Οι, όχι και τόσο θετικές, συνέπειες της επιβεβλημένης θετικής ενέργειας του Body Positivity
Αρχικά διαμορφωμένο κατά των μη ρεαλιστικών προτύπων ομορφιάς, το σύγχρονο κίνημα του body positivity συγκροτήθηκε το 2012, φωνάζοντας πως όλα τα σώματα είναι όμορφα. Στην πραγματικότητα, οι ρίζες του σύγχρονου αυτού κινήματος βρίσκονται στο κοινωνικό κίνημα του fat acceptance, όπου στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στις ΗΠΑ, ομάδες πολιτών, κατά κύριο λόγο έγχρωμες γυναίκες, κινητοποιήθηκαν κατά των εξαντλητικών εμπορικών διαιτών και έστρεψαν την προσοχή στην επικινδυνότητα των επεμβάσεων απώλειας βάρους. Υποστήριζαν, επίσης, πώς όλοι οι άνθρωποι αξίζουν ίσες ευκαιρίες, ίση αντιμετώπιση και πρόσβαση σε επαρκή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ανεξάρτητα από το βάρος και την εμφάνισή τους.
Φαινομενικά, δεν υπήρχε τίποτα μεμπτό στο body positivity: το κίνημα αγκαλιάστηκε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προωθήθηκε από χιλιάδες σελίδες, φεμινιστικού κυρίως περιεχομένου και αποτέλεσε μείζον θέμα συζήτησης – αποτελεί, άλλωστε, μέχρι σήμερα. Το πρόβλημα όμως, με την επιβεβλημένη αυτοπεποίθηση και ανεμελιά που προβάλλει -και πουλά- το body positivity είναι πως παρακάμπτει ένα πολύ σημαντικό στάδιο στη σχέση μας με το ίδιο μας το σώμα: αυτό της αποδοχής.
Ωστόσο, καθώς η δημοτικότητα του κινήματος αυξανόταν ολοένα και περισσότερο, γυναίκες που ενσάρκωναν τα συμβατικά ιδανικά ομορφιάς, κατά κύριο λόγο λευκές και αρτιμελείς, χαρακτηρίζονταν ως ριζοσπαστικά πρότυπα, παραγκωνίζοντας τις ομάδες των έγχρωμων γυναικών, των γυναικών με αναπηρία και των τρανς γυναικών.
Το κίνημα «μεταμορφώθηκε», χάνοντας τον αρχικό του σκοπό ύπαρξης και την επαφή του με τα άτομα που το δημιούργησαν.
Tο 2017, κυκλοφόρησε ένας οδηγός δίαιτας και άσκησης από τη βρετανίδα Louise Thompson, που έγινε ευρέως γνωστή μέσα από τη συμμετοχή της στο reality «Made In Chelsea», με τον τίτλο «Body Positive», ουσιαστικά, υποστηρίζοντας όλα αυτά κατά των οποίων εκφράζεται το ίδιο το body positivity. «Το κίνημα του body positivity υποστηρίζει πως πρέπει να αγαπάμε και να φροντίζουμε το φυσικό μας σώμα, όχι να καταβάλλουμε εξαντλητικές προσπάθειες να το αλλάξουμε και να το μετατρέψουμε.» «Το βιβλίο αυτό είναι ακόμη μία απόπειρα κατάχρησης του όρου body positivity για εμπορικούς σκοπούς», γράφει μία χρήστρια του Twitter ως απάντηση στην Thompson. Δεν πρόκειται, όμως, για το μοναδικό δείγμα κερδοσκοπισμού στις πλάτες του κινήματος: το 2018, η εταιρεία Everlane, συμπεριέλαβε plus-size μοντέλα στην προωθητική καμπάνια για μία καινούργια σειρά εσωρούχων, χωρίς όμως να διευρύνει τα διαθέσιμα μεγέθη των προϊόντων της. Το 2014, η εταιρεία Aerie – μέλος του εταιρικού ομίλου της American Eagle – λάνσαρε την καινούργια διαφημιστική καμπάνια με τίτλο «Aerie Real», η οποία, κατά την επίσημη γραμμή της εταιρείας, απαρτιζόταν από φωτογραφίες που δεν είχαν υποστεί καμία τροποποίηση ή retouche. Παρ’ όλα αυτά, είναι εμφανές πως το μέγεθος του εικονιζόμενου μοντέλου βρίσκεται αρκετά πιο κάτω από αυτό μίας μέσης γυναίκας, ενώ, παρά τη δέσμευση της εταιρείας για ανεπεξέργαστο φωτογραφικό υλικό, δεν υπάρχει καμία κηλίδα, ουλή ή ραγάδα. Το μοντέλο, δηλαδή, ενσαρκώνει το ιδεώδες της συμβατικής ομορφιάς⋅ ακόμη και να μην έχει «πειραχτεί» η φωτογραφία, σίγουρα, δεν πρόκειται για μία τυχαία λήψη, καθώς ο φωτισμός και η γωνία είναι προσεκτικά μελετημένες ώστε το σώμα να φωτογραφηθεί στην καλύτερη, όσο το δυνατόν πιο κολακευτική οπτική γωνία του.
Είναι προφανές πως, εδώ και κάποια χρόνια, ο κόσμος του marketing εργαλειοποιεί το κίνημα του body positivity, προβάλλοντας προϊόντα προς πώληση, τα οποία συχνά δεν σχετίζονται άμεσα με το μήνυμα του κινήματος ή τον αρχικό του σκοπό ύπαρξης. Τα περισσότερα προϊόντα ανήκουν στις κατηγορίες προσωπικής περιποίησης, μόδας, συμπληρωμάτων διατροφής για απώλεια βάρους, σύμφωνα με την έρευνα που διεξήγαγε η Emma S. Luck, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Huron, το 2016. Παρ’ όλα αυτά, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι εταιρείες υπηρετούν τα καθεστηκότα πρότυπα ομορφιάς, χωρίς να συμβάλλουν πραγματικά στις προσπάθειες για κοινωνική αλλαγή και ευαισθητοποίηση – απλώς προβάλλουν ένα ακτιβιστικό προφίλ με σκοπό να συμβαδίζουν με τα κυρίαρχα, τρέχοντα κοινωνικά και ιντερνετικά κινήματα και να αποκομίσουν όσο το δυνατόν υψηλότερα κέρδη. Η βιομηχανία προϊόντων ομορφιάς επωφελείται από την ανασφάλεια την οποία καλλιεργεί συστηματικά, εδώ και αρκετές δεκαετίες: σύμφωνα με έρευνα του διαδικτυακού περιοδικού μόδας Glamour που διεξήχθη το 2018, το ποσό το οποίο δαπανάται από μία γυναίκα σε προϊόντα ομορφιάς, ανέρχεται στις 483 λίρες Αγγλίας το χρόνο – περίπου 535 ευρώ.
Η σχέση μας με το σώμα μας είναι πολυδιάστατη και πολύχρωμη:
Χτίζεται, γκρεμίζεται και επηρεάζεται διαρκώς, αλλάζει και εναλλάσσεται. Το εντυπωσιακό με το καπιταλιστικό σύστημα είναι πως πουλά τη βελτίωση αυτής της σχέσης σε μπουκαλάκια, δοχεία και σωληνάρια, σε εξώφυλλα, καμπάνιες και σλόγκαν, παρακάμπτοντας την πολυπλοκότητα, αλλά και τη σημαντικότητά της. Το body positivity ισοπεδώνει τη διαδρομή της αποδοχής του σώματος – με τις επιμέρους στροφές, ανηφόρες και παραδρόμους – υποδεικνύοντας ένα μονόδρομο χαράς και αγάπης, όπου τυχόν παραστρατήσεις δεν είναι αποδεκτές, γιατί πρέπει να αγαπάς το σώμα σου. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν καθίσταται τοξικό στον ίδιο βαθμό με την επιτακτική ανάγκη αλλαγής ή τροποποίησης του σώματος που επιδεικνύουν τα φρούδα κοινωνικά πρότυπα;
Παράλληλα όμως, το body positivity έχει επιβάλλει περιορισμούς στις συζητήσεις για την υγεία και την ευεξία, εξυμνώντας την αποδοχή και ταυτόχρονα, αγνοώντας σε πολλές περιπτώσεις, τη σημασία της ενημέρωσης σχετικά με το ρίσκο που κουβαλά ένας ανθυγιεινός και μη ισορροπημένος τρόπος ζωής. Η συγγραφέας Kelly DeVos, σε ένα άρθρο της στους New York Times με προσωπική χροιά, υποστηρίζει πως το κίνημα του body positivity, παρά τις καλές του προθέσεις και τις αλλαγές που έχει επιφέρει μέχρι στιγμής, ασχολείται τόσο πολύ με το να αισθανόμαστε καλά με την εμφάνισή μας, που παρακάμπτει τη σημασία που έχει το να φροντίζουμε το σώμα μας, ώστε όχι μόνο να το αποδεχόμαστε, αλλά και να εξασφαλίσουμε για τον εαυτό μας μακροζωία και καλή ψυχοσωματική κατάσταση.
Η ψυχική και η σωματική υγεία συνδέονται στενά:
Ας μη ξεχνάμε πως κάποιοι άνθρωποι – γυναίκες και άντρες- αισθάνονται κάτι παραπάνω από απλώς «δυσαρέσκεια» για το σώμα τους και μπορεί να αντιμετωπίζουν ένα πιο περίπλοκο πρόβλημα που περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από τα αρνητικά συναισθήματα για αυτό. Γι’ αυτό, είναι σημαντικό να διακρίνεται η χαμηλή αυτοεκτίμηση ή η ανασφάλεια από τις ψυχικές ασθένειες που σχετίζονται με την παραμόρφωση του σώματος και να μην επιβάλλεται κατηγορηματικά η άνευ όρων αγάπη για αυτό. Τα ισχυρά μηνύματα και κινήματα είναι σε γενικές γραμμές θετικά για συλλογικό σκοπό, αλλά πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πόσο σημαντικό είναι να αναζητήσουμε επαγγελματική βοήθεια για κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις. Κάθε άτομο έχει μια διαφορετική ιστορία και διαφορετικές δυσκολίες να ξεπεράσει.
Η ανατροπή που επέφερε το κίνημα του body neutrality
Η απάντηση στο καταφατικό ευαγγέλιο του body positivity δόθηκε με το κίνημα του body neutrality: το τελευταίο ενθαρρύνει την αποδοχή του σώματος και των επιτευγμάτων του, χωρίς να προσεγγίζει το κομμάτι της εξωτερικής του εμφάνισης.
«Πολύ συχνά βρισκόμαστε σε μία σχέση τύπου ‘άσπρο ή μαύρο’ με τα σώματά μας», εξηγεί η Alison Stone, καθηγήτρια Ευρωπαΐκής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Lancaster, «και νιώθουμε πως πρέπει είτε να το αγαπάμε είτε να το μισούμε. Το κίνημα του body neutrality μας δίνει την ευκαιρία μίας μέσης λύσης και την ευκαιρία απλώς της αποδοχής».
Ο στόχος του body neutrality, λοιπόν, είναι να ελαχιστοποιήσει την υπέρμετρη σημασία που έχει δοθεί στη σωματική εμφάνιση εντός της σύγχρονης κοινωνίας⋅ εκτείνεται πέρα από το body positivity, καθώς δεν επιμένει αποκλειστικά στα κατεστημένα πρότυπα ομορφιάς, αλλά προβληματίζει σχετικά με το πώς η ομορφιά αντιμετωπίζεται κοινωνικά ως απαραίτητο χαρακτηριστικό που όχι μόνο ασκεί επιρροή, αλλά λαμβάνεται υπόψιν ως το κορυφαίο επίτευγμα στη ζωή ενός ανθρώπου, παράγοντας την πεποίθηση πως η αξία ενός ατόμου είναι ανάλογη της εμφάνισής του. Η συγγραφέας Rebekah Taussig εξηγεί την ευχάριστη σημασία αυτής της σωματικής ουδετερότητας στην εφημερίδα Guardian: «θεωρώ πως το κίνημα του body positivity δε δίνει σε περιθωριοποιημένα σώματα και σε άτομα με αναπηρία τη δυνατότητα να τοποθετηθούν στο προσκήνιο. Αντιθέτως, το κίνημα του body neutrality έχει αποδειχθεί πραγματικά χρήσιμο σε άτομα με αναπηρία, ιδιαίτερα σε άτομα με χρόνιο πόνο ή με προοδευτικές διαγνώσεις. Δε νομίζω πως καταλαβαίνουν πολλοί πώς είναι να σού επιβάλλεται να αγαπάς το σώμα σου όταν νιώθεις προδομένος ή προδομένη από αυτό. Γι’ αυτό η ουδετερότητα μπορεί να κάνει μόνο καλό».
Το κίνημα του body neutrality ήρθε στη ζωή το 2015, όταν η Anne Poirier, πρώην καθηγήτρια φυσικής αγωγής, οργάνωσε το πρώτο Body Neutrality Workshop στο Βερμόντ. Το body neutrality εκτιμά το σώμα για τις λειτουργίες του και δεν εστιάζει στο πώς φαίνεται ή το πόσο κοντά βρίσκεται στα διαδεδομένα πρότυπα ομορφιάς. Με αυτόν τον τρόπο, θέτει σοβαρά τροχοπέδη στην πεποίθηση πολλών ανθρώπων ότι η εμπειρία τους στον κόσμο είναι ανάλογη με την εμφάνισή τους ή την αυτοπεποίθηση που νιώθουν για την εικόνα του σώματός τους, δίνοντας τροφή για σκέψη και όχι την εντύπωση πως πρέπει να αισθανόμαστε καλά, μέσα σε έναν καταιγισμό από διαφημίσεις και ρεκλάμες που μας πείθουν διαρκώς για το αντίθετο. Όταν η στάση μας απέναντι στο σώμα μας είναι ουδέτερη, μπορούμε πραγματικά να σκεφτούμε άλλα πράγματα, πέρα από το πώς μας βλέπουν οι γύρω μας και τη γνώμη τους για την εμφάνισή μας. Το κίνημα έχει ήδη αποκτήσει τη δική του online κοινότητα, χάρη σε ακτιβίστριες όπως η ηθοποιός και ιδρύτρια της πρωτοβουλίας «I Weigh» Jameela Jamil, που φιλοξενεί ανοιχτές συζητήσεις σχετικά με το body neutrality.
«Είναι τεράστιος αγώνας», λέει η καθηγήτρια Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Κολοράντο Elisabeth Wassenaar στο διαδικτυακό ιστολόγιο Insider, «όμως είναι επανάσταση να αποδέχεται κανείς το σώμα του όπως είναι και να συνάπτει ειρήνη με αυτό, γιατί συνεχώς λαμβάνουμε μηνύματα που μάς δημιουργούν την εντύπωση πως κάτι πρέπει να αλλάξουμε στον εαυτό μας ώστε να δημιουργήσουμε την τέλεια σχέση με τα σώματά μας».
Το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τη Μαρία Στεφιάδου (Lavart)
Εάν εσείς ή κάποιος που γνωρίζετε βρίσκεται αντιμέτωπος/-η με διατροφική διαταραχή, καλέστε στη γραμμή 210 9234904 του Κέντρου Ημέρας ΑΝΑΣΑ για παροχή πρωτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας, στους πάσχοντες από Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής.
Πίνακας εξωφύλλου: Ελένη Στεφάνη (@elenistefanipaintings)