Αργυρώ Χιώτη: «Ήταν η κατάλληλη βουτιά την κατάλληλη, για την ομάδα, δημιουργική στιγμή.»

[dropcap size=big]Έ[/dropcap]να roadtrip με οδηγό τον Δάντη. Ένα ταξίδι – θεατρική εμπειρία με τρεις οριακούς σταθμούς: Κόλαση, Καθαρτήριο, Παράδεισος. Η Θεία Κωμωδία περιγράφει ένα ταξίδι προς το φως, που αρχίζει τον Απρίλιο του 1300. Επτά αιώνες μετά, μεταφέρεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Δήμητρα Χουμέτη (lavart) – Πόσο δύσκολη είναι η προετοιμασία που κάνει ένας σκηνοθέτης για ένα τόσο πυκνό και πολυδιάστατο κείμενο όπως η «Θεία Κωμωδία»;

Αργυρώ Χιώτη – Είναι σίγουρα χρονοβόρα και χρειάζεται αρκετή μελέτη και μέθοδο. Όμως από την αρχή αρνιόμουν να υποκύψω στο βάρος της δυσκολίας του εγχειρήματος, δηλαδή, ναι, από τη μία,  ξεκίνησα από πολύ νωρίς τη μελέτη, με τους συνεργάτες μου στην ομάδα και το Νίκο Παναγιωτόπουλο, τον δραματουργό μας, ο οποίος μας καθοδηγούσε στην ανάγνωση του Δάντη, στην εποχή και την πολιτική της κατάσταση, στις διαφορετικές διαστάσεις του έργου αλλά και σε άλλα αναγνώσματα που συνδέονται με κάποιο τρόπο με τη Θεία Κωμωδία. Από την άλλη όμως, αντιμετώπισα τη σκηνική της απόδοση και όλη τη σύνθεση όπως προσεγγίσω κάθε άλλο έργο ή θέμα: προσπαθώντας να αντιληφθώ την ουσία του, να εμπιστευτώ την τάση και την αίσθησή μου και να επικοινωνήσω σωστά με τους συνεργάτες μου. Όλα μετά ερχόντουσαν βήμα βήμα μέσα από τη δουλειά. Φυσικά αντιλαμβανόμενη το ρίσκο, αλλά και την ομορφιά που μας ανοιγόταν απλόχερα.

Δήμητρα Χουμέτη (lavart) – Πως διαβάζετε ένα τέτοιο κείμενο; Πρώτη μέρα προβών, ξεκινάτε την ανάγνωση. Πως; Ξεκινάτε από που; Από τι;

Αργυρώ Χιώτη – Ξεκινήσαμε συλλογικές αναγνώσεις του έργου, πολλούς μήνες πριν ξεκινήσουμε τις πρόβες. Διαβάζαμε όλοι μαζί, συζητούσαμε, έπειτα μελετούσε ο καθένας μόνος. Για κάποιους μήνες, αφήναμε τον Νίκο (Παναγιωτόπουλο) με τη συνεργάτη του, την Άρτεμη Χρυσοστομίδου, να εργάζονται πάνω στο κείμενο και να μας στέλνουν προτάσεις πάνω στις οποίες δουλεύαμε για τη συνέχεια… φτάσαμε έτσι την πρώτη μέρα των προβών να έχουμε ένα ολοκληρωμένο κείμενο, το έργο μας, στο οποίο τελικά κάναμε πολύ λίγες τροποποιήσεις. Από αυτό ξεκινήσαμε όλοι μαζί. Λέγοντας, αυτό είναι το έργο μας, πάμε να το ακούσουμε. Και αυτά είναι τα δεδομένα μας… τάδε μουσική, τάδε ζητούμενο, τάδε τεχνική δυσκολία…

Δήμητρα Χουμέτη (lavart) – Έχετε απέναντί σας τους ηθοποιούς σας και τους δίνετε τις πρώτες οδηγίες για το πώς θα δουλέψετε και θα προσεγγίσετε το κείμενο του Δάντη. Τι τους λέτε;

Αργυρώ Χιώτη – Επικοινωνώ τα δεδομένα που έχουμε μέχρι εκείνη τη στιγμή, τα στοιχεία αυτά για τα οποία είμαι σίγουρη, πχ πως όλη η κόλαση θα είναι με πατίνια… αλλά και όσα δεν γνωρίζω, όσα είναι ανοιχτά ερωτήματα που πρέπει να απαντήσουμε μαζί, όπως πχ το ακριβές είδος της μουσικότητας της αφήγησής μας. Και νομίζω, πως ζητώ ό,τι συνήθως: να ενσκήψουμε σε αυτό το πράγμα με ηρεμία, ειλικρίνεια και προσωπική εμπλοκή.

Δήμητρα Χουμέτη (lavart) – Η μουσική ακολουθεί τη ροή της κίνησης των ηθοποιών. Είναι σαν ανάσα της παράστασης. Μιλήστε μας λίγο για την σημασία της μουσικής στη δουλειά σας γενικότερα και πιο συγκεκριμένα στη «Θεία Κωμωδία».

Αργυρώ Χιώτη – Αντιλαμβάνομαι τη σκηνή, ιδανικά, σαν ένα ευρύτερο μουσικό σύνολο, όπου όλα να είναι μουσική, ο ήχος των οργάνων, ο ρυθμός του λόγου, ο ήχος των πατινιών αλλά και το πέρασμα των σωμάτων, η κάθε κίνηση, η σύνθεση των σωμάτων στο χώρο, η ανάσα της παράστασης, ναι, όλα. Εκεί που τελειώνει μια νότα, συνεχίζει η ροή μιας κίνησης και προστίθεται μια ανάσα κι έπειτα μια φωνή κτλ. Ώστε δημιουργείται μια αόρατη παρτιτούρα που μπορούν να διαβάσουν οι αισθήσεις.

Δήμητρα Χουμέτη (lavart) – Δεν γίνεται να μην ρωτήσω για τα περίφημα πατίνια. Νομίζω ότι όποιος δει την παράσταση θα καταλάβει τον λόγο ύπαρξής τους, παρόλα αυτά, πείτε μας πως προέκυψε η ιδέα και τι ανταπόκριση είχε από τους ηθοποιούς της παράστασης.

Αργυρώ Χιώτη – Όσο μελετούσαμε το έργο, τόσο είχα ανάγκη για τη σκηνή από ταχύτητα, κάτι που να κινείται γρήγορα, άυλα και κυκλικά. Κυρίως για την κόλαση. Έτσι ήρθαν τα πατίνια, σαν ένα μέσο που θα μας επέτρεπε, νοητά, την αριστερόστροφη κατάβαση στους κύκλους της κόλασης, θα έδινε την αίσθηση του περαστικού, της σκιάς και της κίνησης του νου που μπορεί και γίνεται αστραπιαία πνιγηρός και σκοτεινός.

Δήμητρα Χουμέτη (lavart) – Πως δουλεύετε συνήθως με τους συνεργάτες σας; Πως προκύπτει το τελικό αποτέλεσμα μιας παράστασης; Το σκηνικό, τα κοστούμια, η μουσική, έχουν ήδη προαποφασιστεί όταν ξεκινάτε τις πρόβες ή προκύπτουν από την διαδικασία της πρόβας;

Αργυρώ Χιώτη – Με τους στενούς συνεργάτες συζητάμε για τα πάντα από την αρχή. Στην αρχή έχω πάντα μια αίσθηση για το αποτέλεσμα και κάποια δεδομένα. Ποτέ όμως το σύνολο. Ξεκινώ από κάποια στοιχεία μόνο κι έπειτα προκύπτουν όλα στην πρόβα και στη συνεργασία. Έρχονται, και θέλω να έρχονται, οργανικά τα πράγματα, από ανάγκη απόλυτη, από τη σκηνή. Θα σας δώσω το παράδειγμα του σκηνικού της «Θείας Κωμωδίας», που νομίζω πως θεωρείται εξαιρετικά ενσωματωμένο στην παράσταση: ξεκίνησε από μια ιδέα της Εύας Μανιδάκη για ένα υλικό, το tyvek, το φέραμε από την αρχή στις πρόβες να δούμε τι μπορεί να βγάλει και πώς συμπεριφέρεται. Έπειτα δοκιμάζαμε διάφορα με αυτό, δεν μας έβγαινε. Ένα βράδυ, σε μια συζήτηση με την Ευδοξία (Ανδρουλιδάκη) και τη Ματίνα (Περγιουδάκη), καταλήξαμε στην ιδέα ενός ουρανού που πέφτει να μας πλακώσει… Έτσι, η Εύα πήρε τη σκέψη αυτή, την προχώρησε και δημιούργησε αυτόν τον ουρανό που έχουμε και μας τον έφερε στην πρόβα, μ’ ένα χειροκίνητο μηχανισμό που έφτιαξε ο Λαζαρίδης (τρομερός), κι έτσι δουλεύαμε με τον ουρανό μας κάθε μέρα, τον εξελίσσαμε και τον εντάσσαμε, τον κάναμε όχημα κατάβασης και ανάβασης…

Δήμητρα Χουμέτη (lavart) – Σε σχέση με τις άλλες σας δουλειές ποιο ήταν το πιο δύσκολο, αλλά και το πιο ικανοποιητικό σημείο αυτής της δουλειάς;

Αργυρώ Χιώτη – Θα έλεγα η βουτιά σε αυτόν τον πυκνό και πολυσήμαντο λόγο, αλλά και η σύζευξη αυτού με την σωματικότητα και μουσικότητα που αναπτύσσουμε σαν σκηνική γλώσσα.

Δήμητρα Χουμέτη (lavart) – «Προς την αναζήτηση μιας σκηνικής φόρμας χωρίς ταυτότητα.» Με αυτή την σύντομη φράση αυτοπροσδιορίζονται οι Vasistas. Κάθε παράσταση έχει την δίκη της σκηνική φόρμα; Τι είναι αυτό που τελικά την αποκαλύπτει; Η απουσία ταυτότητας είναι ζητούμενο ή απόρροια της αναζήτησης;

Αργυρώ Χιώτη – Θα το θέσω όσο πιο απλά μπορώ: όταν πρωτοξεκίνησα τη δημιουργία παραστάσεων, δεν ήξερα τι θέλω και τι μου αρέσει στη σκηνή. Ήξερα όμως τι δεν θέλω, τι δεν μου αρέσει,  τα σκηνικά, αισθητικά, φορμαλιστικά δεδομένα της σκηνής που ήθελα να αναιρέσω. Αυτό έχει να κάνει, σαφώς, με την εκπαίδευση που λαμβάνουμε στις σχολές οι υποψήφιοι ηθοποιοί και με τις επικρατούσες τάσεις στο θεατρικό τοπίο. Η απουσία ταυτότητας, λοιπόν, ξεκινά από μια ανάγκη αμφισβήτησης κάθε δεδομένου, κάθε «πρέπει», κάθε σωστού και λάθους, κάθε «έτσι γίνονται τα πράγματα» ή «έτσι παίζει ο ηθοποιός». Ξεκινά από μια παραδοχή άγνοιας και περιέργειας, στοιχεία που προσπαθώ να διατηρώ ζωντανά πάντα.

Δήμητρα Χουμέτη (lavart) – Τελικά γιατί επιλέξατε την «Θεία Κωμωδία» του Δάντη;

Αργυρώ Χιώτη – Ήταν η κατάλληλη βουτιά την κατάλληλη, για την ομάδα, δημιουργική στιγμή.

Δήμητρα Χουμέτη (lavart) – Εσείς κ. Χιώτη «πότε ζήσατε; ποια ήταν η ζωή σας;»

Αργυρώ Χιώτη – Ναι, αυτές οι ερωτήσεις ξεκίνησαν από το Καθαρτήριο, όπου χρησιμοποίησαμε κάποια ποιήματα από την  «Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ» του αμερικανού Έντγκαρ Λι Μάστερς – καταπληκτικά ποιήματα -. Παρουσιάζει ένα φανταστικό νεκροταφείο ενός χωριού, όπου οι νεκροί «μιλούν» για τη ζωή ή τον θάνατό τους, σαν μια συλλογή από πολλές προσωπικές ιστορίες, με τη μορφή επιτύμβιων επιγραμμάτων. Στην παράστασή μας ακούμε ηχογραφημένες τις φωνές των νεκρών, να διηγούνται, ενώ οι ίδιοι κελαηδούν. Δεν χρειάζονται λεκτική απάντηση τα ερωτήματα αυτά, μόνο στοχασμό και αναστοχασμό για τη συνέχεια…

***

Η ομάδα Vasistas, με βάση την Αθήνα, ενεργοποιείται ανάμεσα στην Ελλάδα και την Γαλλία. Επιδιώκει τη συνεχή έρευνα και τον πειραματισμό, ως προς τη σκηνική πράξη σε έναν άμεσο διάλογο με το παρόν.

Κωμωδία (ιταλ. Commedia) ήταν ο πρωτότυπος τίτλος του έργου του Δάντη. Ο όρος «Θεία» (ιταλ. LaDivina Commedia) προστέθηκε μεταγενέστερα από τον Βοκάκιο.

Ο Δάντης (Dante Alighieri, περ. 1265-1321) έγραψε τη Θεία Κωμωδία στις αρχές του 14ου αιώνα και, πιθανότατα, η συγγραφή του διήρκησε περίπου δεκαπέντε χρόνια. Πρόκειται για ένα επικό αφηγηματικό ποίημα, συνολικής έκτασης 14.233 ομοιοκατάληκτων 11σύλλαβων στίχων, χωρισμένο σε τρία μέρη: ΚόλασηΚαθαρτήριοΠαράδεισος.

 

Συνέντευξη: Δήμητρα Χουμέτη (Lavart)

Πηγή φωτογραφιών: 12

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr