Ο Darmon Richter μας ξεναγεί στη μετα-αποκαλυπτική «Απαγορευμένη Ζώνη»
Έχουν περάσει πλέον 34 χρόνια από την έκρηξη που συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο. Στις 26 Απριλίου του 1986, ο χρόνος σταμάτησε στη 01:23:40. Έκτοτε, πολλά έχουν αλλάξει, αλλά και έχουν παραμείνει ίδια. Από τη μία κάτοικοι, οι οποίοι χρειάστηκε να εκκενώσουν την περιοχή μετά το ατύχημα, έχουν επιστρέψει στην ευρύτερη ζώνη, μεταξύ των 10 και 30 χιλιομέτρων από το εργοστάσιο του Chernobyl και συνεχίζουν κανονικά τη ζωή τους. Από την άλλη, στη σταματημένη στο χρόνο πόλη του Pripyat ο μόνος κάτοικος είναι η βλάστηση που οργιάζει.
Σήμερα η Απαγορευμένη Ζώνη αποτελεί πόλο έλξης για πολλούς τουρίστες, ενώ πολλές τουριστικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στην περιοχή, διοργανώνοντας ημερήσιες ξεναγήσεις. Αντίστοιχα πολλοί είναι και οι φωτογράφοι που έχουν απαθανατίσει ανά τα χρόνια την πόλη-φάντασμα, η οποία εκκενώθηκε 36 ώρες μετά την έκρηξη και δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ.
Ο συγγραφέας και φωτογράφος Darmon Richter, ωστόσο, δεν έμεινε απλώς στις τυπικές ξεναγήσεις και στις φωτογραφίες που θα τραβούσε ο οποιοσδήποτε επισκέπτης, αλλά προχώρησε βαθύτερα στην Απαγορευμένη Ζώνη. Όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος σε πρόσφατη συνέντευξή του το ενδιαφέρον του για μετα-αποκαλυπτικά τοπία και η έντονη παρουσία της άγριας φύσης σ’ αυτά ήταν που τον οδήγησε στο να επισκεφθεί αρχικά το Chernobyl και, τελικά, να καταλήξει να σκιαγραφήσει μια άλλη πλευρά του, αυτή της «τέχνης μετά», δημιουργός της οποίας είναι μόνο ο χρόνος.
Έτσι, στο βιβλίο του Chernobyl: A Stalker’s Guide διηγείται μέσα από δυνατές φωτογραφίες αυτή του την πορεία, καθώς, όπως ο ίδιος εξηγεί, δεν είναι δυνατή η πρόσβαση σε όλα τα σημεία της Ζώνης. Έτσι, προκειμένου να μπορέσει να απαθανατίσει αυτή την απόκοσμη και άγρια ομορφιά στο σύνολό της, έπρεπε να πάρει πιο παράνομα μονοπάτια. Ακολουθώντας, λοιπόν, τους λεγόμενους «stalkers», μια αναπτυσσόμενη υπο-κουλτούρα, αρκετά διαδεδομένη πλέον στην Ουκρανία, που δραστηριοποιείται κυρίως σε τέτοιου είδους επισκέψεις στην Απαγορευμένη Ζώνη, πέρασε 4 ημέρες κάνοντας πεζοπορία στην περιοχή, ενώ την ίδια στιγμή έπρεπε να κρύβεται από τους φρουρούς και να κοιμάται σε εγκαταλελειμμένα σπίτια.
Αναμφίβολα, τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Ο Richter, μέσα από το υλικό του, κατορθώνει πολύ επιτυχημένα να επικοινωνήσει ακριβώς την αίσθηση της εγκατάλειψης, της βεβιασμένης φυγής, αλλά και της ιστορίας και του παρελθόντος που φέρει αυτός ο τόπος. Ταυτόχρονα, αποτυπώνει την κυριαρχία της φύσης στην άλλοτε ζωντανή πόλη του Pripyat, η οποία ιδρύθηκε μόλις το 1970, με σκοπό να φιλοξενήσει τους εργάτες του εργοστασίου του Chernobyl και αποτελούσε μία από τις πιο όμορφες και οικονομικά ευημερείς πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης.
Πλέον, από τους 50.000 κατοίκους μένουν μόνο τα αντικείμενα που αφήσουν πίσω τους, τα οποία μοιάζουν να περιμένουν υπομονετικά να χρησιμοποιηθούν και πάλι, ενώ παντού είναι παρούσες οι εικόνες του παλαιού σοβιετικού καθεστώτος και μιας πόλης που ετοιμαζόταν να γιορτάσει την Εργατική Πρωτομαγιά. Όλα αυτά παγωμένα και ακίνητα, φθαρμένα ως προς την υλική τους υπόσταση, αλλά και άφθαρτα στη μνήμη πολλών.
Το Chernobyl ως γεγονός έχει αναντίρρητα συνδεθεί με τις έννοιες της καταστροφής, της ανεπανόρθωτης βλάβης και του τρόμου. Το Chernobyl, όμως ως μέρος, δεν μπορεί να μην περάσει στην κοινή συνείδηση ως «η επόμενη μέρα», με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Εξάλλου, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Richter για το βιβλίο του: «Αυτό είναι ένα βιβλίο για ένα μυθικό-ποιητικό τοπίο, το οποίο συγγραφείς, καλλιτέχνες και σκηνοθέτες ονειρεύονταν πολύ συμβεί η ίδια η καταστροφή του Chernobyl».
Κείμενο: Μαρίλη Αγάθου (Lavart)
Πηγές φωτογραφιών: 1, 2, 3, 4, 5, 6
Πηγές: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10