Σχεδίασμα μυθιστορήματος σε συνέχειες
«Τον συνάντησα μία εποχή της οποίας έμελλε να μαρτυρήσω το τέλος», μου έλεγε κατά καιρούς αυτή. Την ιστορία της γνωριμίας τους ήμουν εγώ που κατά καιρούς την ανάγκαζα – σχεδόν – να την επαναλαμβάνει. «Ήξερα ότι εκείνος δεν ήταν απλώς – αυτό που λέμε – μία σπάνια περίπτωση ανθρώπου. Ήταν μία σπάνια περίπτωση. Ένα γεγονός από μόνος του. Ένα είδος δικό του. Είχε προφανώς χάσει την αγέλη του. Την φυλή του. Ξέρεις κάπου η Τζαν Μόρις, γράφει κάτι για μια φυλή ανθρώπων που είναι διασκορπισμένη στην υφήλιο και παρ’ όλα αυτά, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των μελών της, μοιάζει όλοι τους να κατοικούν σε μία τέτοια εγγύτητα που θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ινδιάνικο χωριό. Είναι μια βαθιά μελαγχολία που χαρακτηρίζει αυτήν την φυλή. Ή και απώλεια. Καλύτερα απώλεια μιας και η μελαγχολία είναι αποτέλεσμα και όχι διαδρομή. Έτσι κι εκείνος έδειχνε ότι κάποτε θα έπρεπε να υπήρξε μέλος αυτή της φυλής, αλλά πια φαινόταν σαν να είχε χάσει κι αυτούς τους συγγενείς του. Φυσικά όλα αυτά δεν τα λέει η Τζαν Μόρις έτσι ακριβώς, αλλά εσύ ξέρεις πόσο μου αρέσει να παραφράζω τα λόγια των άλλων.» Με αφορμή την γνωριμία της με εκείνον, η αφήγηση της πολλές φορές παρεξέκλινε σε ατραπούς με παραδείγματα και σημεία αναφοράς από ολόκληρη την παγκόσμια λογοτεχνία. Ένας από τους βασικούς λόγους που την ανάγκαζα – σχεδόν – κατά καιρούς να μου την επαναλαμβάνει. Τώρα αυτό βέβαια για την Τζαν Μόρις που μέχρι τα 45 της, αν δεν απατώμαι, ήταν Τζέημς Μόρις, δεν μπορώ να θυμηθώ αν μου το είπε αυτή ή αν εγώ επηρεασμένος από τα κείμενα της Μόρις έβαλα την παραπάνω φράση στο στόμα αυτής την ώρα που εξιστορούσε για πολλοστή φορά πώς συναντήθηκε με εκείνον.
«Πριν την ένταξή του στην φυλή της απώλειας και της μελαγχολίας, φαντάζομαι ότι σίγουρα θα ανήκε σε κάποια αγέλη, κάποιων περιχώρων. Η οποία εκδιώχθηκε βίαια κάποια στιγμή από τον τόπο της. Στην περίπτωση την δική του νομίζω ότι η αγέλη του ζούσε και προόδευε στα εδάφη της λεγόμενης Μικράς Ασίας. Ποτέ του δεν ανέφερε την πραγματική του καταγωγή, διότι ήξερε πολύ καλά πως από όπου κι αν προερχόταν κάποια στιγμή θα κατέληγε να είναι από μόνος του ένα είδος δικό του. Αυτό το αίσθημα το έχει κανείς εκ γενετής. Ειδικά όταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είδους σου δεν είναι εξωτερικά, αλλά εσωτερικά. Ο καθρέφτης δεν βοηθάει στον αυτοπροσδιορισμό και την ένταξή σου σε κάποια ευρύτερη κοινότητα. Ούτε καν τα μικροσκόπια δεν βοηθάνε είτε ακόμη και τα τεστ DNA. Είναι τόσο βαθιά εντός των αισθημάτων σου τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είδους σου, που μόνο η αποδοχή της ειδικής σου αυτής ταυτότητας μπορεί να σε προσδιορίσει, κυρίως, για σένα τον ίδιο.»
Αντιλαμβάνεται – φαντάζομαι – ο καθένας, ότι αυτή, όποτε μιλούσε για εκείνον, μεταλλασσόταν σε Γάλλο υπαρξιστή φιλόσοφο. Η συνάντησή της με εκείνον, θεωρώ ότι υπήρξε τόσο κομβική στη ζωή της, ώστε και η ίδια από μέλος του Δήμου της πόλης της είχε μετατραπεί σε μια φυλή από μόνη της.
«Τα μάτια του μαρτυρούσαν ένα παρελθόν απώλειας κάποτε. Σαν η αγέλη του, εκπατρισμένη, και γι’ αυτόν τον λόγο παράλογα φοβισμένη, να τον προόριζε για κυνηγό, ενώ εκείνος και μόνο στην ιδέα του όπλου, μεταμορφωνόταν σε στρείδι. Θα αγκάλιαζε – κατά πάσα πιθανότητα- τα γόνατα του και θα κρυβότανε σε μια γωνία και θα μουρμούριζε νανουρίσματα μέχρι η εικόνα του όπλου να εξαλειφθεί από την μνήμη του. Τέτοια θα ήταν η στιγμή που την ειδικότητά του θα την έπαιρνε απόφαση. Μια τέτοια στιγμή θα είχε συνειδητοποιήσει την απώλεια της ταυτότητας που οι άλλοι θα ήθελαν να έχει. Θα έχεις δει – και είμαι σίγουρη γι’ αυτό – μάτια που φέρουν την απώλεια. Αυτός έφερε κατά κάποιον τρόπο την έννοια απώλεια. Ήταν σαν να γνώριζε εκ των προτέρων το τέλος της εποχής – που μας έλαχε να συναντηθούμε – πριν καν αρχίσει. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάς ότι γνωριστήκαμε την εποχή της οποίας το τέλος έμελλε να μαρτυρήσω. Άραγε την θυμάσαι; Άραγε την θυμάται; Γνώριζε το τέλος από την αρχή. Η περιέργειά του έγκειτο μόνο στο πώς θα ερχότανε το τέλος και όχι στο αν θα ερχότανε. Το να εγκαταλείπεσαι στην ροή των γεγονότων παρακολουθώντας εξ αποστάσεως, με μία ωστόσο σπάνια εγγύτητα, είναι πολύ πιο δημιουργικό, απ’ το να παρασύρεσαι από την ροή των γεγονότων. Ο ναυαγός στο βλέμμα του – σίγουρα θα το έχεις δει – έχει εγγεγραμμένη την έννοια της εγκατάλειψης στην οποία αναφέρθηκα, και εκ των πραγμάτων της απώλειας, αφήνεται στα κύματα να τον ξεβράσουν σε μία νήσο άγνωστη και παρ’ όλα αυτά γνώριμη γι’ αυτόν από παλιά. Εγκαταλείπεται. Έτσι και εκείνος. Γνώρισα έναν ναυαγό».
Εκείνη την στιγμή μου φάνηκε πως θα έβαζε τα κλάματα. Μάλλον όμως εγώ θα ήθελα να βάλει τα κλάματα, μην λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι αυτή δεν έβαζε ποτέ τα κλάματα. Ήταν διαρκώς τόσο συγκινημένη που το κλάμα θα υποβίβαζε την συγκίνηση σε θλίψη. Και θλιμμένη δεν ήταν ποτέ. Ήταν μονίμως θρυμματισμένη. Έτσι και οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα της, όπως η άμμος πέφτει στην κλεψύδρα. Είναι σαφές ότι ο συγχρωτισμός μου μαζί της θα με κάνει ποιητή. Όπως εκείνος έκανε αυτήν φιλόσοφο.
«Η χειραψία μας η πρώτη έκρυβε τον αποχαιρετισμό και όχι το καλωσόρισμα. Γνωριστήκαμε σαν να χωριζόμασταν για πάντα. Τα ονόματά μας ειπώθηκαν υποκρύπτοντας ένα «να με θυμάσαι» πίσω από το «χάρηκα». Μία επικών διαστάσεων πρώτη χειραψία. Υπό την έννοια του σώματος του επικού που δεν έχει συνείδηση του σχήματός του, που το περίγραμμά του σαν περίφραξη χωραφιού, εμπερικλείει τις συγκρούσεις όλων των φυσικών φαινομένων. Δύο σώματα που έχουν δεχτεί την βροχή και το χιόνι, σαν ευλογία, και τον αέρα και την ξηρασία και τον ήλιο και την συγχώνευση. Δύο χωράφια που αναγνωρίζονται μεταξύ τους και δεν έχουν υπαρξιακό παρελθόν. Έχουν το παρελθόν των συγχωνευμένων στοιχείων των οποίων την ευλογία, δέχτηκαν. Αυτά είναι τα σώματα τα επικά. Οι επικές συναντήσεις. Οι τυχαίες και ωστόσο τόσο καθοριστικές συναντήσεις. Καμιά επίγνωση όλων αυτών δεν είχα εγώ βέβαια τότε. Εκείνος όμως κατά κάποιον τρόπο μου μετέδωσε μέσω της θέρμης μιας γιγαντιαίας παλάμης, την ασυνείδητη εξ αρχής γνώση, του τέλους της εποχής που έμελλε να μαρτυρήσω. Ήξερα από τότε κι εγώ. Έβρεξε και χιόνισε και έλιασε και αποξήρανε και ξανά υγροποίησε μέσα μου όλη την γνώση. Με όλα τα σεξουαλικά συμφραζόμενα. Χωρίς αιδώ. Μικροαστική. Κυρίως μικροαστική. Την εποχή εκείνη – και ζώντας την καθημερινότητα σαν επική περιπέτεια – η αφήγηση των όποιων γεγονότων συνέβαιναν στην πόλη, στην οποία μου ενεχείρισε εκείνος όλη των φυσικών στοιχείων την μνήμη, γινόταν σε δακτυλικό εξάμετρο. Ήταν για όλους μας μία καθημερινότητα συνευρέσεων και συγκρούσεων. Χωρίς αναστολές τα σώματα συγκρούονταν, στοιχειωμένα από ετερόκλητες επιθυμίες, παράλογες και χωρίς ίχνος εκλογίκευσης. Δεν διαφαινότανε επ’ ουδενί το τραγικό τέλος της πόλης και της εποχής. Η επερχόμενη αφομοίωση των επιθυμιών. Και όχι η συγχώνευση τους. Η πόλη διήγε την επική της περίοδο. Τις μέρες εκείνες, λυσσασμένοι πολεμιστές, εραστές κι ερώμενοι μιας πνευματικής σωματικότητας, έπεφταν με τα μούτρα στο πεπρωμένο, κι αναλάμβαναν πλήρως την ευθύνη των επιλογών τους. Ο κόσμος επάξια νοσούσε από ανεξέλεγκτη επιθυμία για δοκιμή. Κάτω από τις λάμπες του δρόμου σκιές φωτίζονταν τα σώματά τους, και την στάχτη από τα τσιγάρα τους την έβλεπες για ώρες να μένει στατική στον αέρα, παγωμένη να μην πέφτει στο πεζοδρόμιο παρά να αιωρείται ατελείωτες ώρες και μέρες ακόμη σαν τα δύο σώματα να ρουφούν καπνό σε έναν πλανήτη χωρίς βαρύτητα. Παρακολουθούσα τις συνευρέσεις στα πεδία των μαχών που στήνονταν σε κάθε του δρόμου γωνιά, εγκαταλελειμμένη κι εγώ και με το βλέμμα του ναυαγού. Εκείνος επίσης κατ’ αυτόν τον τρόπο. Υπενθυμίζοντάς μου ωστόσο όποτε του δινόταν η ευκαιρία – κι αν δεν του δινόταν την δημιουργούσε εκείνος, γιατί τέτοιος ήταν – ότι οι συγκρούσεις γίνονταν σε ένα επίπεδο ασυνείδητο, ότι αυτή η εποχή σύντομα θα αντικατασταθεί. Από σώματα θα γίνουμε πρόσωπα. Προσωπικότητες. Θα πάψουμε να είμαστε τοπία. Χωράφια. Στα σώματα δεν θα διεξάγονται μάχες κάτω απ’ του ήλιου το φως. Οι συγκρούσεις θα γίνονται νύχτα κάτω από της λάμπας την λυχνία ανταλλάσσοντας μηνύματα οι προσωπικότητες με τα ίδια τους τα πρόσωπα. Τα των προσώπων πρόσωπα. Όλα καθρέφτης. Θα ξέρουν όλοι ποιον κοιτάζουν κάθε πρωί. Εγώ είμαι αυτός που ανήκει εκεί και μια μέρα θα ξεχωρίσει, θα διαχωριστεί και θα εντέλλεται στους άλλους αυτό που φαντασιώνεται γι’ αυτούς. Θα ηγηθώ. Με ανοιχτό το στόμα ( και το σώμα – μαζί με όλα τα σεξουαλικά συμφραζόμενα, χωρίς αιδώ, κυρίως μικροαστική ) παρακολουθούσα όσα έλεγε. Εκείνος αγόρευε και εγώ με βλέμμα απορίας αλλά και εγκατάλειψης βλέμμα ας μην το ξεχνάμε αυτό, παρατηρούσα ένα γύρω στις γωνιές της πόλης τα θέατρα των πολέμων, των μαχών και των συγκρούσεων που στήνονταν εμπρός μου. Θέατρα. Άνοιγαν αυλαίες και θίασοι ετερόκλητων σωμάτων έκαναν την εμφάνισή τους. Άδεια κοστούμια από σώματα ως άλλα περιγράμματα ανθρώπων ανέβαιναν στην σκηνή με πλήρη συνοδεία μουσικής και φωτισμών και παντού άκουγα ιαχές πολεμικές. Εν αρχή, κάποιοι προστατεύανε κάτι από κάποιους άλλους. Ήταν μια γενικολογία, αρχικά. Και γι’ αυτό τα σώματα συνευρίσκονταν κάτω από του δρόμου τις λάμπες. Η συνεύρεση και η ανταλλαγή κάνει το γενικό συγκεκριμένο. Μαθαίνεις να ρωτάς μόνο εφόσον έχεις εγκαταλειφθεί στην συνάντηση και την σύγκρουση. Μόνον όταν έχεις εγκαταλειφθεί στην συγχώνευση. Μόνον τότε το ερωτηματικό γίνεται ερώτημα. Συνέχεια τέτοια μου έλεγε εκείνος κι εγώ σιγά – σιγά αντιλαμβανόμουνα – σχηματίζοντάς την, παραδόξως σαν για πρώτη φορά – την λέξη και το νόημά της : θαυμάζειν».
Ξέπνοη στεκότανε απέναντί μου. Σαν μόλις να συνειδητοποιούσε κι αυτή η ίδια για πρώτη φορά ότι εκείνος την βοήθησε να σταθεί στο ύψος της, να φτάσει στο επίπεδό της, να αντικρίσει για πρώτη φορά τον εαυτό της και να διαχωρίσει αυτά που σε βάθος αισθάνεται από αυτά που της υπαγορεύουν οι άλλοι να αισθανθεί. Το ανώτερο σημείο που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος είναι το θάμβος. Αυτό είναι του Γκαίτε, σε περίπτωση που έχει δίκιο ο Μπρούνο Σνελ. Κάθε φορά που την ανάγκαζα – σχεδόν – να μου αφηγηθεί την ιστορία της γνωριμίας τους σταματούσε σε αυτό ακριβώς το σημείο: θαυμάζειν. Το τόνιζε με τέτοιο τρόπο, σαν παιδί που για πρώτη φορά προφέρει το όνομα ενός αξιοθαύμαστου ήρωα μυθιστορήματος. Ροβινσώνας Κρούσος. Θαυμάζειν.