Ο Δημήτρης Αλεξανδρής, με αφορμή τον ρόλο του στη Λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας από την Ομάδα Νάμα στην Κεντρική Σκηνή του Επί Κολωνώ, μιλάει στη Lavart, δηλώνοντας πως πρόκειται για ένα από τα καλύτερα έργα που έχει διαβάσει. Ψυχογραφεί τον χαρακτήρα που υποδύεται, τον Τόμμυ και αναλύει τη σχέση αυτού με τους υπόλοιπους χαρακτήρες του έργου. Μιλάει για τις ανθρώπινες σχέσεις όπως αυτές παρουσιάζονται στο έργο και δεν παραλείπει να μας δώσει τον δικό του ορισμό γι’ αυτό.
Μελίνα Καριώρη (Lavart) – Κύριε Αλεξανδρή, φέτος μας συστήνεστε ως Τόμμυ στη Λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας. Ποιος είναι, λοιπόν, ο Τόμμυ;
Δημήτρης Αλεξανδρής – Ο Τόμμυ είναι ένας Ιρλανδός γύρω στα 50-55, ο οποίος έχει χωρίσει εδώ και δυο χρόνια με την οικογένειά του και ζει στο σπίτι του θείου του. Ουσιαστικά έχει πάρει ένα δωμάτιο του σπιτιού του θείου του – ο οποίος τον μεγάλωσε γιατί ήταν ορφανός – και το έχει κάνει σπίτι του. Ουσιαστικά σαν αποθήκη που έχει βάλει κάποια πράγματα από το σπίτι και την αποθήκη του. Έχει ένα βαν και κάνει μικροδουλειές με έναν άλλο φίλο του. Σ’ αυτή τη φάση που συναντάμε τον Τόμμυ είναι ένας άνθρωπος που έχει ζήσει κάποια πράγματα που τον έχουν κάνει να είναι ένας μοναχικός «λύκος», ο οποίος προσπαθεί να επιβιώσει όσο μπορεί έχοντας στο μυαλό του ένα κρυφό όνειρο να ξεφύγει από αυτή τη ζωή και να ζήσει μια, ας πούμε, περιπέτεια. Αλλά ούτε ο ίδιος γνωρίζει τι περιπέτεια και πώς θέλει να είναι. Ίνδαλμα του είναι ο Steve McQueen στο The Great Escape… θέλει να κάνει κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό το λόγο μαζεύει κάποια χρήματα που του μένουν από κάτι μικροαπατεωνιές που κάνει με τον φίλο του. Μη φανταστείτε κάτι τρομερό.. επειδή είναι κάπως σαν ρακοσυλλέκτης, βρίσκει κάποια πράγματα και τα πουλάει και από αυτά βγάζει κάποια χρήματα.
Μελίνα Καριώρη (Lavart) – Ο Ντοκ, φίλος του Τόμμυ, φαίνεται να είναι το πρόσωπο που λειτουργεί ως αφορμή για να δούμε περισσότερες πτυχές (ευαίσθητες) του Τόμμυ. Κατά την προσωπική σας άποψη, τι σημαίνει για τον Τόμμυ ο Ντοκ και το αντίστροφο;
Δημήτρης Αλεξανδρής – Η Έιμι το κάνει αυτό. Η Έιμι είναι αυτό το πρόσωπο που κάνει τον Τόμμυ να ζήσει αυτό που πιστεύει πως θα είναι η περιπέτειά του. Ο Ντοκ είναι ο βοηθός του, αυτός που του έχει απομείνει. Ο άνθρωπος με τον οποίο ζει όλα αυτά τα χρόνια. Είναι σαν ψυχοπαίδι, έχει μια ελαφριά μαθησιακή δυσκολία. Ο Ντοκ έχει ανάγκη τον Τόμμυ και κατά κάποιο τρόπο τον εκμεταλλεύεται και αντίστοιχα ο Τόμμυ έχει ανάγκη τον Ντοκ και κατά κάποιο τρόπο τον εκμεταλλεύεται. Όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο αλλά και σε συναισθηματικό..
Μελίνα Καριώρη (Lavart) – Θα μπορούσε η βοήθεια προς τον Ντοκ να αποτελεί μια προσπάθεια “αποκατάστασης της τιμής” του Τόμμυ μετά την εγκατάλειψη της οικογένειας του;
Δημήτρης Αλεξανδρής – Σίγουρα ο Τόμμυ προσπαθεί να καλύψει άλλα κομμάτια. Είναι κατά κάποιο τρόπο μια άλλη οικογένεια και ο Ντοκ και ο θείος του. Όλοι οι άνθρωποι αυτό προσπαθούμε να κάνουμε. Να δημιουργήσουμε οικογένειες, με τον εαυτό μας, με αντικείμενα, με κατοικίδια ή οτιδήποτε.Μελίνα Καριώρη (Lavart) – Ο Ντόκ θα μπορούσε να έχει κάποιον συγκεκριμένο συμβολισμό για την κοινωνία μέσω του έργου;
Δημήτρης Αλεξανδρής – Όλοι έχουν. Γιατί, ξέρετε, αυτός ο συγγραφέας είναι ένα πρόσωπο που αντιμετωπίζει πολύ συμβολικά όλους. Ο Τόμμυ, ο Ντόκ, ο θείος, η Έιμι, ακόμα και ο Κένεθ – που ουσιαστικά είναι το «κακό» μέσα στην παράσταση – είναι σύμβολα. Μπορεί να είναι ένα ρεαλιστικό έργο, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι. Είναι ένας μεταφυσικός συμβολισμός.
Μελίνα Καριώρη (Lavart) – Στο έργο χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η μοναξιά, που και οι πέντε χαρακτήρες τη βιώνουν με τον δικό τους τρόπο. Ωστόσο φαίνεται πως στις κρίσιμες περιστάσεις, παρά την ασυμφωνία χαρακτήρων, οι σχέσεις που συνάπτονται μεταξύ τους χτίζουν μια επικοινωνιακή γέφυρα, που θα λέγαμε πως αναδύουν μια μεγαλοπρέπεια σε πολλά επίπεδα. Πώς βλέπετε το μοτίβο της μοναξιάς τόσο ως ο χαρακτήρας, αλλά και ως ηθοποιός που καλείται να το εντάξει στο ρόλο του;
Δημήτρης Αλεξανδρής – Κοιτάξτε… η μοναξιά στο συγκεκριμένο έργο είναι διάχυτη. Όχι μόνο επειδή ο καθένας είναι μόνος του, γιατί κανένας από αυτούς δεν είναι εντελώς μόνος του ποτέ. Η μοναξιά είναι ότι ο καθένας δεν καλύπτεται εκατό τοις εκατό από αυτούς τους ανθρώπους που είναι γύρω του. Γι’ αυτό το λόγο έφυγε ο Τόμμυ από το σπίτι του. Γι’ αυτό το λόγο ο Τόμμυ δεν μπορεί να ζήσει με αυτούς τους ανθρώπους. Γι’ αυτό το λόγο ο Ντοκ προσπαθεί να ζήσει μαζί με τον Τόμμυ. Ο θείος του επίσης, μόλις λίγα χρόνια πριν έχασε τη γυναίκα του και ο Τόμμυ είναι η μόνη σύνδεση με ζωή και οικογένεια που έχει. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι βέβαια ποτέ δεν μένουν μόνοι τους. Το χαρακτηριστικό του έργου, αν με ρωτάτε εμένα, δεν είναι η μοναξιά, αλλά ο τρόπος που χειρίζονται οι άνθρωποι τους άλλους ανθρώπους. Ποτέ κανένας άνθρωπος δεν είναι εκατό τοις εκατό μόνος του στην παράσταση. Πάντα βρίσκεται εν κινήσει, κάνοντας ή γελώντας ή θυμώνοντας ή πίνοντας ή εκτονώνοντας διάφορα συναισθήματα. Το θέμα του έργου, το ρεαλιστικό ας πούμε – όχι το συμβολικό, το μεταφυσικό – είναι ότι οι σχέσεις των ανθρώπων είναι ανθρωποφαγικές. Δηλαδή εκεί που αγαπάμε και έχουμε ανάγκη τον άλλον, εκεί τον γδέρνουμε και τον τρώμε. Αυτό είναι το έργο.
Μελίνα Καριώρη (Lavart) – Όλοι οι χαρακτήρες προέρχονται από διαλυμένες οικογένειες χωρίς μάλιστα να κρύβουν την μελαγχολία τους γι’ αυτό. Μόνο ο Τόμμυ έχει κάποιες – ατροφικές έστω – επαφές με τον θείο του, μιας και συγκατοικούν. Ποια είναι η σχέση Μόρρις και Τόμμυ και τι δείχνει αυτό για την αξία της οικογένειας;
Δημήτρης Αλεξανδρής – Αυτό που σας περιέγραψα μόλις τώρα είναι η σχέση αυτών των ανθρώπων. Τον Μόρρις τον έχει σημαδέψει η απώλεια της γυναίκας του. Όχι μόνο επειδή ήταν ένα πάρα πολύ σημαντικό πρόσωπο, αλλά και γιατί τη στιγμή της απώλειάς της ήταν τσακωμένοι. Και κουβαλάει τις ενοχές αυτής της στιγμής. Επειδή ήταν τσακωμένοι, όταν βγήκαν να περπατήσουν έξω στο χιόνι, δεν της κράτησε το χέρι, εκείνη γλίστρησε και πέθανε. Ο καθένας μας κουβαλάει ζητήματα τα οποία προσπαθεί να τα μεταφέρει και στους άλλους. Αυτές είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Δηλαδή προσπαθούμε να προβάλλουμε στο πρόσωπο που είναι δίπλα μας δικά μας λάθη ή και τα σωστά που έχουν κάνει κάποιοι άλλοι. Και γι’ αυτό το λόγο το έργο είναι πάρα πολύ σημαντικό. Δεν είναι τυχαίο που αυτός ο συγγραφέας θεωρείται ο Ιρλανδός Τσέχωφ. Γιατί το κάνει με τρομερή μαεστρία, πολύ απλά και χωρίς να το τονίσει. Όπως οι ήρωες του Τσέχωφ, που όλοι έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον ακόμα κι αν βασανίζουν, ακόμα κι αν ταλαιπωρούν την ψυχή ο ένας του άλλου, παρ’ όλα αυτά κανένας δεν θα μπορούσε να υπάρξει μόνος του. Όπως σε τέτοια πολυμελή έργα που όλοι έχουν το λόγο ύπαρξής τους, έτσι γίνεται και σ’ αυτό το έργο. Μπορεί οι ρόλοι να είναι λιγότεροι, ωστόσο υπάρχει αυτή η αλληλοσύνδεση.Μελίνα Καριώρη (Lavart) – Η Λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας είναι έργο του Ιρλανδού δραματουργού, Conor McPherson. Μάλιστα η παράστασή σας αποτελεί την πρώτη ελληνική παρουσίαση του έργου. Πόσο κοντά στα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας είναι η παράσταση;
Δημήτρης Αλεξανδρής – Πάρα πολύ. Το συγκεκριμένο έργο γράφτηκε το 2013 και μιλάει για ανθρώπους σύγχρονους, ανθρώπους που κατά κάποιο τρόπο βρίσκονται στην κρίση. Το έργο μιλάει γι’ αυτό το πράγμα. Δηλαδή ο θείος αναφέρει πως η χώρα βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής. Υπάρχει αυτή η απόλυτη σύνδεση. Αλλά, να σας πω κάτι, τα πολύ σημαντικά έργα νομίζω πως μιλάνε σε όλο τον κόσμο, ακόμα κι αν είναι σε άλλη εποχή. Δηλαδή δεν είναι σύγχρονο έργο ο Άμλετ; Γενικά, όταν το έργο είναι πετυχημένο, ο αναγνώστης ή ο θεατής θα ταυτιστεί με κάποια πράγματα με τα οποία προβληματίστηκαν όλοι οι χαρακτήρες. Εκεί νομίζω έγκειται το σημείο που ένα έργο γίνεται σπουδαίο. Και ξέρετε οι Ιρλανδοί έχουν αρκετά κοινά μαζί μας. Και στον τρόπο που διασκεδάζουν, που πίνουν… Σίγουρα και το έργο έχει αυτού του είδους τη σχέση και με την ελληνική ψυχή. Κι εμείς είμαστε μια οικογενειοκεντρική κοινωνία. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και στο έργο. Ουσιαστικά συζητάμε για την επιστροφή ενός ανθρώπου στο σπίτι που μεγάλωσε, λόγω της κρίσης και του χωρισμού του. Πέρα από αυτό, τα σημαντικά έργα δεν χρειάζεται να έχουν μια απόλυτη αναγωγή με αυτό που ζούμε σήμερα. Είναι τόσο άμεση η αίσθηση της οικειότητας ανάμεσα στο ρόλο και στο θεατή, που νομίζω ότι αρκεί.
Μελίνα Καριώρη (Lavart) – Υπάρχει κάτι που δεν “φωτίζεται” τόσο και στο οποίο θα εστιάζατε εσείς περισσότερο;
Δημήτρης Αλεξανδρής – Αυτό το έργο είναι από τα καλύτερα έργα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια και δουλεύοντάς το μετά στις πρόβες. Γιατί είναι άλλη η αίσθηση που παίρνεις όταν διαβάζεις ένα έργο και άλλη αίσθηση όταν το δουλεύεις σιγά σιγά. Έχουμε να κάνουμε με έναν συγγραφέα στο έργο του οποίου τα πράγματα είναι τόσο ωραία φτιαγμένα, κι όταν λέω φτιαγμένα τι εννοώ: δηλαδή τόσο ωραία κουμπώνουν το ένα με το άλλο, η μια κατάσταση με την άλλη, η μια λέξη με την άλλη, που ταυτόχρονα καλύπτεται η ρεαλιστική αφήγηση αλλά και άλλες αφηγήσεις πίσω από αυτό. Όχι, δεν θα ήθελα εγώ να προσθέσω κάτι σ’ αυτό το έργο.
Μελίνα Καριώρη (Lavart) – Στο έργο ακούγονται φράσεις όπως: «αυτό δεν είναι δικό μου πρόβλημα» ή «που είναι το πρόβλημα». Υπάρχει όντως πρόβλημα, αποποίηση ευθυνών ή πρόκειται για κάτι άλλο;
Δημήτρης Αλεξανδρής – Αυτές οι φράσεις που αναφέρετε είναι σε μια συγκεκριμένη σκηνή. Στη σκηνή που χωρίζει ο Τόμμυ με τον Ντοκ, όταν ο Τόμμυ αποφασίζει να φύγει με την Έιμι. Είναι η στιγμή που ο Τόμμυ προσπαθεί να πει στον Ντοκ τι πρέπει να κάνει τώρα που αυτός θα φύγει. Έχοντας αυτή τη σχέση όλα αυτά τα χρόνια ο Ντοκ με τον Τόμμυ, αισθάνεται μετέωρος πια με την είδηση του Τόμμυ ότι θα φύγει. Προσπαθεί να πιαστεί από οτιδήποτε και επαναλαμβάνει διαρκώς τα ίδια πράγματα μόνο και μόνο για να τον κρατήσει λίγο παραπάνω και για να τον πιέσει συναισθηματικά να μείνει. Ο Τόμμυ προσπαθώντας να ξεφύγει, αισθανόμενος αυτή τη συναισθηματική πίεση, ξεσπάει. Αυτό είναι. Δεν υπάρχει κάποια αποποίηση ευθυνών. Είναι αυτό που σας είπα προηγουμένως, πως ενώ ο Ντοκ αγαπάει τον Τόμμυ, ταυτόχρονα προβάλλει τη δική του ανάγκη απέναντι στην ανάγκη του φίλου του.Μελίνα Καριώρη (Lavart) – Οι ήρωες αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις τους με έντονο χιούμορ. Σε τι πιστεύετε πως εξυπηρετεί αυτός ο έντονος αυτοσαρκασμός στο έργο;
Δημήτρης Αλεξανδρής – Αρχικά να μην γίνει πάρα πολύ δραματικό. Ξέρετε, οι πραγματικά πολύ τραγικές καταστάσεις, αν τις δεις από μια διαφορετική γωνία έχουν χιούμορ. Είναι πολύ σημαντικό μια παράσταση και μια σκηνή να καταφέρνει να γίνεται ταυτόχρονα δραματική και αστεία. Νομίζω πως κάποιες φορές τον αποφορτίζει και κάποιες άλλες τον φορτίζει πολύ περισσότερο αυτό.
Μελίνα Καριώρη (Lavart) – Η σκηνογραφική οπτική είναι αυτή ενός χαώδους χώρου που αντικατοπτρίζει την ζωή των προσώπων. Συγκεκριμένα ο Τόμμυ φαίνεται να αποφεύγει κάθε είδους τάξη. Προς το τέλος μόνο θα λέγαμε πως όλα σιγά σιγά μπαίνουν σε μια σειρά. Θεωρείτε πως αν συνεχιζόταν το έργο θα βλέπαμε διαφορετική διάταξη του σκηνικού;
Δημήτρης Αλεξανδρής – Το σκηνικό είναι απόλυτα ρεαλιστικό. Η δουλειά που έχει κάνει ο Γιώργος Χατζηνικολάου είναι εξαιρετική. Μέσα σ’ αυτό τον φαινομενικά χαοτικό χώρο, υπάρχει για τον Τόμμυ μια τάξη. Ξέρει που είναι τα πράγματά του και τα χρησιμοποιεί κατά διαστήματα. Μπορεί να χαώνεται πολλές φορές, γιατί ο χώρος είναι σαν αποθήκη, παρ’ όλα αυτά μέσα στο δικό του μυαλό – γιατί ουσιαστικά ο χώρος αυτός είναι το μυαλό του, είναι τα τόσα μικροπράγματα που έχουμε όλοι μέσα στο μυαλό μας – υπάρχει μια συγκεκριμένη θέση. Σίγουρα υπάρχει μια εξέλιξη μέσα στο έργο, την οποία δεν θα ήθελα να προδώσω αυτή τη στιγμή. Πηγαίνει το πράγμα σε μια ίδια κατάσταση αλλά όχι και τόσο ίδια. Επομένως δεν θα υπήρχε διαφορετική διάταξη.
Μελίνα Καριώρη (Lavart) – Τέλος, θα θέλατε να μας δώσετε τον δικό σας ορισμό για το έργο;
Δημήτρης Αλεξανδρής – Το έργο είναι ο ύμνος στους ανθρώπους που καταστρέφονται από αγάπη. Δεν έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια ένα έργο που μιλάει για γενναιοδωρία και ουσιαστικά ηρωοποιεί τα πρόσωπα που ακόμα κι αν δεν έχουν τίποτα, έχουν αυτή τη γενναιοδωρία να δώσουν αυτό το λίγο που τους έχει απομείνει για να ζήσει ο άλλος καλά. Αυτά τα πρόσωπα καίγονται από τη σύμπτωση, την τύχη, από τη δική τους ανικανότητα σε μια δεδομένη στιγμή. Γιατί τι είναι η επιτυχία; Επιτυχία είναι να βρίσκεσαι τη σωστή στιγμή, όχι μόνο στο σωστό χρόνο, αλλά και με τη σωστή ικανότητα για να κάνεις κάτι. Και αυτό το πράγμα.. κατά 80% των πιθανοτήτων δεν εξαρτάται από εσένα. Είναι το πώς βλέπουν οι άλλοι εσένα. Και αυτά τα πρόσωπα για τα οποία μιλάει το έργο, πιο συγκεκριμένα αυτό το πρόσωπο το οποίο μιλάει στο έργο – γιατί ουσιαστικά μέσα από τον Τόμμυ φαίνονται όλα αυτά – είναι αυτό ακριβώς. Είναι ένας άνθρωπος που δεν ξέρουμε γιατί είναι άτυχος, γιατί έχει καταστραφεί η ζωή του… αλλά έχει καταστραφεί. Δεν θα ‘πρεπε να είναι έτσι, αλλά αυτή τη στιγμή είναι απόλυτα μόνος του από οτιδήποτε μπορεί να κάνει έναν άνθρωπος επιτυχημένο. Αλλά ταυτόχρονα είναι επιτυχημένος με την έννοια ότι μαζεύει κάτι.. και αυτό το κάτι το δίνει. Ενώ δεν έχει τίποτα, περιθάλπει εκεί μέσα όλα αυτά τα πρόσωπα. Αν αυτό δεν είναι ο ύμνος στην ανθρώπινη γενναιοδωρία, τότε τι είναι;
Συνέντευξη: Μελίνα Καριώρη
Επιμέλεια: Μαρίνα Κυβελέα