Αναζητώντας Την Ταυτότητα Στο Ευρωπαϊκό Σινεμά

«’Who are you?’ said the Caterpillar. This was not an encouraging opening for a conversation. Alice replied, rather shyly, ‘I — I hardly know, sir, just at present — at least I know who I WAS when I got up this morning, but I think I must have been changed several times since then.’»
– Lewis Carroll, Alice’s Adventures in Wonderland

Ποιός είμαι; Πού πάω; Τι κάνω; Είναι ερωτήσεις που έχουν χρησιμοποιηθεί ουκ ολίγες φορές σε καθημερινές, χιουμοριστικές κουβέντες, ενέχουν ωστόσο μια οικουμενική αλήθεια: την έννοια της ταυτότητας και την έμφυτη ανθρώπινη ανάγκη να μπορούμε να ορίσουμε τον εαυτό μας. Το ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού, απασχολεί την ανθρωπότητα (και κατά συνέπεια και την τέχνη) εδώ και χιλιετίες. Εξάλλου, υπάρχει πιο δύσκολο ερώτημα από το να πούμε λίγα λόγια για εμάς; Παρακάτω θα δούμε επτά ευρωπαϊκές ταινίες, οι πρωταγωνιστές των οποίων προσπαθούν να ξεφύγουν από ή να βρουν τον εαυτό τους, εξερευνούν την πολιτιστική, φυλετική, θρησκευτική, σεξουαλική και προσωπική ταυτότητα, και αναζητούν παρηγοριά, ασφάλεια, περιπέτεια, ηρεμία, λύτρωση ο καθένας με τον δικό του τρόπο και στα δικά του μέτρα.

Στην «Καταγωγή των Σάμι» (Sameblod) της Αμάντα Κέρνελ (2016), η δεκατετράχρονη Έλλε-Μάρια (Μάι-Ντόρις Ρίμπι) προέρχεται από την εθνοτική ομάδα Σάμι, γνωστή και ως Λάπωνες, που συναντάται κυρίως στα βορειότερα μέρη της Σκανδιναβικής χερσονήσου. Πηγαίνει σε ειδικό σχολείο, συναναστρέφεται μόνο παιδιά Σάμι και μεγαλώνει υφιστάμενη συνεχείς εξευτελισμούς και προκατειλημμένα σχόλια, καθώς η σουηδική κοινωνία της δεκαετίας του ’30 θεωρεί τους Λάπωνες έναν υπανάπτυκτο (σωματικά και πνευματικά) λαό, ανθρώπους δεύτερης κατηγορίας. Μισώντας την καταγωγή της και σε μία προσπάθεια να ξεφύγει από αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον και τον ίδιο της τον εαυτό, αλλάζει όνομα και το σκάει για την Ουψάλα χωρίς να κοιτάξει πίσω. Μελαχρινή και ασυνήθιστα μικροκαμωμένη, όμως, ξεχωρίζει μες στο πλήθος της πόλης.
Σε αυτήν την πραγματικά ενδιαφέρουσα (από δραματουργική και ιστορική άποψη) ταινία της Κέρνελ, αφενός ρίχνουμε ματιές στο παρελθόν μιας χώρας η οποία πλέον θεωρείται από τις πιο προοδευτικές αλλά και στην κουλτούρα των Σάμι, και αφετέρου βρισκόμαστε απέναντι σε μία «δύσκολη» και -ίσως ακόμη και αντιπαθητική- ηρωίδα που μας θέτει ερωτήματα σχετικά με την φυλετική ταυτότητα, η οποία είναι μεν ένα κοινωνικό κατασκεύασμα αλλά και ένα πρωταρχικό πολιτιστικό στοιχείο, την ανάγκη μας να ορίζουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας, αλλά και την αδιέξοδη, ρηγματική ματαιότητα της επιθυμίας ν’ απαρνηθούμε τις ρίζες μας.

Αντίθετα, στην οσκαρική «Ida» του Παβέλ Παβλικόβσκι (2013), η Άννα (Άγκατα Τσεμπούχοφσκα), δόκιμη μοναχή σε καθολικό πολωνικό μοναστήρι το 1962, κατόπιν παρότρυνσης της ηγουμένης αναζητά την θεία της και μοναδική εν ζωή συγγενή της, Βάντα (Άγκατα Κουλέσα) και μαζί ξεκινούν ένα οδοιπορικό σε μια μεταπολεμική Πολωνία που δεν έχει γιατρέψει ακόμη τις πληγές της, με σκοπό να ανακαλύψουν περισσότερα για τη εβραϊκή καταγωγή τους και την τύχη των γονιών της Άννας. Η πορεία τους στην καρδιά της χώρας έχει ωστόσο και εσωτερικές προεκτάσεις, καθώς οι δύο γυναίκες, αν και σε διαφορετικές φάσεις της ζωής τους έρχονται αντιμέτωπες με ζητήματα προσωπικής, φυλετικής αλλά και θρησκευτικής ταυτότητας.

“All my life I’ve felt like I was here and somewhere else at the same time.” Κατεξοχήν ταινία με επίκεντρο το θέμα της προσωπικής ταυτότητας είναι και η μυστηριακή «Διπλή Ζωή της Βερόνικα» (La double vie de Veronique) του Κρίστοφ Κισλόβσκι (1991). Σε διπλό ρόλο, η Ιρέν Ζακόμπ υποδύεται τη νεαρή πολωνή σοπράνο Βερόνικα που ζει στην Κρακοβία και την σωσία της, γαλλίδα δημοσιογράφο Βερονίκ, που μένει στο Παρίσι. Οι δύο κοπέλες είναι ίδιες εξωτερικά αλλά εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες. Δεν γνωρίζονται μεταξύ τους όμως μοιράζονται έναν παράξενο συναισθηματικό δεσμό και διάγουν κατά κάποιον παράξενο τρόπο παράλληλους βίους. Η ιδιαίτερη φωτογραφία και μουσική επένδυση, χαρακτηριστικές στη γενικότερη φιλμογραφία του Κισλόβσκι συμβάλλουν στην δημιουργία μιας ταινίας που παίζει με τις ιδέες της μοναδικότητας μας, των προλήψεων και της θρησκευτικότητας, όπως και του συνειδητού-ασυνείδητου, υπνωτίζοντας και καλώντας μας ν’ αναλογιστούμε σε ένα βαθύτερο επίπεδο τι συντελεί μια προσωπικότητα, ένα άτομο.«Sauver ou périr» είναι το μότο των πυροσβεστών του Παρισιού, «να σώσω ή να χαθώ» θα λέγαμε σε ελεύθερη μετάφραση. Από αυτή την φράση εμπνέεται ο Φρεντερίκ Τελιέ (2018) για να δημιουργήσει μια ταινία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα. Ο Φρανκ (Πιέρ Νινέ) ονειρευόταν από παιδί να γίνει πυροσβέστης. Ως ενήλικας, τα έχει καταφέρει και ζει μια συνηθισμένη ζωή μοιρασμένη ανάμεσα στην οικογένειά του και την δουλειά του, ευτυχισμένος στην αίσθηση καθήκοντος και προσφοράς που του προσφέρει. Ένα ατύχημα, όμως, εν ώρα εργασίας τον γεμίζει εγκαύματα και χάνει τα πάντα: τη δουλειά του, την οικογένειά του, τον σκοπό του, τον εαυτό του. Είναι ουσιαστικά μια απλή ιστορία, που θα μπορούσε να είχε καταλήξει σε ένα αδιάφορο αποτέλεσμα. Αντίθετα όμως, πρόκειται για ένα συγκινητικό, τρυφερό δράμα ενός ανθρώπου που πρέπει να ξεκινήσει ξανά από το μηδέν, κόντρα κυρίως στον ίδιο του τον εαυτό να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά του και τους στόχους του, να αλλάξει οπτική, να ξανακερδίσει το χαμένο έδαφος, να γίνει ο «ήρωας» που ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα χρειαζόταν να γίνει.Ο αντι-ήρωας Τζεπ Γκαμπαρντέλα (Τόνι Σερβίλο) από την άλλη, βρίσκεται στην δύση της ζωής του και αναζητά τριγύρω του την «Τέλεια Ομορφιά» (La Grande Bellezza) στην οσκαρική ταινία του Πάολο Σορεντίνο (2013). Ήθελε να κατακτήσει την κοινωνική ζωή της Ρώμης και το έκανε. Κέρδισε πλούτο, εμπειρίες, γνωριμίες, επιτυχίες και πλέον περιπλανώμενος στην νυχτερινή ζωή της αιώνιας πόλης ψάχνει μάταια την ουσία πέρα από τις ανούσιες επαφές με τους γύρω του, ένα νόημα κάτω από την λαμπερή επιφάνεια της επιφανούς ύπαρξής του. Στο προσεκτικά φτιαγμένο αυτό φιλμ, η φωτογραφία του οποίου μας χαρίζει ονειρικές εικόνες της Ρώμης, ο πλούτος δεν φέρνει την ευτυχία, αλλά δίνει τουλάχιστον την ευχέρεια στον Τζεπ ν’ ακολουθήσει απερίσπαστος τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις.Σε παρόμοια μονοπάτια στοχασμού κινείται και ο Νίκο Φίσερ (Τομ Σίλινγκ) στο «Oh boy!» του Γιαν-Όλε Γκέρστερ (2012). Έχοντας παρατήσει την νομική εδώ και δύο χρόνια, συνέχιζε κανονικά να παίρνει χρήματα από τον πατέρα του για τις σπουδές του. Την μοιραία μέρα που εκείνος μαθαίνει την απάτη, ο Νίκο μένει απένταρος και περιπλανιέται στο Βερολίνο με μία μονάχα επιθυμία: να πιεί έναν καφέ. Μέσα από σουρεάλ, καθημερινές καταστάσεις και περιπέτειες, η άκαρπη αναζήτηση μιας απλής κούπας καφέ μετατρέπεται σε σύμβολο των απαντήσεων που ψάχνει και δεν βρίσκει, και ο ίδιος ο Νίκο εκφράζει το πνεύμα μιας ολόκληρης γενιάς που νιώθει μετέωρη και αβέβαιη για το μέλλον όταν ρωτούμενος τι έκανε δυο ολόκληρα χρόνια απαντά «Σκεφτόμουν.»

Στο «Κορίτσι» (Girl) του Λούκας Ντοντ (2018), η διεμφυλική Λάρα (Βίκτορ Πόλστερ) αντιμετωπίζει πιο απτά, άμεσα προβλήματα. Γεννημένη σε σώμα αγοριού, βρίσκεται στα μέσα της επίπονης διαδικασίας της εγχείρισης αλλαγής φύλου και δουλεύει σκληρά για να γίνει μπαλαρίνα. Η θεραπεία ορμονών όμως, παρουσιάζει επιπλοκές και χρειάζεται αρκετό χρόνο, όπως και η εκμάθηση της γυναικείας τεχνικής στο μπαλέτο με πουέντ, αλλά και η αποδοχή της Λάρα από τις συμμαθήτριές της, οι οποίες ενώ αρχικά δείχνουν ανοχή, μετέπειτα καταλήγουν να τη ρωτούν «Τι είσαι; Να σε θεωρούμε αγόρι ή κορίτσι;». Έτσι ξεδιπλώνεται μια σπαρακτική ιστορία ενηλικίωσης για το φύλο και την σεξουαλική ταυτότητα, την ανάγκη να συνταυτίζονται το σώμα και η ψυχή, τα θέλω με τα μπορώ, αλλά και το ψυχικό σθένος και την υπομονή που χρειάζονται για να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας μέσα από τα λάθη και τις επιλογές μας.

Κείμενο: Μαρία Κολιού

Πηγές Φωτογραφιών

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr