Η συγγραφέας του αριστουργήματος «Ανεμοδαρμένα Ύψη», που υπέγραφε με το ψευδώνυμο Έλλις Μπελ
Η Έμιλυ Τζέιν Μπροντέ, όπως είναι ολόκληρο το όνομά της, γεννιέται στις 30 Ιουλίου 1818 κοντά στο Γιορκσάιρ της Αγγλίας. Είναι το πέμπτο από τα έξι παιδιά του κληρικού Πάτρικ Μπροντέ και της συζύγου του, Μαίρης. Ωστόσο, η τύχη δε φαίνεται να είναι με το μέρος της οικογένειας, καθώς ο πατέρας της μένει χήρος πολύ νωρίς και οι δυο μεγαλύτερες αδερφές της, Μαρία και Ελισάβετ, πεθαίνουν λίγο αργότερα από φυματίωση.
Η Σάρλοτ, η Έμιλυ, η Ανν και ο αδερφός τους Μπράνγουελ θα μεγαλώσουν μαζί με τη θεία τους, η οποία συνηθίζει να τους διηγείται παραμύθια με ξωτικά, μαγεμένα δάση και μάγισσες, που γοητεύουν τα παιδιά. Ξεκινούν να δημιουργούν τους δικούς τους φανταστικούς κόσμους, κομμάτια των οποίων εξιστορούνται αποσπασματικά στα ημερολόγια της Έμιλυ.
Παρά τις προσπάθειες της θείας της να αναθρέψει τρεις μικρές κυρίες, η Έμιλυ συχνά την ξαφνιάζει με την τραχύτητα του χαρακτήρα της. Ενδεικτική είναι η απάντησή της στον πατέρα της, όταν εκείνος της εκμυστηρεύεται προβληματισμένος τη δυσκολία του να χειριστεί τον επίσης ατίθασο αδερφό της: «Κουβέντιασε λογικά μαζί του και, αν δεν ακούει, μαστίγωσέ τον». Δεν είναι τυχαίο το προσωνύμιο «ταγματάρχης», με το οποίο την αποκαλούν οι αδερφές της.
Το Σεπτέμβρη του 1838, η Έμιλι γίνεται δασκάλα στο σχολείο Law Hill, αλλά η υγεία της κλονίζεται από την πίεση της 17ωρης καθημερινής εργασίας και ένα χρόνο αργότερα παραιτείται.
Πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια, ώστε οι τρεις αδερφές να αποφασίσουν να εκδώσουν τα ποιήματα που είχαν γράψει κατά καιρούς. Το 1846, εκδίδεται η συλλογή τους με τίτλο Ποιήματα των Κάρερ, Έλλις και Άκτον Μπελ, η οποία πουλά μόνο δυο αντίτυπα, δέχεται όμως θετικές κριτικές από τους ειδικούς.
Ένα χρόνο αργότερα, η Έμιλυ ολοκληρώνει το μυθιστόρημα Ανεμοδαρμένα Ύψη, το οποίο επίσης τυγχάνει θετικών σχολίων, αλλά προβληματίζει τα ήθη της εποχής για τις περιγραφές πάθους μεταξύ των ηρώων.
Το 1848, η Έμιλυ αναγκάζεται σχεδόν κάθε βράδυ να μαζεύει τον αδερφό της από το χάνι του Μαύρου Ταύρου, στο οποίο πηγαίνει και μεθά. Ο Μπράνγουελ, ταλαιπωρημένος από το αλκοόλ και από επίμονες κρίσεις βήχα, σύντομα πεθαίνει, βυθίζοντας σε πρωτοφανή θλίψη την Έμιλυ και αναγκάζοντας την υπηρέτριά τους να αφήσει υπόνοιες για αιμομιξία.
Τρεις μήνες αργότερα, αρρωσταίνει και η ίδια, πιθανόν εξαιτίας του νερού που είχε μολυνθεί από τις απορροές του εκκλησιαστικού νεκροταφείου. Επιδεικνύοντας για άλλη μια φορά τον απότομο, εσωστρεφή της εαυτό, αρνείται κάθε ιατρική βοήθεια και βυθίζεται στη σιωπή και στην απομόνωση. Τελικά, στις 19 Δεκεμβρίου 1848 αφήνει την τελευταία της πνοή, σε ηλικία μόλις 30 ετών.
Για περισσότερα αφιερώματα, πατήστε εδώ.