Διογένης Δασκάλου: «δεν είμαστε πολλοί οι δημόσιοι υπάλληλοι, η χώρα είναι μικρή»

Τον είχα μάθει από το “Μαζίπτερο”, παρόλα αυτά δεν είχε τύχει να μιλήσουμε ποτέ. Ήμασταν απλά “facebook φίλοι”.

Αυτό που συμπέρανα από την πρώτη μας συνάντηση, αν και ολιγόλεπτη, καθώς τον πέτυχα ανάμεσα σε πρόβες, είναι πως το χιούμορ είναι το πιο σοβαρό πράγμα. Σοβαρό και επικίνδυνο. Όσο και ελπιδοφόρο. Εις το επανιδείν Διογένη!

 

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Διογένης, λοιπόν. Ήθελα να σου το ρωτήσω αυτό: «Διογένης» όνομα και πράμα; Δηλαδή «Διογένης, ο κυνικός»;

Διογένης Δασκάλου – Ναι. Κοίταξε είχα μια υπόνοια – και μάλιστα το ανακάλυψα αυτό βαδίζοντας μέσα στον χρόνο – ότι τα ονόματα δεν δίνονται αυτό που λέμε «κουτουρού» – για να μπλέξουμε και λίγο αυτό το language το σερραϊκό μαζί με το αθηναϊκό και μαζί με όλη αυτή την αίσθηση της βρετανοβλαχίτιδας που έχει γενικότερα η επαρχία σε σχέση με τα μεγάλα αστικά κέντρα. Κάτι που νομίζω ότι δεν ισχύει μόνο στην Ελλάδα. Ισχύει παντού. Μάλιστα ένα από τα gags της παράστασης είναι ότι ο Σερραίος φεύγει από τις Σέρρες για να πάει στη Θεσσαλονίκη, ο Θεσσαλονικιός φεύγει από τη Θεσσαλονίκη για να πάει στην Αθήνα, ο Αθηναίος φεύγει από την Αθήνα για να πάει στη Νέα Υόρκη… λυπάμαι αυτόν τον καημένο τον Νεοϋορκέζο που δεν έχει πού να πάει! (γέλια) Ανακάλυψα, λοιπόν, στην πορεία ότι έχεις το σπορo του ονόματος που φέρεις. Καμιά φορά, βέβαια, θέλεις τόσο πολύ να συμβαίνει αυτό που το καλλιεργείς και δεν ξέρεις αν είναι γονιδιακό, αν είναι από το περιβάλλον ή αν είναι ένας συνδυασμός.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Έχεις τον σπόρο του ονόματος που φέρεις ή μήπως από τη στιγμή που έχεις ένα όνομα αναγκάζεσαι – σε εισαγωγικά – να ψάξεις αυτό το όνομα κι έτσι παίρνεις τα χαρακτηριστικά του;

Διογένης Δασκάλου – Αυτό ακριβώς. Όμως, για να ψάξεις αυτό το όνομα που σε βάζει σε αυτή τη διαδικασία πάει να πει ότι έχεις το εφαλτήριο, ότι έχεις δηλαδή το τραμπολίνο του ίδιου του ονόματος. Άρα είναι ένα φίδι που τρώει την ουρά του. Δεν ξέρεις, δηλαδή, αν το όνομα είναι αυτό που σε προκαλεί ή αν προκαλείς εσύ το όνομά σου. Σε αυτό που είμαι κάθετα αντίθετος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αποδέχομαι την αισθητική ή την άνεση κάποιου να αλλάζει το όνομά του, είναι στο να αλλάζουν οι άνθρωποι τα ονόματά τους σε Μπούλης, Γούλης, Τούλης, Σούλα, Κούλα, Μούλα κι όλα τα συναφή. Θεωρώ ότι έχει τόση αξία το όνομά σου όση εσύ του προσδίδεις στην πορεία της ζωής σου και μέσα από το έργο που καλείσαι να πράξεις. Η μάνα μου, ας πούμε χαρακτηριστικά, όπως και πολλές κοπέλες που ξέρω και έχουν ανάλογα προβλήματα με τα ονόματά τους, λέγεται Μαρίκα.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Ήταν της μόδας το Μαρίκα.

Διογένης Δασκάλου – Ναι, κάποτε. Δες τώρα τι πλάκα έχει όλο αυτό. Πόσο γυρίζουν οι εποχές, έρχονται κι επανέρχονται. Κάποια στιγμή, λοιπόν, το όνομα αυτό από πολύ μοδάτο, όπως Μαρίκα Κοτοπούλη, Μαρίκα Νέζερ…

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Μαρίκα Νίνου…

Διογένης Δασκάλου – Η Μαρίκα Νίνου, φυσικά… Από την Παράγκα του Αττίκ και από την εποχή της παλιάς αστικής Αθήνας έφτασε σήμερα στο σημείο, λόγω της φθοράς του κοινωνικού ιστού, να δίνεται σε πιο χαμηλά στρώματα και συνδυάστηκε με χωριάτικες συνήθειες, όπως «Μαρίκα λένε τα γαϊδούρια» και διάφορα τέτοια. Αυτό, λοιπόν, θα συνεχίσει να υπάρχει. Πάντα θα ψάχνεις να βρεις μια καλή Αφροξυλάνθη για να δώσεις έναν πιο όμορφο τόνο στο όνομά σου και μια άλλου τύπου αξία. Το θέμα είναι τι κάνεις εσύ. Εσύ φτιάχνεις το όνομα, το όνομα δεν φτιάχνει εσένα. Βέβαια, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, και χωρίς να έχω καταλήξει αν υπήρξε το ένα ή το άλλο που λέγαμε πριν, έφτασα να ζω λιτά, να ζω – τηρουμένων των αναλογιών φυσικά – σε ένα δικό μου πιθάρι της εποχής, όπου λέω ότι δεν με ενδιέφερε ποτέ ο πλουτισμός. Έζησα και συνεχίζω να ζω σε σχέση με τους υπόλοιπους συνανθρώπους μου, ως «πτωχός και πένης», που είπε και ο μεγάλος δάσκαλος Τσαρούχης. Θεωρώ ότι, όταν μου έρχονται δυσανάλογα χρήματα ως προς το τι κάνω, έχω χρέος να τα γλεντήσω με άλλους ανθρώπους ή να τα διοχετεύσω εκεί που πιστεύω ότι υπάρχει ανάγκη. Τα εντελώς απαραίτητα, συνήθως, τα βάζω στην επόμενη παραγωγή της δουλειάς που κάνω, που για μένα είναι αυτό που είμαι. Άρα το θέμα «όνομα» εξαντλείται στον Διογένη τον Κυνικό, τον Διογένη τον Λαέρτιο. Ο Διογένης ο Κυνικός έγινε απλώς ο «Διογένης ο Σκηνικός», γιατί εγώ αγάπησα τη σκηνή και μέσω του κυνικού φιλοσόφου θέλω να βλέπω τα πράγματα ωμά. Χωρίς να θέλω να τα ωραιοποιώ και να βαυκαλίζομαι ότι υπάρχει ένας ρομαντισμός εκεί που δεν υφίσταται. Στην ουσία, σήμερα έχουμε ένα πλούσιο ερωτικό τραγούδι χωρίς να υπάρχει το ποιητικό αίτιο του ίδιου του έρωτα και ζούμε την αναβίωση ενός πολιτικού τραγουδιού, το οποίο ακυρώνει τον εαυτό του, τη γενιά του, τους προηγούμενους και τους επόμενους, γιατί χρησιμοποιείται ως εργαλείο για μια κραταιά Αριστερά, η οποία με τη σειρά της μιμείται την Αντίσταση μέσα από τραγούδια που μάτωσε κόσμος, για να επιτύχει το επιθυμητό της Δεξιάς, δηλαδή την κερδοφορία. Ζούμε πλέον σε μία εποχή που, όταν ακούς Θεοδωράκη, πας να αγαλλιάσεις και μπουκώνεις και πνίγεσαι από την ίδια την αγαλλίαση. Λες «γιατί ακούω εγώ αυτή τη στιγμή κάτι που από την φύση του θα ήταν απαγορευμένο από ένα κρατικό ραδιοφωνικό μέσο;». «Πώς είναι δυνατόν να βιώνω μία πίεση εξουσίας, ενώ το ίδιο το όργανο της πίεσης μου παίζει την Αντίσταση μέσα στα αφτιά μου;». Είναι πράγματα παράλογα, τα οποία μας καλούν να ανασυνταχθούμε, όχι με το «Ναι» και το «Όχι», όχι με τον εμφύλιο, όχι με τα χρώματα και τις σημαίες, αλλά ως σύγχρονοι Ευρωπαίοι μέσα σε ένα τοπίο, όπου πρέπει να κάνουμε αυτό που οφείλουμε στον εαυτό μας και στο περιβάλλον μας. Χωρίς τις διηγήσεις των παλαιότερων, χωρίς τις αναμνήσεις που μας φέρνουν σε μια αιματοχυσία για ακόμη μια φορά. Πρέπει να δούμε γιατί τελικά αυτούς που ονομάζει «προδότες» ο Καζάκος είναι νέοι άνθρωποι που ψάχνουν να βρουν τον ρυθμό τους σε μια παγκόσμια γη και όχι στα στενά σύνορα μιας κόκκινης, τύπου Μάο, ψευδεπίγραφης Ελλάδας;

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Μα γεννιούνται ακόμα νέοι και υπάρχουν 20αρηδες που μιλούν για το σκηνικό του Μελιγαλά και χαίρονται. Τι θα πει «χαίρεσαι»;

Διογένης Δασκάλου – Προσφάτως ο Αντωνόπουλος σήκωσε μια ανάρτηση για τον κοινό μας φίλο, τον Φώτη Γεωργελέ της Athens Voice. Το τι γράφτηκε από κάτω δεν λέγεται. Μου θύμισε αυτό που γινόταν με το «Ναι» και το «Όχι», όταν από ένα δικό μου κείμενο στην Athens Voice απλά ρωτούσα «Είμαστε σίγουροι;» για εκείνο το Δημοψήφισμα, το οποίο είναι σαν να κοιμάται ένας βάκιλος μέσα μας και να μην θέλει και πολύ, μια κλωτσιά, ένα χάδι, ένα φύσημα του ανέμου για να ξυπνήσει και να αρχίσουμε έναν εκ νέου εμφύλιο, λες κι είναι το μόνο που μας τρέφει.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Κάτσε θα σε πάω κι εκεί. Πάμε λίγο στα φετινά. Monie & Monie Conniente, Half Note. Πες μου τι καινούριο θα δούμε.

Διογένης Δασκάλου – Θα δείτε αυτό που λέμε «ζωή-ξυστό». Η «ζωή-ξυστό» πιάνει από το «ξύνεις μαύρο, βγαίνει άσπρο» ή «ξύνεις χαρά, βγαίνει λύπη» ή «ξύνεις γλυκό, βγαίνει ξινό». Όχι πάντα negative ή positive κατ’ ανάγκη, έτσι; Ζούμε μια έκπληξη του τύπου «ξυρίστηκα, μπανιαρίστηκα, περιποιήθηκα, πήρα καινούρια ρουχαλάκια και βγήκα να πηδήξω αλλά τίποτα, τζίφος, γύρισα σουρωμένος, αναβάλλοντας τη στιγμή». Υπάρχουν, βέβαια, στιγμές που έχω βγει κατευθείαν από μια βρώμικη δουλειά, μετά από ταλαιπωρία, έχοντας τις μαύρες μου και πηγαίνοντας κάπου να πιω ένα ποτό για να ξεχάσω τι πέρασα κι όχι μόνο να βρεθώ σε μια πανοργασμική κατάσταση με άλλους τόσους αλλά να καταλήξει να είναι κάτι υπερσουρρεαλιστικό και ντανταϊστικό για τα δεδομένα μου και να ζω μια κατάσταση που ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα είχα φανταστεί. Μιλάμε για μια παράσταση-έκπληξη και αυτήν ακριβώς την έννοια έχει το «ζωή-ξυστό». Το μόνο που δεν αλλάζει είναι ότι «ξύνεις Μνημόνιο και βγαίνει πάντα Μνημόνιο». Είναι το μόνο σταθερό.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Τι είναι ο Στέφανος για σένα;

Διογένης Δασκάλου – Το ένα τέταρτο της ζωής μου. Εννοώ χρονολογικά, γιατί από το 1992 που ενωθήκαμε στον Μύλο ο Στέφανος ο Τσιτσόπουλος, ο Αντώνης ο Βλαβογελάκης, ο Γρηγόρης ο Αποστολόπουλος, ο Μιχάλης ο Λεάνης και πολλά ακόμη παιδιά, μέχρι σήμερα είμαστε μια μπουνιά. Ο καθένας κάνει τα δικά του, δραστηριοποιείται εκεί που είναι αλλά πάντα νιώθουμε ότι, όταν θέλουμε να πηδήξουμε ένα μεγάλο εμπόδιο και να μην έχουμε άρνηση αλόγου ψυχική, πρέπει να είμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο και να βοηθάμε όπως το καταλαβαίνουμε. Με χαρά, κυρίως, και με πολλά φαγητά, γεύματα, γέλια και τα λοιπά.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Αρκεί να καταλάβει κάποιος ότι το «μαζί» σώζει.

Διογένης Δασκάλου – Μα εμείς, ξέρεις, μεγαλώσαμε έτσι. Για μας το «μαζί» ήταν αυτονόητο, δεν ήταν ζητούμενο οραματικά το να βρεθούμε κάποια στιγμή μαζί. Εμείς έτσι μάθαμε. Μεγαλώσαμε με τη γενιά που ήταν οι φωτοδότες μας, το Woodstock, που ήταν οι άνθρωποι που μας μίλησαν για τον γαλλικό Μάη, άνθρωποι που μαζί τους γνωρίσαμε απίθανους άλλους κόσμους από ουσίες μέχρι παρακολουθώντας τις ουσίες και φυσικά τα παράγωγα, τη δημιουργία και το σημερινό λεγόμενο κρύο brainstorming που γίνεται πίνοντας μπύρες και λέγοντας βλακείες. Ζήσαμε σαν φυσιολογικοί άνθρωποι, δόξα τω Θεώ, για πολλά χρόνια.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Πάμε λιγάκι πίσω στα πολιτικά. Ο Τσίπρας τελικά τα κατάφερε; Γκρέμισε την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς;

Διογένης Δασκάλου – Κοίταξε, εγώ προσπαθώ πάντα να μην είμαι εριστικός, με την έννοια ότι αυτή την φάση την ηλικιακή και βιολογικά και πολιτικά την έχω περάσει. Θεωρώ ότι ο Τσίπρας είναι ένας ακόμη πολιτικός που καλείται να κάνει αυτό που έχει ανάγκη ο κόσμος του να κάνει.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Ο κόσμος του;

Διογένης Δασκάλου – Του.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Δηλαδή;

Διογένης Δασκάλου – Ο κόσμος του. Ό,τι σημαίνει αυτό. Για μένα από τη στιγμή που κάποιος είναι στην εξουσία δεν έχει χρόνο. Δεν έχει καμιά διαφορά ο Σαμαράς από τον Τσίπρα. Δεν έχει καμιά διαφορά το «κλείνω την ΕΡΤ» με το «την φορτώνω με καραβιές κόσμου που δεν ξέρω αν τους χρειάζομαι ή όχι». Είναι το ίδιο επιζήμιο και το ένα και το άλλο, γιατί και στη μία και στην άλλη περίπτωση εμείς πληρώνουμε είτε ένα κλείσιμο στο οποίο δεν συναινέσαμε, είτε ένα άνοιγμα στο οποίο επίσης δεν συναινέσαμε και δεν ξέρουμε ποιο είναι αυτό.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Άρα, τα κατάφερε ή όχι;

Διογένης Δασκάλου – Εγώ νομίζω όχι. Θεωρώ ότι κατάφερε να παίξει καλά τον ρόλο που του δόθηκε να παίξει.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Αριστερός που διαδήλωνε για το 15% στην Παιδεία, γυρνούσε λέει στο σπίτι και το φαΐ που έτρωγε ήταν χειρότερο από αυτό που τρώει σήμερα ο άστεγος στα συσσίτια. Αυτό που ζητούσε τότε ο Αριστερός ήταν 15% Παιδεία σαν πρώτο μέλημα στις διαδηλώσεις. Από το ’74 μέχρι σήμερα ήταν προνόμιο, ήταν γαλόνι να δηλώνεις Αριστερός και να είσαι Αριστερός. Αυτό αρχίζει να μεταλλάσσεται; Περνάμε σε μία νέα φάση, όπου γκρεμίζεται;

Διογένης Δασκάλου – Εγώ κρίνω τα πράγματα λίγο πιο απλά, διότι αυτό μπορούμε να το συζητάμε μέχρι το πρωί. Η άποψή μου είναι η εξής. Βλέπεις ένα χρήσιμο, υγιές κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας να μας αφήνει και να φεύγει. Είναι οι άνθρωποι που, όπως έφευγαν κρυφά, αθόρυβα οι γυναίκες των προηγούμενων χρόνων από τα σπίτια που είχαν βαρεθεί να καταγγέλλουν τον βιασμό, τον ξυλοδαρμό, φεύγουν σιωπηλά, δεν το συζητάνε και δεν γυρίζουν πίσω. Αυτή είναι η απάντηση.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Με κάλυψες. Σε βλέπω, επίσης, πολύ δραστήριο στο Facebook. Πώς το κρίνεις; Πώς το χειρίζεσαι;

Διογένης Δασκάλου – Το κρίνω και το χειρίζομαι ως ένα μέσο διασκέδασης. Θεωρώ ότι η «φεϊσπουκιέρα» είναι ένα παιχνίδι, τίποτα παραπάνω. Και βλέπω πως έχουν κάνει και πολύ ωραία πράγματα στο Facebook, που συγκρίνουν δήθεν αυτούς που αρπάζονται, που μαλώνουν, που έχουν διαφωνίες, που κρατάει αυτό μέρες ολόκληρες με επιχειρήματα «ναι αλλά αν λάβουμε υπ’ όψιν μας» και «αν πούμε ότι» και τα λοιπά.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Όλοι έχουν άποψη, ναι.

Διογένης Δασκάλου – Το έχει κάνει animation κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος, από ένα free-press περιοδικό πολύ σωστά με δύο pitbull που είναι δεμένα και ουρλιάζουν το ένα να κατασπαράξει το άλλο και κάποια στιγμή πάει ένα χέρι, λύνει τα λουριά κι αυτά απομακρύνονται απογοητευμένα. Αυτό για μένα είναι η καλύτερη απεικόνιση του Facebook. Όπως και ο κρυφοερωτισμός, τα πάθη τα ανεκπλήρωτα, οι γυναίκες με τα σακουλιασμένα μάτια που έχουν μια παλιά φωτογραφία σαν τις τραγουδίστριες στην Εθνική Οδό, που άλλο βλέπεις στη μαρκίζα και άλλο συναντάς μέσα. Είναι μια φρεναπάτη το Facebook και μ’ αρέσει να διασκεδάζω μ’ όλα αυτά. Εννοείται να διασκεδάζω και με τον ίδιο μου τον εαυτό. Ξέρεις, η ηλεκτρονική γλώσσα δεν μπορεί να αποδώσει αυτό που σκέφτεσαι και αισθάνεσαι μέσα σε δυο γραμμές και πολλές φορές όλοι αυτοί οι καβγάδες ξεκινάνε από μία απλή στάση άμυνας όταν κάποιος σου επιτίθεται, ενώ μπορεί απλώς να είναι ένα λίγο περίεργο χιούμορ. Δεν είναι κακό από το καθόλου χιούμορ ένα λίγο περίεργο χιούμορ.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Ο κωμικός σήμερα αναγκάζεται να αυτολογοκριθεί για λόγους ρατσισμού, σεξισμού… ισμού. Να σου δώσω ένα παράδειγμα: κάποτε μπορούσες να πεις «ρε χοντρέ». Σήμερα αυτό, κατά κάποιο τρόπο, απαγορεύεται…

Διογένης Δασκάλου – Εγώ το έχω επαναφέρει αυτό, γιατί υπάρχει η υποκρισία του bullying, του σεξιστικού, του οτιδήποτε είναι αυτό που πρέπει να είσαι political correct για πράγματα, όπως είναι το χιούμορ και ο έρωτας. Χέσε με. Δεν υπάρχει political correct στα συναισθήματα. Το αν είμαι εγώ ένα κάθαρμα, θα φανεί σε πράγματα που δεν με καταγράφει αυτή εδώ η κάμερα ή κάποια φωτογραφική μηχανή ή οτιδήποτε άλλο στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Αν ήταν να σε κρίνουν για το πώς χειρίζεσαι κάτι αυτοσχεδιαστικά, θα ‘πρεπε να κλείσουν στην φυλακή όλο το ντανταϊστικό κίνημα, όλο το σουρρεαλιστικό κίνημα, τον Νταβίντσι, τον Νταλί και δεν έχει τελειωμό η λίστα.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Άρα τι κάνουμε; Πάμε πίσω, τόσα χρόνια;

Διογένης Δασκάλου – Ζούμε την παγωμένη αμηχανία. Αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια, από τον φόβο να μην κάνουμε και επιλέξουμε το λάθος, μας έχει φέρει στο σημείο να μην επιλέγουμε ούτε το λάθος ούτε το σωστό. Κοιτάμε απλώς έναν ιμάντα με τη ζωή να περνάει από μπροστά μας, είμαστε αναποφάσιστοι να βουτήξουμε κάτι που το κάνουμε κέφι, διότι έχουμε την πληροφόρηση ότι μπορεί να κοπεί ένα από τα δάχτυλά μας. Δεν έχει σημειωθεί ατύχημα, υπάρχει μόνο η πληροφορία. Το ‘λεγε κι έναν παλιός ρεμπέτης και είχε τεράστιο ενδιαφέρον αυτό: «Πρόσεχε καλά πως ζεις, γιατί θα καταστραφείς». Κι άλλος του απαντούσε: «Αδερφέ, σ’ αυτή τη ζωή ήρθαμε όχι για να σωθούμε αλλά για να καταστραφούμε». Αυτό είναι όλη η πανσοφιστική φιλοσοφία του ανθρώπου. Εκεί συνάδει και η σκέψη των Πατέρων, όταν λένε «Πέθανε ο τάδε μοναχός». «Μπράβο, τα χίλια μπράβο! Καλό παράδεισο να έχει». Αυτό για να το πεις πρέπει να το πιστεύεις. Δεν μπορείς να το πεις υποκριτικά. Βρέθηκα σε τάφο δύο μοναχών στο Άγιο Όρος, που έγραφαν οι ταμπέλες από πάνω «Κι εμείς είχαμε δουλειές αλλά τις αφήσαμε στη μέση». (γέλια) Αυτό δείχνει τη ματαιότητα του να αγχώνεσαι για πράγματα που, ούτως ή άλλως, δεν θα τα προλάβεις.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Αυτό διδάσκεται; Πώς θα μάθεις σε έναν πιτσιρικά, σε έναν 25άρη να μην αγχώνεται;

Διογένης Δασκάλου – Ο μόνος τρόπος να διδάξεις σε κάποιον είναι να τον αφήσεις να παρακολουθήσει πώς ζεις. Χωρίς μη, χωρίς παροτρύνσεις, χωρίς απαγορεύσεις, χωρίς αν, χωρίς θα, χωρίς εφόσον, χωρίς τίποτα απ’ όλα αυτά. Πρέπει απλώς να τον έχεις δίπλα σου, να είσαι κοντά του.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Και για το κλείσιμο, θα ήθελα να μου πεις πού μπάζει πολιτιστικά η Ελλάδα το 2017; Τι πρέπει να διορθώσει;

Διογένης Δασκάλου – Να σου το πω με μία κουβέντα; Να αναλάβει ο καθένας την ευθύνη των εισιτηρίων του. Είναι πάρα πολύ απλό. Κάνοντας όμως αυτό που θεωρεί αυτός καλλιτεχνικό, αυτός πολιτιστικό. Όχι να κάνουμε pole dancing για να αναλάβουμε την ευθύνη των εισιτηρίων μας. Όλοι θα ‘ρθουν. Το θέμα είναι ότι αν θες να κάνεις Μπέκετ, να έχεις τα κάκαλα να πεις ότι εγώ θα κάνω Μπέκετ, θα πληρώσω την παραγωγή μου και θα την πληρωθώ από τον τρόπο που θα κάνω εγώ τον Μπέκετ, όχι από το Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο μου παρέχει και την κοπανάει για να παίξει στο εξωτερικό, όταν το χρειάζομαι εγώ στο εξωτερικό μέσα στη χώρα.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Άρα λιγότερο Κράτος;

Διογένης Δασκάλου – Το Κράτος είναι πάρα πολύ λειτουργικό, όταν υπάρχει Κράτος.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Κατάλαβες τι θέλω πω. Καλύτερα, πίστεψε στον εαυτό σου λοιπόν…

Διογένης Δασκάλου – Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Αυτή τη στιγμή το Δημόσιο για μια εργασία που μου ανέθεσε δεν μ’ έχει ενοχλήσει ποτέ και ξέρω ότι θα πάρω την αμοιβή μου στην ώρα της και κυνηγώ ιδιώτες γι’ αυτή την παράσταση, που ήταν να μου κάνουν πράγματα για να τους πληρώσω αλλά δεν βρίσκουν χρόνο γιατί είναι σε βαθιά κατάθλιψη. Γιατί ο Έλληνας να μην λατρεύει το Δημόσιο είτε με την Αριστερά, είτε με τη Δεξιά είτε με τον λεγόμενο σοσιαλισμό; Και υπάρχει και ένα παράδειγμα που λέει «δεν είμαστε πολλοί οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα, η χώρα είναι μικρή». Άρα πρέπει να τεντώσουμε λίγο την χώρα. Μπορούμε όλοι να μπούμε στο Δημόσιο. Αυτή είναι η ιστορία.

Συνέντευξη: Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart)

Φωτογραφίες: Πηνελόπη Μαμάη (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr