Αρθούρος Ρεμπώ. Από το Μία Εποχή στην Κόλαση στις Εκλάμψεις

 Μια περιήγηση στη ζωή και το έργο του σπουδαίου Γάλλου ποιητή.
Με ύπουλο σάλτο
χίμηξα σα θηρίο
πάνω σ’ όλες τις χαρές
να τις κατασπαράξω
Επικαλέστηκα τους δήμιους
να δαγκάσω πεθαίνοντας
τα κοντάκια των όπλων τους
Επικαλέστηκα κάθε οργή και μάστιγα
να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου

[dropcap size=big]Γ[/dropcap]εννημένος στα μέσα του 19ου αιώνα. Παιδί – θαύμα θα έλεγε κανείς. Από μικρός στη συγγραφή. Άριστος μαθητής. Όμως, θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σχολείο στη δίνη του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου. Όταν πια ο πόλεμος θα έχει τελειώσει, θα είναι ήδη αρκετά μεγάλος για να συνεχίσει. Ένας νεαρός ενήλικας. Θα αφιερωθεί στην ποίηση. Και αυτήν όμως θα την παρατήσει στα 21 του χρόνια μετά την έκδοση της ποιητικής του συλλογής Εκλάμψεις. Ποιο είναι όμως το πραγματικό πρόσωπο αυτής της ελευθεριάζουσας ψυχής;

Γεννημένος στη Σαρλβίλ, επαρχιακή αγροτική πόλη των Αρδεννών το 1854. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός, Βουργουνδός από την Προβηγκία. Άνθρωπος γελαστός και άνετος, όπως τον περιέγραφε. Η μητέρα του Αρθούρου ήταν από καλή οικογένεια των Αρδεννών, με αρκετά περιθωριακά μέλη, ωστόσο. Αντίθετος χαρακτήρας από τον πατέρα του. Την περιέγραφε ως στενόμυαλη και χωρίς αίσθηση του χιούμορ. Ο Αρθούρος στερήθηκε πολλές φορές των πατέρα του λόγω της δουλειάς του μέχρι που στο τέλος σταμάτησε εντελώς να επιστρέφει στο σπίτι. Δεν έγινε καμιά προσπάθεια ανανέωσης της επαφής από καμιά από τις δύο πλευρές.

rimbaud_ar

[dropcap size=big]Χ[/dropcap]ωρίς την πατρική φροντίδα, ο Ρεμπώ και τα αδέλφια του αναγκάστηκαν να ζήσουν και να υπομείνουν τη φτώχεια. Παρόλα αυτά η αυστηρή μητέρα τους φρόντισε με περισσή επιμέλεια για την εκπαίδευσή τους. Τον Οκτώβριο του 1861, ο Ρεμπώ και ο αδελφός του θα γίνουν δεκτοί στο Ινστιτούτο Ροσσά, όπου θα παραμείνουν για περίπου τρία χρόνια. Στα χρόνια αυτά ο Ρεμπώ θα διακριθεί σε πολλούς τομείς και η διάκριση αυτή θα συνοδεύεται από επαίνους και βραβεία. Χωρίς ουσιαστικούς φίλους, λόγω της μητρικής αυστηρότητας, αφιερώνεται αποκλειστικά στα μαθήματά του. Τον Απρίλιο του 1865, μεταφέρεται στο Κολέγιο της Σαρλβίλ, όπου τον περιμένουν νέες, διαρκείς διακρίσεις με αποκορύφωμα τη μεταπήδηση από την πέμπτη τάξη του δημοτικού στην πρώτη τάξη του γυμνασίου. Μεταξύ άλλων σπουδαία θέση κατέχουν οι δημοσιεύσεις εργασιών του στην εφημερίδα της εκπαιδευτικής κοινότητας Moniteur de l’Enseignement Superieur καθώς και πολυάριθμα βραβεία σε σχολικούς διαγωνισμούς. Στις αρχές του 1866, το ποίημά του Les Étrennes des ophelins θα δημοσιευθεί στη La Revue pour Tous και θα αποτελέσει ένα από τα πιο αξιόλογα πρώιμα έργα του.

Σύντομα, το Κολέγιο της Σαρλβίλ υποδέχεται ένα νέο δάσκαλο, τον Ζωρζ Ιζαμπάρ, ο οποίος γρήγορα θα αναδειχθεί σε λογοτεχνικό πρότυπο του Ρεμπώ. Στις 19 Ιουλίου 1870 ξεσπά ο Γαλλο – Πρωσικός Πόλεμος, με αποτέλεσμα ο δάσκαλός του να εγκαταλείψει τη Σαρλεβίλ. Το Κολέγιο της πόλης σταματάει τη λειτουργία του. Αυτό είναι το τέλος της εκπαίδευσης για το νεαρό Αρθούρο. Η απελπισία τον οδηγεί σε σκέψεις φυγής. Σε μία επιστολή προς τον δάσκαλό του χαρακτηριστικά αναφέρει: «Η πατρίδα μου ξεσηκώνεται. Προσωπικά θα προτιμούσα να τη δω να ξανακάθεται».  Στις 31 Αυγούστου του 1870 εγκαταλείπει το σπίτι του και επιβιβάζεται στο τρένο, με κατεύθυνση το Παρίσι. Η ανέχεια θα τον οδηγήσει στην πληρωμή του εισιτηρίου για ένα μικρό μέρος της διαδρομής, κάνοντας την υπόλοιπη κρυφά. Όμως γίνεται αντιληπτός κατά την άφιξή του, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Με μεσολάβηση του δασκάλου του θα απελευθερωθεί και θα φιλοξενηθεί στο σπίτι του στο Ντουαί. Για περίπου τρεις εβδομάδες, θα εργαστεί ως δημοσιογράφος της εφημερίδας Liberal du Nord, της οποίας ο Ιζαμπάρ ήταν εκδότης. Αρνούμενος αρχικά να επιστρέψει στη μητέρα του, η οποία σε αλληλογραφία με τον Ιζαμπάρ τον κατηγορούσε για τη φυγή του γιου της, επιστρέφει τελικά στη γενέτειρά του, στις 27 Σεπτεμβρίου, με συνοδό τον Ιζαμπάρ. Θα μείνει μόνο μία εβδομάδα. Αυτή τη φορά φεύγει με προορισμό τη βελγική πόλη Σαρλερουά, όπου θα ζητήσει εργασία στην εφημερίδα Journal de Charleroi, η οποία θα τον απορρίψει. Στη συνέχεια επισκέπτεται το Φυμέ, το Βιρέ, τις Βρυξέλλες και τέλος επιστρέφει στο Ντουαί, στο σπίτι του Ιζαμπάρ.

162511g-screen_shot_2014-10-20_at_4-30-36_m-m[dropcap size=big]O[/dropcap] Ρεμπώ επέστρεψε στο Παρίσι στο αποκορύφωμα των γεγονότων της Κομμούνας, στα τέλη Απριλίου του 1871. Η σχέση του με την Παρισινή Κομμούνα είναι αμφιλεγόμενη, όπως και το αν βρισκόταν στην πόλη κατά τη διάρκειά της, ωστόσο οι ισχυρισμοί του Βερλαίν μας οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα, όπως και μία αστυνομική έκθεση του 1873, σύμφωνα με την οποία ήταν «μέλος των ατάκτων της Κομμούνας».  Τρία ποιήματά του θεωρούνται επηρεασμένα από την Κομμούνα και πρόκειται για τα L’Orgie parisienneLes Mains de Jeanne-Marie και Chant de guerre parisien.

Η μητέρα του τον πίεζε να βρει εργασία και ο Ρεμπώ προσπάθησε να ανακτήσει την επαφή του με το λογοτεχνικό κόσμο του Παρισιού. Γι’ αυτό έρχεται σε επαφή με τους παρνασσιστές. Την ίδια περίοδο, καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Μπρετάν, ο οποίος είχε γνωρίσει παλαιότερα τον Πωλ Βερλαίν και προσφέρθηκε να τους συστήσει. Ο Ρεμπώ, από πλευράς του, σε ένα αυτοβιογραφικό γράμμα στον Βερλαίν, δηλώνει ένθερμος θαυμαστής του και τονίζει την επιθυμία του να εγκατασταθεί στο Παρίσι, εσωκλείοντας επίσης μερικά από τα ποιήματά του.

[dropcap size=big]Η[/dropcap] αναρχική του ιδεολογία, ο σεξουαλικός του προσανατολισμός και ο έκλυτος βίος του δεν τον έκαναν πολύ συμπαθή στην Παρισινή Ελίτ, γεγονός που ανέκοψε σχετικά γρήγορα την ένδοξη του λογοτεχνική πορεία. Έχοντας συνάψει ερωτική σχέση με το Βερλαίν, θα παροτρυνθεί το 1872 από τον ίδιο να μετακομίσει στο σπίτι της μητέρας του στη Σαρλβίλ για να σώσει το γάμο του. Όμως τελικά ο Βερλαίν θα εγκαταλείψει την οικογένειά του και θα ταξιδέψουν μαζί στις Βρυξέλλες και στο Λονδίνο. Η συμβίωση θα ‘ναι κάτι παραπάνω από προβληματική. Αποκορύφωμα ο πυροβολισμός του Ρεμπώ από το Βερλαίν που βρισκόταν σε κατάσταση μέθης. Ο Βερλαίν θα οδηγηθεί στη φυλακή. Το 1873, θα εκδοθεί το Μία Εποχή στην Κόλαση. Στη συνέχεια μέχρι το 1874 θα ζήσει στο Λονδίνο και μετά για τρεις μήνες στη μικρή βιομηχανική πόλη Ρήντιγκ, από όπου θα γυρίσει στη Σαρλβίλ στις 29 Δεκεμβρίου 1874. Σε αυτό το διάστημα θα τροποποιήσει τις Εκλάμψεις. Στη συνέχεια ταξιδεύει στη Στουτγκάρδη όπου εξοικειώνεται με τη γερμανική γλώσσα. Εκεί θα συναντήσει για τελευταία φορά το Βερλαίν και θα του παραδώσει μέρος από την ποιητική του συλλογή. Στα τέλη του Απρίλη του 1875 ξεκινά νέες περιπλανήσεις. Μιλάνο, Λιβόρνο, Μασσαλία, Παρίσι, Βέλγιο, Τζακάρτα, Ιάβα, Ιρλανδία, Βρέμη, Αμβούργο, Κοπεγχάγη, Στοκχόλμη και πάλι Παρίσι. Το Δεκέμβριο του 1878 θα εργαστεί ως διερμηνέας στην Κύπρο. Αργότερα, θα καταφύγει στην Αφρική. Θα εργαστεί στο Άντεν της Υεμένης, στη Χαράρ και στο Ογκαντέν της Αιθιοπίας, στο Κάιρο της Αιγύπτου.

Το 1891, λόγω της κακής του υγείας, εγκαταλείπει τη Χαράρ, μεταφέρεται στο νοσοκομείο του Άντεν και κατόπιν στη Μασσαλία, όπου διαγνώστηκε με κάποιας μορφής καρκίνο των οστών. Υποβλήθηκε σε επεμβάσεις, όμως τελικά δεν τα κατάφερε. Μετά από παράλυση του αριστερού του χεριού, πέθανε στις 10 του Νοέμβρη του 1891 σε ηλικία 37 ετών.

Πηγή φωτογραφιών

Κείμενο: Μελέτης Τσαχουρίδης (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr