ’ αποκρίθηκαν βαριαναστεναγμένα.
“Εχάσαμε την κλεφτουριά και το λεβέντη Κώστα,
οπού ‘χε δώδεκα αδερφούς και τριανταδυό ξαδέρφια,
πού φερνε σκλάβαις παπαδιαίς με τοις παπαδοπούλαις,
πού φέρνε και τοις μπέΐσσαις μ’ αυταίς τοις μπεϊοπούλαις.
Του Κοντογιάννη
Ο Μήτσος και ο Κωνσταντής Κοντογιάννης, γιοι του Γιαννάκη Κοντογιάννη, ήταν αρματολοί της Υπάτης. Ο Κωνσταντής Κοντογιάννης δολοφονήθηκε από τον Δημάκη εκ Μαυρίλου. Το ακόλουθο κλέφτικο τραγούδι περιγράφει την ανακοίνωση του θανάτου του στη μητέρα του.
Κοιμάται αστρί, κοιμάται αυγή, κοιμάται νιο φεγγάρι,
κοιμάται η καπετάνισσα, νύφη του Κοντογιάννη
μέσ’ ‘ς τα χρυσά παπλώματα μέσ’ ‘ς τα χρυσά σεντόνια.
Να την ξυπνήσω ντρέπομαι, να της το πω φοβούμαι,
να μάσω μοσκοκάρυδα να την πετροβολήσω,
ίσως την πάρη η μυρωδιά, ίσως την εξυπνήση.
Σηκώθη η καπετάνισσα και με γλυκορωτάει.
“Το τι μαντάτα μού ‘φερες από τους καπετάνιους;
-Πικρά μαντάτα σού ‘φερα από τους καπετάνιους.
Το Νικολάκη πιάσανε, τον Κωσταντή βαρέσαν.
-Πού σαι, μαννούλα, πρόφτασε, πιάσε μου το κεφάλι,
και δέσ’ το μου σφιχτά, για να μοιρολογήσω.
Και ποιόν να κλάψω από τους δυο; ποιανού να πω τοις χάρες;
Να κλάψω για τον Κωσταντή, ή για το Νικολάκη;
Ήσαν μπαϊράκια ‘ς τα βουνά, και φλάμπουρα ‘ς τους κάμπους.
Του Ζαχαριά
Το κλέφτικο τραγούδι «Του Ζαχαριά» αναφέρεται στον θάνατο του Ζαχαριά, ενός από τα παλληκάρια του Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη, πατέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, και αρχικλέφτη της Μάνης (1780).
Τι έχουν της Μάνης τα βουνά που στέκουν βουρκωμένα;
Δίχως χιόνια χιονίζονται, δίχως βροχή βροχιώνται
απ’ των κλεφτών τα κλαύματα, δάκρυα και μοιρολόγια.
Εσκότωσαν το Ζαχαριά, τον πρώτο καπετάνιο
που’ ταν κολώνα στο Μωριά και φλάμπουρο στους κάμπους.
Όσα χωριά τ’ ακούσανε όλα μαυροντυθήκαν
κι ένα πουλάκι κάθησε ψηλά στο μετερίζι
κι έπαψε να κελαηδεί, μοιρολογάει και λέει:
«Τ’ ακούσατε Μπαρμπιτσιώτισσες και σεις καλοί λεβέντες;
να μην αλλάχτε τη Λαμπρή, τ’ άστρα να μη φορέστε,
σαν του κοράκου το φτερό βάλτε τη φορεσιά σας
και να καθήστε φρόνιμα, μον σφίχτε την καρδιά σας».
Σαν τ’ άκουσαν οι σύντροφοι επέσαν να πεθάνουν
και μια μικρή, μια λιγερή, μια πρώτη του ξαδέλφη
στο σταυροδρόμι κάθεται, στους κάμπους αγναντεύει,
όσοι διαβάτες που περνούν όλους τους διαρωτάει:
– Μην είδατε, διαβάτες μου, τον πρώτο μπουλουξή σας;
– Τι μας ρωτάς κοπέλα μου, τι θέλεις να σου ειπούμε;
Δέκα τουφέκια του ’ριξαν μ’ ασημένια βόλια.
Τον Ζαχαριά τον σκότωσαν στον πύργο του Κουκέα.
Εκεί θ’ ακούσεις κλάυματα, βάγια και μοιρολόγια.
Πως κλαίνε οι Μανιάτισσες τον πρώτο καπετάνιο.
Ο θάνατος του Κίτσου Μπότσαρη
Για τον θάνατο του Κίτσου Μπότσαρη έχουν γραφτεί πολλά κλέφτικα τραγούδια. Ο Κίτσος Μπότσαρης ήταν δευτερότοκος γιος του Γιώργη Μπότσαρη και πατέρας του θρυλικού Μάρκου Μπότσαρη. Είχε μεγαλώσει στην αυλή του Αλή Πασά, ως προστατευόμενός του, αλλά αργότερα έφυγε στην Κέρκυρα, όπου υπηρέτησε στον Ρωσικό στρατό. Το 1813, ο Αλή Πασάς τον κάλεσε να ξαναγυρίσει στην Ήπειρο ως καπετάνιος των Σουλιωτών. Κατά την επιστροφή του, έμεινε στην Άρτα στο σπίτι ενός φίλου του, του Ρίζου. Ο Αλή πασάς ανέθεσε το σχέδιο της δολοφονίας του στον έμπιστό του αρματολό του Βάλτου, Γώγο Μπακόλα, που εισέβαλε στο σπίτι του Ρίζου και δολοφόνησε τον Κίτσο Μπότσαρη.
Ο ήλιος εσκοτίδιασε και το φεγγάρι χάθη,
Που βάρεσαν τον Μπότσαρη, τ’ άξιο το παλληκάρι·
Που στον ντουνιά δεν ήτανε και δεν μεταγενιέται.
Ο Γυφτογώγος το σκυλί αντάμα με τον Νούρη
Βαλμέν’ απ’ τον Αλή πασά κι από τον σελιχτάρη
Στον τόπον που κοιμώτανε, τον έγαφαν με μπέσα.
Τρία τουφέκια του ρίξαν όλα με μπαλαρμάθες,
Λίγη φωνίτσαν έσυρε, πριχού να ξεψυχήση·
– Το πούσαι Νότη μ’ αδελφέ και συ Μάρκε παιδί μου,
Το αίμά μου να σύρετε ς τ’ Αλή πασά το ντσάκι,
Δεν τόχω πως με βάρεσαν μηδέ πως αποθαίνω,
Μουν τόχω πως δεν έζησα σ’ ένα μεγάλο τσέγκι,
Να δειάσω το τουφέκι μου, να παίξω το σπαθί μου.
Δόστε μαντάτα στους Κορφούς, στους μαύρους του συντρόφους.
Άλλα γνωστά κλέφτικα τραγούδια που αναφέρονται στον θάνατο είναι τα: «Του Μιλιώνη», «Στο θάνατο του πρωτοκλέφτη», «Στου Κιαμίλ Μπέη», «του «Μποταϊτη Μήτρου», «Του Ανδρούτσου», «Του Λιάκου», «Ο Πλιάτσικας», «Του Στουρνάρη», «Του Λεπενιώτη» και αμέτρητα ακόμη.
Τραγούδια που αναφέρονται στα άρματα του νεκρού
Εκτός από την εξύμνηση του θανάτου του νεκρού και τη μετάβαση στον «κάτω κόσμο», τα κλέφτικα τραγούδια έδιναν έμφαση στην τύχη των όπλων και των αρμάτων του νεκρού, που έπρεπε να δοθούν σε κάποιο από τα πρωτοπαλλήκαρά του και, κυρίως, σε αυτόν που θα διαδέχονταν τον καπετάνιο.
Του Κίτσου
Το τραγούδι αυτό υπάρχει σε πολλές εκδοχές και φαίνεται να αναφέρεται σε έναν κλέφτη του Βάλτου και του Ξηρομέρου της Ακαρνανίας. Ο κλέφτης κατάφερε να γλιτώσει το κρέμασμα από τους Τούρκους, αλλά επιστρέφοντας από τη μάχη προς τα Άγραφα, στην οποία σκοτώθηκε ο αδερφός του και πέντε από τα παλληκάρια του, τραυματίστηκε θανάσιμα. Η αβεβαιότητα, ωστόσο, για το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται το τραγούδι, το τοποθετεί σε εκείνα τα άσματα, που πέρα από τον προσωποποιημένο κλέφτη, μετατρέπονται σε γενικό ύμνο όλων των κλεφτών.
Στους τελευταίους στίχους η μητέρα του, σαλεμένη από τον πόνο και τη δυστυχία, αναρωτιέται για την τύχη των αρμάτων του γιου της, που είναι σύμβολα της υπερηφάνειας και της ελευθερία του∙ η κληρονομιά που αφήνει πίσω του. Η μητέρα του μοιρολογεί για ό,τι πιο ιερό απέμεινε από αυτόν στον πάνω κόσμο.
Του Κίτσ’ η μάνα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι μου λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω,
για να περάσ’ αντίπερα πέρα στα κλεφτοχώρια,
οπώχουν οι κλέφτες σύνοδο, οπώχουν τα λημέρια».
Τον Κίτσο τον επιάσανε και παν’ να τον κρεμάσουν,
χίλιοι τον πάνε απ’ ομπροστά και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι ολοξωπίσω πήγαινε η δόλια του η μανούλα.
μυριολογούσε κι έλεγε, μυριολογά και λέγει.
-Κίτσο μου πού ’ναι τ’ άρματα τα έρμα τα τσαπράζια;
Λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου, δεν κλαις και την αντρειά μου,
μον κλαις τα έρμα τ’ άρματα, τα έρμα τα τσαπράζια.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Του Μπέη
Το όνομα του κλέφτη που αναφέρεται στο τραγούδι δεν είναι γνωστό. Μια παραλλαγή τον ονομάζει Βέβρο, άλλη Δήμο, άλλη Γιαννάκη. Το σημαντικό όμως σε αυτό το τραγούδι δεν είναι η ταυτότητα του κλέφτη, αλλά η συνομιλία του με το άλογό του, τον πιστό του σύντροφο, που του συμπαραστέκεται σε χαρές και λύπες. Το άλογό του αποκτά υπερφυσικά χαρίσματα και προλέγει στον αφέντη του τον θάνατό του.
Κάτου ‘ς του Φονιά τον κάμπο
και ‘ς της θάλασσας τον άμμο,
‘ς ένα δέντρο φουντωμένο,
μπέης ήταν ξαπλωμένος,
κ’ είχε τάτι του δεμένο,
και βαριά σιδερωμένο.
Βρόνταγε τα πέταλα του,
κ’ έσκουζε για τον αγά του.
“Σήκω απάνου, αφέντη μπέη,
σε γυρεύουν ‘ς το σεφέρι,
τι σκουριάσουν τ’ άρματά σου,
και τα σημοχάντζαρά σου.
-Δεν μπορώ, καϊμένε γρίβα,
γιατί μ’ έχουν λαβωμένο,
‘ς την καρδιά πιτυχημένο.
Σύρε, σκάψε με τα νύχια,
με τ’ αργυροπέταλά σου,
τραύηξέ με με τα δόντια,
ρήξε με μέσα ‘ς το χώμα.
Έπαρε και τ’ άρματά μου,
δώσε τα ‘ς τα γονικά μου.
Έπαρε και το μαντήλι,
το χρυσό το δαχτυλίδι,
να τα πάγης της καλής μου,
να με κλαίη όταν τα βλέπη.»
Γνωστά κλέφτικα τραγούδια που αναφέρονται στα άρματα του νεκρού είναι τα: «Των φονεμένων τ’ άρματα», «Στο θάνατο του πρωτοκλέφτη», «Του Λιάκου», «Του Ραμαντάνη τ’ άρματα», «Του Λιβίνη», «Του Λευτέρη», «Του Ραγκαβάνη» κ.α.
Τραγούδια που αναφέρονται σε γνωστές οικογένειες κλεφτών
Πολλοί από τους κλέφτες έχαιραν μεγάλης αγάπης από τον λαό, καθώς αποτελούσαν γι’ αυτούς εκφραστές της ελευθερίας και του αδούλωτου πνεύματος. Έτσι, πολλά από τα κλέφτικα τραγούδια αναφέρονται σε πρόσωπα γνωστών μεγάλων οικογενειών κλεφτών.
Του Μπουκουβάλα
Η δράση της οικογένειας Μπουκουβάλα υπήρξε ιδιαίτερα γνωστή και πολύ αγαπητή για τους ανθρώπους της Δ. Στερεάς, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες κλέφτικες φαμίλιες των Αγράφων που τραγουδήθηκε σε πολλά κλέφτικα τραγύδια.
Τ’ είν’ ο αχός που γίνεται και ταραχή μεγάλη;
Μήνα βουβάλια σφάζονται; μήνα θεριά μαλώνουν;
Κι ουδέ βουβάλια σφάζονται κι ουδέ θεριά μαλώνουν,
ο Μπουκοβάλας πολεμά με χίλιους πεντακόσιους,
στη μέση στο Κεράσοβον, και στην Καινούργιαν χώραν.
Κόρη ξανθή εχούιαξεν από το παραθύρι.
«πάψε Ιαννη, τον πόλεμον, πάψε και τα τουφέκια,
να κατακάτσει ο κορνιαχτός, να σηκωθεί αντάρα,
να μετρηθεί τ’ ασκέρι σου, να ιδούμεν, πόσοι λείπουν».
Μετρούντ’ οι τούρκοι μια φορά και λείπουν πεντακόσιοι.
Μετρούνται τα κλεφτόπουλα τους λείπουν τρεις λεβέντες
επήγ’ ο ένας στο νερό, κι ο άλλος ψωμί να φέρει,
ο τρίτος ο καλύτερος στέκεται στο τουφέκι.
Των Κολοκοτρωναίων
Σημαντική οικογένεια που ύμνησε το κλέφτικο τραγούδι είναι αυτή των Κολοκοτρωναίων, η δράση της οποία ξεκινάει από πολύ παλιά. Το τραγούδι φαίνεται να αναφέρεται στον Κωνσταντίνο Κολοκοτρώνη, πατέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που συγκρούσθηκε το 1779 με τον Καπουδάν πασά.
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τα ’λαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
πόχουν τ’ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια,
όπου δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
καβάλα παν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλωριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλωριά ρίχνουν στους άγιους,
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
«Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια».
Κι ο Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
«Τούτ’ οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
ελάτε να σκορπήσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε Γεώργο μ’ στον τόπο σου, Νικήτα στο Λιοντάρι.
Εγώ πάου στην Καρύταινα, πάου στους εδικούς μου,
ν’ αφήκω στη διαθήκη μου και τις παραγγολές μου,
τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο να πάω».
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα κλέφτικα παραδοσιακά τραγούδια
Εξετάζοντας κανείς το πλήθος των δημοτικών κλέφτικων τραγουδιών, μπορεί να εντοπίσει σε αυτά, εκτός από ομοιότητες στην θεματολογία, πολλά επαναλαμβανόμενα στοιχεία και μοτίβα.
Η φιγούρα της μάνας
Σε κάποια κλέφτικα τραγούδια εκφράζεται η υπερηφάνεια της μητέρας για τον γιο της και τα κατορθώματά του. Τα περισσότερα, ωστόσο, κλέφτικα τραγούδια περιγράφουν τη μάνα ως τραγική φιγούρα. Τα συγγενικά πρόσωπα των κλεφταρματολών (μανάδες, κόρες, γυναίκες) ήταν εκείνα που αναλάμβαναν, κυρίως, το μοιρολόι για το χαμό τους. Η μητέρα που εκφράζει τη λύπη και την απελπισία της για τον θάνατο του γιου της αποτελεί την αφετηρία, αλλά και την κεντρική μορφή πολυάριθμων κλέφτικων τραγουδιών.
Τ’ Ανδρούτσου η μάνα χαίρεται/ του Διάκου καμαρώνει./ Γιατί έχουν γιούς αρματωλούς/ και γιους καπεταναίους/ Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά/ και Διάκος την Αλαμάνα. (Του Ανδρούτσου η μάνα χαίρεται)
Του Κίτσ’ η μάνα θλίβεται, του Κίτσ’ η μάνα κλαίει/ Με το ποτάμι μάλωνε, με τα βουνά μαλώνει. (Του Κίτσου)
Να πείτε της μανούλας μου, της παραπονεμένης/ ποτέ να μη με καρτερεί, ποτέ να μη με πετυχαίνει./ Μην πείτε πως σκοτώθηκα, μην πείτε πως εχάθην./ Να πείτε πως παντρεύτηκα στον έρημο το λόγκο. (Του Ξυλικιώτη)
Κι αν τύχει και να σκοτωθώ, στο νου μου δεν το βάνω/ Και συ μάνα μ’ μη λυπηθείς και μη μαυροφορέσεις/ Το γιό σου κι αν σκοτώσουνε ήτανε παλικάρι. / Τα παλικάρια δεν τα κλαιν, δεν τα μοιριολογάνε! (Του Αλέξη)
Μάννα, μ’ έκαταράστηκες, βαρειά κατάρα μου είπες./ Κλέφτης να βγης, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχης,/ ολημερίς ‘ς τον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι,/ και ‘ς τα γλυκοχαράματα να πιάνης το ταμπούρι. (χωρίς τίτλο)
Οι αναφορές στην θρησκεία
Ένα άλλο επαναλαμβανόμενο μοτίβο είναι οι αναφορές στη χριστιανική θρησκεία, είτε με έμμεσο (με αναφορές στα 3 πουλάκια και την απεικόνιση του Τριαδικού Θεού), είτε με πιο προφανή τρόπο.
Τρία πουλάκια κάθονταν ’ς τον’Επαχτο ’ς τη ράχη/ Το’ να τηράει τη Βόνιτσα, τ’ άλλο τηράει τον κάμπο,/ το τρίτο το καλύτερο μυργιολογάει και λέει. (Του Τσούλκα)
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε/ Καβάλα πάν’ στην εκκλησιά για να λειτουργηθούνε./Φλωριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλωριά ρίχνουν στους Αγίους/ και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες./«Χριστέ μας βλόγα τις πάλες μας, βλόγα μας και τα χέρια. (Χωρίς τίτλο)
Μια παπαδιά αγνάντεψε από ψηλή ραχούλα./-Πού ’στε παιδιά του Μπότσαρη, παιδιά του Κουτσονίκα. (Ζαμπέλιου, Κουτσονίκας και Μπότσαρης)
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,/καβάλα παν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,/καβάλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι. (Των Κολολοτρωναίων)
Το μυθικό στοιχείο
Δεν είναι λίγες οι φορές που συναντάμε το υπερβατικό στοιχείο στα κλέφτικα τραγούδια. Οι ήρωες εμφανίζονται να συνομιλούν με στοιχεία της φύσης, τα άρματά τους, τα ζώα, εξωτερικεύοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους.
Τ’ έχεις καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένος/ με τις ριζούλες στο νερό και πάλι μαραμένος;/ Παιδιά μ’ σαν με ρωτήσατε, να σας το μολογήσω./ Αλή πασάς επέρασε με δεκοχτώ χιλιάδες./ Κι όλοι στον ίσκιο μ’ έκατσαν, εκάτσαν στη δροσιά μου/ κι όλοι σημάδι μ’ έβαλαν, κι όλοι με τουφεκίσαν. (Τ’ έχεις καημένε πλάτανε)
-Πούθε έρχεσαι πουλάκι μου και πούθε κατεβαίνεις;/-Από τη Βέργια έρχομαι και στ’ Άγραφα πηγαίνω. (Ο Νικολός και ο Σταθάκης)
Βρόνταγε τα πέταλα του,/ κ’ έσκουζε για τον αγά του./ “Σήκω απάνου, αφέντη μπέη,/ σε γυρεύουν ‘ς το σεφέρι,/ τι σκουριάσουν τ’ άρματά σου,/ και τ’ ασημοχάντζαρά σου. (Του Μπέη)
Τουφέκι μου περήφανο, πιστόλια πέρα πέρα,/ και συ σπαθί μου διμισκί με τη χρυσή τη χούφτα,/ δεν πρέπεστε για κρέμασμα, κι’ ουδέ για το παζάρι,/ μόν πρέπεστε για λεβεντιά και για λιανή μεσούλα. (Ο γέρος κλέφτης)
Το στοιχείο της φύσης
Τα στοιχεία της φύσης είναι παρόντα στα περισσότερα κλέφτικα τραγούδια. Η φύση, σύμβολο ελευθερίας, είναι αυτή που περιβάλλει τον κλέφτη σε κάθε πτυχή της ζωής του, από τις χαρές μέχρι και τον θάνατο. Επιπλέον, ο ερχομός της άνοιξης, δημιουργούσε πάντα αγαλίαση στους κλεφταρματολούς που ζούσαν μια σκληρή ζωή σε δύσβατες περιοχές και που, συχνά, αντιμετώπιζαν τις δυσκολίες των καιρικών φαινομένων.
Ανάμεσα σε τρεις θάλασσες Χασανερά κι’ Άγιον Όρος/ βγήκαν τρία αστέρια λαμπερά και τρία θαμπουμένα/ και το φεγγάρι το λαμπρό πολύ σκοταδιασμένο. (Του Καραμήτσου)
Βαστάτε, Τούρκοι, τ’ άλογα, λίγου να ξανασάνω/ να χαιρετίσω τα βουνά κι τις ψηλές ραχούλες,/ να χαιρετίσω τις πλαγιές, τις δροσερές βρυσούλες. (Βαστάτε, Τούρκοι, τ’ άλογα)
Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε, κλαίνε τα κλαριά,/ κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα,/ κλαίνε τα μονοπάτια που περπάταγα,/ κλαίνε κ’ οι κρυοβρυσούλαις πόπινα νερό. (Του λαβωμένου κλέφτη)
Και βγάλτε τα χαντζάρια σας, φκειάστε μ’ ωριό κιβούρι/ να ναι πλατύ για τ’ άρματα, μακρύ για το κοντάρι./ Και ‘ς τη δεξιά μου τη μεριά ν’ αφήστε παραθύρι,/ να μπαίνη ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ,/ να μπανοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια,/ και να περνούν οι γέμορφαις, να με καλημεράνε. (Του κλέφτη το Κιβούρη)
Το στοιχείο της υπερβολής
Τα κατορθώματα και η ανδρεία των κλεφταρματολών διατυπώνονταν πολλές φορές με υπερβολικό τρόπο. Πολλά κλέφτικα τραγούδια αποδίδουν στους ήρωές τους υπερφυσικές δυνάμεις. Το στοιχείο της υπερβολής χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την ανδρεία των μαχητών, την αυτοθυσία και τον ηρωισμό τους, αλλά και για εξυψώσει το ηθικό των Ελλήνων μπροστά στην αριθμητική υπεροχή των Οθωμανών.
Ο Μπουκοβάλας πολεμά με χίλιους πεντακόσιους,/ στη μέση στο Κεράσοβον, και στην Καινούργιαν χώραν. (Του Μπουκουβάλα)
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές,/ και λείπουν τρεις χιλιάδες./ Μετριούνται τα κλεφτόπουλα/ και λείπουν τρεις λεβέντες. (Στη μέση στην Αράχωβα)
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και πάν να τον κρεμάσουν,/ χίλιοι τον πάν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω. (Του Κίτσου)
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες./ Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες. (Του Διάκου)
Διάσωση των δημοτικών κλέφτικων τραγουδιών
Τα κλέφτικα αυτοσχέδια τραγούδια, μέρος της προφορικής παράδοσης, δεν ξεπερνούσαν, συνήθως, τα όρια της περιοχής στην οποία δημιουργήθηκαν. Άλλωστε, η κάθε περιοχή είχε τους δικούς της ήρωες, τις δικές της μεγάλες οικογένειες κλεφταρματολών, τις δικές της μάχες, τους δικούς της νεκρούς. Ως αποτέλεσμα, χάθηκε ένα μεγάλο μέρος της δημοτικής προφορικής παράδοσης που δεν κατάφερε να διασωθεί είτε από την προφορική παράδοση, είτε από τις καταγραφές φιλελλήνων, όπως ο Claude Fauriel.
Το 1814 στη Βιέννη, ο Βαρώνος Werner von Haxthausen, δημιούργησε την πρώτη ανέκδοτη συλλογή ελληνικών τραγουδιών. O Claude Fauriel, Γάλλος ακαδημαϊκός φιλόλογος και ιστορικός, ήταν ο πρώτος που κατέγραψε συστηματικά και δημοσίευσε το 1824-1825 δύο τόμους με τίτλο «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια» (μεταξύ των οποίων και κλέφτικα) και συνέβαλε στον αγώνα για την ανάδειξη της ελληνικής ψυχής στην Ευρώπη και την ευαισθητοποίηση των ευρωπαίων στον αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία τους.
Πολύ αργότερα, το 1895, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, προσπαθώντας να εκδώσει τη μελέτη του «Ο θάνατος του Ανδρούτσου», διαπίστωσε ότι το νεοσύστατο κράτος δεν κρατούσε αρχείο της Επαναστάσεως του 1821. Θυσιάζοντας τους προσωπικούς του πόρους και με τη βοήθεια του φίλου του Αντώνη Μπενάκη, ξεκίνησε έναν αγώνα και μια τεράστια προσπάθεια για να περισυλλέξει κάθε λογής ιστορικό έγγραφο, από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης έως και το 1968. Αναζήτησε χειρόγραφα και γράμματα των αγωνιστών από συγγενείς και φίλους τους, διαπιστώνοντας ότι πολλά από αυτά είχαν πωληθεί σε μπακάλικα για… κόλλες περιτυλίγματος. Το γεγονός αυτό μπορεί να μας προκαλεί μεγάλη έκπληξη, ωστόσο, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας αφενός την οικονομική κατάσταση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (το χαρτί τότε είχε ιδιαίτερη αξία), και αφετέρου το ότι η διάσωση της παράδοσης δεν ήταν το κύριο μέλημα των λιγοστών τότε εγγράμματων Ελλήνων. Σε μια χώρα, που δεν είχε αρχειακή συνείδηση, ο Βλαχογιάννης έδωσε μια μικρή περιουσία για να τα αγοράσει και, τελικά, κατάφερε να συλλέξει έγγραφα που ξεπερνούσαν τις 300.000 σελίδες. Διέσωσε, επίσης, το «Αρχείον Αγώνος», το οποίο φυλασσόταν στο Αρχειοφυλακείο, που είχε ιδρύσει ο Καποδίστριας, το οποίο, όμως, όταν καταργήθηκε η φύλαξή του, περιήλθε στο Ελεγκτικό Συνέδριο (1885) και ένα μέρος του μεταφέρθηκε στη Βουλή. Για «λόγους χώρου», οι τότε γραφειοκράτες είχαν αποφασίσει να το εκποιήσουν (1893) με δημοπρασία! (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, 16.4.1893)
Αν και στα τέλη του 19ου αιώνα τα δημοτικά τραγούδια άρχισαν να παρακμάζουν, κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι αποτέλεσαν τα πρώτα «μνημεία» που διασώθηκαν στη νεοελληνική γλώσσα. Ωστόσο, κάποιοι λόγιοι, αγνοώντας τον πλούτο των ιδιωματισμών και την πλαστικότητα της γλώσσας, από τα χρόνια ήδη της οθωμανοκρατίας, προσπάθησαν να τα «ευπρεπίσουν». Παράλληλα, αποσκοπώντας στη δημιουργία εθνικής ταυτότητας, ορισμένοι από αυτούς προχώρησαν στη σύνθεση πλαστών τραγουδιών προκειμένου να εξυμνήσουν κάποιον ήρωα ή ένα σημαντικό περιστατικό, καταλήγοντας, ωστόσο, σ’ ένα φαιδρό αποτέλεσμα. Αναμφίβολα, όμως, τα κλέφτικα τραγούδια αποτέλεσαν το πρόσωπο και την ψυχή της επανάστασης και μέχρι και σήμερα εξακολουθούν να συγκινούν.
Βλέπε επίσης:
Σημείωση: Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τον κύριο Σπυρίδωνα Ζέρβα για το εξαίρετο έργο του στη διδακτορική του διατριβή με θέμα «Το κλέφτικο τραγούδι (18ος – 19ος αι.): Ιστορία και μουσική τέχνη στη βασική εκπαίδευση και την παιδεία», το οποίο αποτέλεσε μεγάλη βοήθεια στη συγγραφή του παρόντος κειμένου.
Κείμενο: Αθηνά Δανιηλίδου (Lavart)
Πηγές: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12
Καψωμένος, Ε. (2008). Δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, Αθήνα: Πατάκης.
Πολίτης Α. (2201). Το δημοτικό τραγούδι. Αθήνα: Εστία.
Πολίτης, Α. (2010). Το δημοτικό τραγούδι. Εποπτικές προσεγγίσεις. Περνώντας από την προφορική στη γραπτή παράδοση. Μικρά αναλυτικά, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Πολίτης, Λ. (2009). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.