Το φαγητό ως θεματική έχει υπάρξει συχνό «συστατικό» στην τέχνη, ιδιαίτερα στη ζωγραφική, καθώς, αν και πρόκειται για την ικανοποίηση μιας βασικής βιοτικής ανάγκης, του έχουν αποδοθεί κοινωνικές και ψυχολογικές παράμετροι. Για παράδειγμα, κατά τον Πλάτωνα, στην κοιλιά βρίσκεται η έδρα των σωματικών επιθυμιών. Όταν θλιβόμαστε συμβαίνει να χάσουμε την όρεξη ή να «τρώμε» τα αισθήματά μας, καθιστώντας την σχέση μας με το φαγητό ως μηχανισμό αντιμετώπισης και κινδυνεύοντας να καταλήξουμε στο «θανάσιμο αμάρτημα» της λαιμαργίας. Ακόμη, δε νοείται κοινωνική εκδήλωση, είτε χαρμόσυνη είτε πένθιμη χωρίς κάποιο γεύμα. Ταυτόχρονα, η μαγειρική έχει συνδεθεί με την γυναικεία φροντίδα και την μητρότητα, όπως όταν μιλάμε για «μαμαδίστικα» φαγητά ή όταν αναπολούμε γεύσεις της παιδικής μας ηλικίας. Παραδόξως, όμως, η υψηλή γαστρονομία θεωρείται παραδοσιακά ανδροκρατούμενος χώρος. Σε αυτό το άρθρο βλέπουμε τέσσερις ευρωπαϊκές ταινίες, στις οποίες το φαγητό εμφανίζεται ως δραματουργικό στοιχείο και καταλύτης της ιστορίας.
Στην τρυφερή ρομαντική κομεντί «Bella Martha» της Σάντρα Νέτελμπεκ (2001), πρωταγωνιστεί η ωραία Μάρτα (Μαρτίνα Γκέντεκ), σεφ σε καλό εστιατόριο και απόλυτα αφοσιωμένη στη δουλειά της, με ελάχιστα ενδιαφέροντα πέρα από αυτή. Το φαγητό είναι το μεράκι της και η κουζίνα το βασίλειό της, όπου απαιτεί τάξη, οργάνωση και προσεκτική δουλειά. Όταν ξαφνικά πεθαίνει η αδελφή της σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, η Μάρτα αναγκάζεται να αναλάβει την οκτάχρονη ανιψιά της και η τακτοποιημένη ζωή της αναποδογυρίζεται, καθώς δυσκολεύεται να προσεγγίσει το πεισματάρικο, θλιμμένο παιδί και να συνδυάσει την φροντίδα του με τα ωράρια της δουλειάς της. Η κατάσταση επιδεινώνεται όταν στο εστιατόριο προσλαμβάνεται ο σου-σεφ Μάριο (Σέρτζιο Καστελίτο), χαλαρός, πληθωρικός και με ιταλικό ταπεραμέντο και η Μάρτα νιώθει να απειλείται από τις ανορθόδοξες μεθόδους του και τον τρόπο που «κερδίζει» τους γύρω του. Με ανεπιτήδευτο στιλ, ζεστασιά και αρκετές δόσεις χιούμορ, το φιλμ στρέφει το βλέμμα στον κόσμο της Μάρτα όπου το φαγητό είναι ένα μέσο επικοινωνίας με τους άλλους. Εκεί δίνει όλη της την φροντίδα και βρίσκει πραγματική ευτυχία όταν μπορεί να δημιουργήσει ένα απλό αλλά στην εντέλεια φτιαγμένο πιάτο, κι εκεί καταφεύγει στις δύσκολες στιγμές. Η αληθινή ζωή, όμως, δεν έχει συνταγή και διευρύνοντας τους γαστρονομικούς της ορίζοντες, μαθαίνει να αφήνεται και να απολαμβάνει τις μικρές χαρές της ζωής.
Στην οσκαρική, βασισμένη σε ιστορία της Κάρεν Μπλίξεν «Γιορτή της Μπαμπέτ» (Babettes gæstebud) του Γκάμπριελ Άξελ (1987) συμβαίνει κάτι ανάλογο… αλλά αντίθετα. Η γαλλίδα Μπαμπέτ (Στεφάν Οντράν), χάνοντας τα πάντα στη δίνη του γαλλοπρωσικού πολέμου, αναζητά καταφύγιο στο απομακρυσμένο δανέζικο χωριό της Γιουτλάνδης όπου κατοικούν οι δύο αδελφές Μαρτίνα και Φιλίππα (Μπιργκίτε Φέντερσπιλ και Μποντίλ Κιέρ) ζώντας απλοϊκά μέσα στο αυστηρό, θρησκευόμενο περιβάλλον που ανατράφηκαν. Η Μπαμπέτ, ευγνώμων που βρήκε στέγη, βοηθά στην κουζίνα και σιγά-σιγά εξοικειώνεται με την καθημερινότητα των αδελφών, ενώ το μόνο που την συνδέει πια με την Γαλλία είναι ο λαχνός του γαλλικού λαχείου που αγοράζει κάθε χρόνο. Μετά από χρόνια, κερδίζει απρόσμενα 10.000 φράγκα και ζητά ως χάρη να της επιτρέψουν να προσφέρει ένα «αυθεντικό γαλλικό δείπνο». Οι καλεσμένοι, άνθρωποι του χωριού και μέλη ιδιότυπης χριστιανικής σέκτας, δέχονται την γιορτή από ευγένεια αλλά συμφωνούν μεταξύ τους να την υπομείνουν με στωικότητα. Όμως η Μπαμπέτ ετοιμάζει ένα πλούσιο γεύμα με φίνα πιάτα και κρασιά, δίνοντας σε αυτό όλη την αγάπη και την μαεστρία της με αποτέλεσμα να κάμψει τις αντιστάσεις τους. Οι παρευρισκόμενοι σιγά-σιγά μαλακώνουν, φιλοσοφούν, ανοίγουν τις καρδιές τους και λύνουν τις διαφορές τους καλόβολα. Φεύγοντας, έχουν μια αίσθηση σχεδόν παιδικής ευφορίας και οικουμενικής αγάπης, ενώ το μήνυμα που εκφράζει ακούσια η Μπαμπέτ με τη γενναιόδωρη πράξη της είναι ξεκάθαρο: «τα μόνα πράγματα που παίρνουμε μαζί μας από την επίγεια ζωή είναι αυτά που χαρίσαμε» και «ένας καλλιτέχνης δεν είναι ποτέ φτωχός».
Στο πλέον καλτ, βραβευμένο στο Φεστιβάλ των Καννών «Μεγάλο Φαγοπότι» (La grande bouffe) του Μάρκο Φερέρι (1973) στρώνεται ένα επίσης μεγάλο και πλούσιο τραπέζι, αν και εκ διαμέτρου αντίθετο από εκείνο της Μπαμπέτ. Τέσσερις φίλοι (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Ούγκο Τονιάτσι, Μισέλ Πικολί και Φιλίπ Νουαρέ), όλοι επιφανείς προσωπικότητες, απομονώνονται σε μία βίλλα με σκοπό να φάνε μέχρι σκασμού. Με ασυγκράτητη ηδυπάθεια επιδίδονται σε ένα γαστρονομικό και σεξουαλικό όργιο, πέφτοντας σταδιακά σε σωματική και πνευματική νάρκη. Η κατανάλωση του φαγητού γίνεται ψυχαναγκασμός, ενώ οι ίδιοι, απαθείς, αντιδρούν όλο και λιγότερο, όλο και πιο ψεύτικα, όλο και πιο αδιάφορα στα τεκταινόμενα. Το μάλλον «δύσπεπτο» αυτό φιλμ κριτικάρει τη νοοτροπία της ακόρεστης αστικής τάξης αλλά και τον άκρατο καταναλωτισμό, με την λαίμαργη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών να προκαλεί αποστροφή και απορία. Γιατί συνεχίζουν να τρώνε ενώ δεν πεινούν; Ίσως επειδή έχοντας τα πάντα στη διάθεσή τους δεν έχουν τίποτε άλλο να περιμένουν παρά το τέλος; Ή από καθαρή διαστροφή, επειδή απλά μπορούν;
«Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της» (The cook, the thief, his wife and her lover) του Πίτερ Γρίναγουεϊ (1989) κινείται σε ανάλογο ύφος. Σύζυγος ενός τυραννικού γκάνγκστερ και ιδιοκτήτη ακριβού γαλλικού εστιατορίου (Μάικλ Γκάμπον), η Τζορτζίνα (Έλεν Μίρεν) ερωτεύεται έναν ήσυχο θαμώνα του εστιατορίου (Άλαν Χάουαρντ) και συνάπτει μαζί του μια σύντομη ερωτική σχέση, με την υποστήριξη και βοήθεια του σεφ (Ρισάρ Μπορινζέρ). Όταν ο βίαιος σύζυγος ανακαλύπτει τον δεσμό, παίρνει σκληρή εκδίκηση, στην οποία η Τζορτζίνα απαντά ακόμη σκληρότερα. Γκροτέσκα, βίαιη, πολυεπίπεδη, προκλητική και αλληγορική, η ταινία μιλά για την εξουσία, την κακοποίηση, την καταπίεση και την ανθρώπινη κατάσταση εναλλάσσοντας σκηνές βίας και ερωτισμού με πλάνα μαγειρικής και κατανάλωσης φαγητού, ενώ τα διάφορα υλικά (πουλερικά, τυριά, λαχανικά κτλ) παραπέμπουν αισθητικά σε πίνακες νεκρής φύσης. Το θεατρικό σκηνικό, η έξοχη μουσική επένδυση και η ιδιοφυής χρήση των χρωμάτων σε σκηνικά, κοστούμια και φώτα, εξισορροπούν την σκληρή θεματολογία, συνθέτοντας ένα δύσκολο όσο και οπτικά αξέχαστο φιλμ.
Πηγή Φωτογραφιών: 1, 2, 3, 4, 5