Το οδοιπορικό του Leonard για τον Leonard Cohen.
Ο Λέοναρντ Κοέν γεννήθηκε στον Καναδά την 21η Σεπτεμβρίου του 1934 και πέθανε 7 Νοεμβρίου του 2016.
-θα συνόψιζα την καριέρα μου ως ένα παράδειγμα απίστευτα καλής τύχης. Πραγματικά δεν έχω κάτι παραπάνω να πω από «ευχαριστώ»-
Με τον Leonard Cohen συναντηθήκαμε πρώτη φορά το 1959 σε ένα βουνό στην Ύδρα. Δεν θυμάμαι που ακριβώς. Θυμάμαι μόνο ότι ήταν καλοκαίρι και ότι μάλλον ήταν απόγευμα. Παρά την ξέγνοιαστη και ανακουφιστική θέα, ξέρω ότι ο Λέοναρντ δεν είναι έτσι. Στα αυτιά μου αναπαράγει αυτό το οξύμωρο σχήμα του χαρούμενου ήχου με βαθιά καταθλιπτικό νόημα που δημιουργεί αντιφατικά συναισθήματα και έντονες συγκρούσεις. Είναι φανερό! Στην Αγγλία τον φώναζα Γελαστό Λεν. Στις υπόλοιπες χώρες θυμόμουν πάλι την καταθλιπτικότητα των τραγουδιών του.
Έχει ενδιαφέρον να συζητάς μαζί του. Είναι από τους ανθρώπους που θέλεις να τους ξεψαχνίσεις μέχρι τέλους. Εγώ δεν πιστεύω στον Θεό. Εκείνος πίστευε, και αυτό φαίνεται στους στίχους του και στα γραψίματά του. Άλλωστε το 1994 έγινε βουδιστής και έπειτα χειροτονήθηκε μοναχός, μέχρι το 1999 όπου αποφάσισε να εκδώσει 2 δίσκους. Και όσο και αν δεν πιστεύω, η δική του σχέση με την θρησκεία μου δημιουργεί θαυμασμό.
«Τη θρησκεία την βλέπω ως μία τεχνική ενδυνάμωσης και μία τεχνική για να καταστήσουμε το σύμπαν φιλόξενο. Πιστεύω πως υπάρχει πραγματικά μία δύναμη με την οποία μπορούμε να συντονιστούμε. Εμένα μου είναι εύκολο να αποκαλώ αυτή τη δύναμη Θεό. Κάποιοι άνθρωποι δυσκολεύονται. Τους αναφέρεις την λέξη Θεός και εμφανίζουν πολλές αρνητικές αντιδράσεις. Απλούστατα δεν τους αρέσει».
Έτσι, όταν διαβάζω τα μυθιστορήματά του ή ακούω τους στίχους του, η θρησκεία αντανακλάται και στην δική μου σκέψη ως κάτι οικείο.
Κάποια μέρα, ενώ πίναμε καφέ, θυμήθηκε τον πατέρα του και μαζί με αυτόν την πρώτη του επαφή με το μολύβι και το χαρτί. Ήταν όταν ο πατέρας του πέθανε, που ο Cohen έγραψε κάτι για εκείνον σε ένα χαρτί, το έραψε σε ένα παπιγιόν του πατέρα του και το έθαψε στην αυλή. «Εκεί ξεκίνησαν όλα» μου είπε. Συμπληρώνοντας ότι:
«ξεκίνησα να γράφω τα δικά μου μυθιστορήματα επειδή δεν μπορούσα να διαβάσω των άλλων».
Έπειτα, ήρθε η μουσική, ως μέσο βιοπορισμού κυρίως. Παρόλαυτά αποτελεί βιοποριστικό εργαλείο και για την ψυχή του Λέοναρντ. Τα μουσικά ερεθίσματα υπήρχαν εκ γενετής, όμως ο Cohen έπιασε πρώτη φορά κιθάρα στα 12, όταν την αγόρασε από ένα ενεχυροδανειστήριο. Κάπως, κάπου, βρήκε έναν δάσκαλο να του μάθει λίγα πράγματα, όμως του έμαθε πολλά, ίσως τα πιο σημαντικά, όπως έχει πει. Και ας μη ξέρει να τραγουδάει, το τραγούδι είναι αναγκαίο για την ζωή του και θα υπήρχε ακόμα και αν έλειπε το πλήθος κόσμου που ακολουθεί τις συναυλίες του.
«Ξέρετε, ο κόσμος έλεγε πως ήξερα μόνο τρεις συγχορδίες, ενώ ήξερα πέντε» 1994.
Στα τραγούδια του κρύβει λανθάνοντα μηνύματα και αυτό είναι πιο επαναστατικό από τη σαφή αντίδρασή του στα γεγονότα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο δίσκος του “The Future” που κυκλοφόρησε το 1992. Παρόλαυτα δεν ήταν επαναστάτης και τα τραγούδια του δεν είχαν έντονο και φανερό τον πολιτικό τους χαρακτήρα, τουλάχιστον όχι έτσι όπως έχουμε συνηθίσει στις μέρες μας.
«πιστεύω ότι όλα τα τραγούδια μου είναι πολιτικά κατά κάποιον τρόπο, αλλά αυτό [είναι] ειδικά στην ηχογραφημένη εκτέλεση, όπου η τελευταία στροφή είναι πραγματικά εναντίον ενός κάποιου είδους εξουσίας». Για το “A singer must die”, 1988.
Τέλος, αν πάντοτε είχα μία απορία για τους καλλιτέχνες που μου προκαλούν δέος, είναι η μουσική που ακούνε οι ίδιοι, όταν απομακρύνονται από την σκηνή και το πλήθος και μένουν μόνοι πια στο σπίτι τους. Ευτυχώς – για εμάς – ο Leonard Cohen το 1988 ξεχώρισε 10 από τα αγαπημένα του κομμάτια:
1. “Window up above”, George Jones
2. “A case of you”, Joni Mitchell
3. “Brownsville girl”, Bob Dylan
4. “Etude: Op. 10, No 1 in C”, Chopin
5. “Losing hand”, Ray Charles
6. “House without Windows”, Roy Orbison
7. “Les Amants D’un Jour,’ Edith Piaf
8. “Waltzing Matilda”, Tom Waits
9. “Famous blue raincoat”, Jennifer Warnes
10. “I fall pieces”, Patsy Cline
Πηγή πληροφοριών:Cohen L. (2018), “Ο Λέοναρντ Κοέν με δικά του λόγια“, ανθ./μτφ.: Εύη Μαραγκού, εκδ. Μελάνι.
Κείμενο: Ταμβάκη Μαρία (Lavart).