Ή, αλλιώς, ταξιδεύοντας στο χρόνο σε μια ξεχασμένη από την πόλη πολιτισμική γωνιά
Η πόλη της Θεσσαλονίκης βρίθει παλαιών κτηρίων και αρχιτεκτονικών αριστουργημάτων, εκ των οποίων τα περισσότερα σήμερα παραμένουν κλειστά στο κοινό – ή τουλάχιστον, τις περισσότερες ημέρες του χρόνου – και στερούνται την απαραίτητη συντήρηση και φροντίδα ώστε να καταστούν επισκέψιμα και στοιχειωδώς λειτουργικά. Από την ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης μέχρι και τις δυτικές της συνοικίες, μπορούμε να απαριθμήσουμε αρκετά από τα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα που μαρτυρούν ιστορίες από άλλες εποχές: Βίλα Καπαντζή, Κάζα Μπιάνκα, το μέγαρο της ΧΑΝΘ, τα κτήρια της Πλατείας Χρηματιστηρίου, η Βίλα Πετρίδη – είναι μερικά μόνο από αυτά που θα συναντήσει κανείς.
Οικογένεια Αλλατίνι: αφήνοντας ίχνη στο κέντρο της πόλης
Καθώς βρισκόμαστε στο κέντρο της πόλης, περπατώντας στην οδό Συγγρού και σταματώντας μπροστά στους αριθμούς 9-11, βρισκόμαστε ενώπιον της πρώτης έπαυλης της οικογένειας Αλλατίνι στη Θεσσαλονίκη. Αρχικά εγκατεστημένη στην ιταλική πόλη της Φλωρεντίας, η ισπανοεβραϊκής καταγωγής οικογένεια Αλλατίνι αποτελούσε μία από τις πλουσιότερες οικογένειες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μαζί με τους οίκους Μοδιάνο και Καμόντο. Μετά την εγκατάστασή τους στην πόλη της Θεσσαλονίκης το 1715, τα μέλη της οικογένειας ανέπτυξαν διευρυμένες εμπορικές και οικονομικές δραστηριότητες, απασχολούμενα κυρίως με προϊόντα όπως ο καπνός, τα μεταλλεύματα, τα δημητριακά και διάφορα είδη αλευριού.
Η αλλαγή της μορφής του κτηρίου στο χρόνο
Το 1836, η οικογένεια αποφάσισε να εμπλακεί και στον τομέα της παραγωγής, κατασκευάζοντας τον πρώτο μύλο κυλίνδρων – με πρωτοβουλία του Μόουζες Αλλατίνι – καθώς και το αλευροποιείο Αλλατίνι στην οδό Ανθέων, ενώ παράλληλα σχεδίαζε την ανέγερση ενός εργοστασίου κεραμικής. Το 1897, ο αλευρόμυλος και το προαναφερθέν εργοστάσιο κεραμικής ενσωματώθηκαν στο Societe Anonyme Ottomane Industrielle et Comerciale de Salonique, μία από τις ελάχιστες ανώνυμες εταιρείες στην Οθωμανική αυτοκρατορία, της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο αποτελούνταν από το εντυπωσιακό ποσό των τριών εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων. Μετά από αυτή την εξέλιξη, οι οικονομικές δραστηριότητες της οικογένειας συνδέθηκαν με πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι, η Μασσαλία και η Βιέννη, προσδίδοντας διαπολιτισμικό χαρακτήρα στις επιχειρηματικές τους κινήσεις. Το 1911 η οικογένεια Αλλατίνι απελάθηκε από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λόγω της καταγωγής τους και επομένως αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε εκποίηση της περιουσίας τους. Οι απόγονοι της αξιότιμης οικογένειας Allatini είναι η οικογένεια Dassault, η οποία σχετίζεται με διάφορους επιχειρηματικούς τομείς σήμερα.
Το εντυπωσιακό αυτό κτίριο, το οποίο αρχικά εκτεινόταν μέχρι τις οδούς Βαλαωρίτου και Βηλαρά, αποτελούσε την κατοικία της οικογένειας Αλλατίνι και είναι τοποθετημένο στο κέντρο της γειτονιάς του Φραγκομαχαλά. Κατασκευασμένη το 1874, η έπαυλη Αλλατίνι ανήκε στη Ρόζα Αλλατίνι και η αξία της οικίας τότε εκτιμάται πως ανερχόταν στα 180,000 Kurus – ποσό αξιοσημείωτο για την εποχή. Το σχεδιασμό του κτιρίου είχε αναλάβει ο Ιταλός αρχιτέκτονας Βιταλλιάνο Ποζέλλι και είναι φανερές οι επιρροές από τους αναγεννησιακούς αρχιτέκτονες Ντονάτο Μπραμάντε και Τζάκομο Μπαρότζι Βίνιολα. Το 1904 η έπαυλη πωλείται στον Εδουάρδο Αλλατίνι, ο οποίος το 1907 χτίζει στη θέση του κήπου το κτήριο που αργότερα θα στεγάσει την τράπεζα της Θεσσαλονίκης. Από τον Ιανουάριο του 1916, εντός του κτίσματος φιλοξενείται το πρώτο υποκατάστημα της Ιόνιας Τράπεζας στην πόλη, του οποίου οι δραστηριότητες συνεχίζονται ακόμη και μετά την πυρκαγιά του 1917. Η ευρύτερη συνοικία δεν είχε πληγεί ιδιαίτερα από το συμβάν και τα περισσότερα κτίρια είχαν χαρακτηριστεί ως ασφαλή και κατοικήσιμα. Στις εγκαταστάσεις του κτιρίου, επίσης, λειτουργούσαν τα γραφεία της τράπεζας Levi and Co., ενεχυροδανειστήρια, καθώς και δικηγορικές εταιρείες.
Το 1926, ο αρχιτέκτονας Μάξιμο Ρούμπενς αναλαμβάνει μία σειρά αναμορφωτικών έργων: και οι δύο πλευρές του κτιρίου, στις οδούς Βαλαωρίτου και Συγγρού αντίστοιχα, τροποποιήθηκαν και δημιουργήθηκε μία νέα ενότητα στο σημείο που συνδέεται με την οδό Βηλαρά. Το πέρασμα, επομένως, που συνέδεε το αρχοντικό με την τράπεζα Θεσσαλονίκης έκλεισε, όμως στο κτίσμα προστέθηκαν επιπλέον αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, κατά κύριο λόγο στην πρόσοψή του. Διατηρήθηκε σε ακριβώς αυτή τη μορφή μέχρι το μεγάλο σεισμό το 1978, όπου η γυάλινη στέγη κατέρρευσε και προκλήθηκαν ανεπανόρθωτες ζημιές. Αργότερα, τον Ιούνιο του 1981, μέρος του πρώτου ορόφου κατεδαφίστηκε από τους ιδιοκτήτες, λόγω της εφαρμογής ενός συγκεκριμένου πρωτοκόλλου σχετικά με την πολεοδομική επιτροπή. Την ίδια χρονιά, όλες οι πλευρές του κτιρίου, συμπεριλαμβανομένου του κλιμακοστασίου, ανακηρύχθηκαν ότι χρειάζονται προσεκτική μεταχείριση και εξειδικευμένη συντήρηση.
Η κάτοψη του κτιρίου είναι ορθογώνια και το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο χώρος της σκάλας, που ακόμη και μετά το 1926 φαίνεται πως υποχωρούσε σταδιακά για να καταρρεύσει εντελώς -και όχι με ιδιαίτερη δυσκολία- το 1978. Ουσιαστικά από τα αρχικά σχέδια του οικήματος, έχει διατηρηθεί μόνο η πρόσοψή του, η οποία καθορίζεται από τη διάταξη τριών μερών και την προβολή του αρτηριακού διαμερίσματός του. Η νέα όψη του κτιρίου μετά το 1926 αποτελεί χαρακτηριστική έκφραση του κύματος του εκλεκτισμού που είχε κατακλύσει τη γραφική πόλη της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Ο κύριος στόχος του έργου του Ρούμπενς ήταν να συνδέσει τις οδούς Βαλαωρίτου και Βηλαρά μέσω ενός περάσματος, έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ανάπτυξης άδειου, διαθέσιμου χώρου στο ισόγειο για εγκατάσταση επιχειρήσεων επιχειρήσεις και εμπορικών εταιρειών. Ακριβώς πάνω από την είσοδο στην οδό Συγγρού, έχει χαραχτεί το έτος διεκπεραίωσης των αρχιτεκτονικών έργων προσαρμογής.
Σήμερα, δυστυχώς, το μόνο κομμάτι του κτιρίου το οποίο είναι επισκέψιμο αποτελεί η Στοά Μαλακοπή, η είσοδος της οποίας βρίσκεται επί της οδού Συγγρού.
Πόσο ωφέλιμο θα ήταν εάν αξιοποιούνταν τα κτήρια αυτά, τελικά, ώστε να εξοικειώνονται όλο και περισσότεροι Θεσσαλονικείς – και όχι μόνο – με την πλούσια ιστορία της πόλης; Νομίζω ότι πολλοί από τους κατοίκους της περιοχής αναρωτιούνται το ίδιο – και κάθε περιοχής της πόλης άλλωστε που περικλείει τόσο όμορφα, καλοφτιαγμένα και ιστορικής σημασίας κτήρια. Κι όμως, παραμένουν κρυμμένα πίσω από δοκάρια και πανιά, δεν τα βλέπεις μέχρι να σηκώσεις το κεφάλι και να αναρωτηθείς για τις λεπτομέρειες, τις στέγες και τις κολώνες που δεν είχες ποτέ πριν παρατηρήσει. Μήπως, λοιπόν, στον επόμενό μας περίπατο να περιεργαστούμε αρχιτεκτονικά μυστικά της πόλης κοιτώντας… προς τα πάνω;
Το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τη Μαρία Στεφιάδου (Lavart)
Φωτογραφίες από: Μαρία Στεφιάδου
Πηγή πληροφοριών: Θεσσαλονίκης Εγκόλπιον (1987, εκδόσεις Εξάντας), Θεσσαλονίκη Πόλη των Φαντασμάτων (2006, εκδόσεις Αλεξάνδρεια)