[dropcap style=”normal or inverse or boxed”]Γ[/dropcap]ιάννης Δαλιανίδης. Το μόνο όνομα που έχει συνδεθεί τόσο άρρηκτα με το ελληνικό μιούζικαλ. Γεννηθείς την τελευταία ημέρα του 1923, ενηλικιώνεται με αμερικάνικο σινεμά και μπαίνει στο χώρο του θεάματος ως χορευτής. Aργότερα, συνεχίζει ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Από τα πρώτα του βήματα, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’50, αντιλαμβάνεται τί θέλει να δει ο λαός και παρά τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της χώρας, αυτός στοχεύει στη διασκέδαση των θεατών. Εγκαθιδρύει το λαϊκό κινηματογράφο, κωμωδίες με όμορφα κορίτσια και άντρες που τα ερωτεύονται σ’ έναν κόσμο γεμάτο τραγούδι και χορό.
Υπάρχει, όμως, και η άλλη του πλευρά, η σκοτεινή. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60, γράφει και σκηνοθετεί μερικές από τις πιο δυνατές δραματικές ταινίες της εποχής, μεταξύ των οποίων ο «Κατήφορος», ο «Νόμος 4000», ο «Ίλιγγος» και η «Στεφανία». Σ’ αυτά τα φιλμ τολμά, όσο λίγοι, να καταπιαστεί με θέματα όπως η πορνεία, ο τεντιμποϊσμός, οι εκτρώσεις, οι ερωτικές σχέσεις των νέων και τα αναμορφωτήρια. Η επόμενη δεκαετία τον βρίσκει να μεσουρανεί στον ελληνικό κινηματογράφο και να σκηνοθετεί την πρώτη του τηλεοπτική σειρά. Το «Λούνα Παρκ», στο κρατικό κανάλι, που συνεχίζεται για επτά ολόκληρα χρόνια. Στα ’80, με την είσοδο της βιντεοκασέτας στην αγορά του κινηματογράφου, προσαρμόζεται και γεννά μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες ταινίες της δεκαετίας.
[dropcap style=”normal or inverse or boxed”]Θ[/dropcap]α φύγει ήσυχα στις 16 Οκτωβρίου του 2010, στην ηλικία των ογδόντα έξι ετών. Μέχρι τότε κατορθώνει να επηρεάσει δύο γενιές με τα έργα του και δημιουργεί ένα είδος.
Μετά από μία τόσο μεγάλη καριέρα, είναι δύσκολο πλέον να ξεχωρίσει κανείς αν ο Γιάννης Δαλιανίδης εμπνεύστηκε από το λαϊκό θυμικό ή αν ήταν αυτός που τελικά το διαμόρφωσε. Και αυτό είναι που τον καθιστά αιώνιο. Όσο αιώνιες είναι και οι ταινίες του.
Κείμενο: Μαρία Μιχαλάκη (Lavart)