Δε είναι παράξενο να απορεί ο μαθητής σήμερα όταν στο μάθημα των Αρχαίων καλείται να μάθει τους τόνους και τα πνεύματα. Τι εξυπηρετούν τάχα αυτά τα σύμβολα; Τι νόημα έχουν; Δεν αρκεί η οξεία; -αλίμονο αν ξέρουμε κι αυτό- Εμείς για ποιο λόγο να τα μαθαίνουμε; Λοιπόν, μεγάλος ο πειρασμός… για να μην επιχειρήσουμε να ρίξουμε λίγο φως σε απωθημένες σκέψεις.
Σε πρόσφατο άρθρο μας, έγινε κατανοητό πως η γλώσσα είναι δυναμικό φαινόμενο: εξελίσσεται τόσο στην προφορική της μορφή όσο και στη γραπτή:
Έτσι, στη διαχρονία των ελληνικών διαλέκτων σημειώνουμε πως αφενός η εκφορά των φθόγγων και αφετέρου η «ορθογραφία» μεταβάλλονται συνεχώς. Για παράδειγμα, τα σύμφωνα β, γ και δ για αρκετούς αιώνες φωνολογικά αντιστοιχούσαν στους φθόγγους μπ, γκ και ντ, όπως ηχούν σήμερα στα ευρωπαϊκά αλφάβητα.
Από την άλλη, η «γλώσσα των επιγραφών» είναι ο μάρτυρας που υπομνηματίζει πως «οι αρχαίοι ημών πρόγονοι» όχι μόνο δε σημείωναν τους τόνους, αλλά μάλλον έγραφαν σε ένα στιλ πιο κοντά σε γκράφιτι· όλα τα γράμματα κεφαλαία και μάλιστα σε συνεχές κείμενο: λέξεις, περίοδοι και προτάσεις ενωμένες με τρόπο που δυσκολεύεται κανείς να διακρίνει και να διαβάσει με ευφράδεια. Αυτή η λεγόμενη μεγαλογράμματη γραφή θα βρίσκεται σε χρήση τουλάχιστον έως τον 9ο αιώνα μ.Χ., δηλαδή ακόμα και κατά τους βυζαντινούς χρόνους!
Επομένως, οι τόνοι και τα πνεύματα αφορούν αποκλειστικά κείμενα σε μικρογράμματη γραφή. Πρόκειται για προσθήκη των αλεξανδρινών φιλόλογων, σε μια εποχή που η ελληνιστική κοινή αναδεικνυόταν σε lingua franca και η παρουσία βοηθητικών συμβόλων για τη σωστή εκφορά των λέξεων κρινόταν αναγκαία.
Η περίπτωση της δασείας
Βέβαια, πριν την εισαγωγή αυτών των συμβόλων υπήρξαν και εναλλακτικές μέθοδοι. Στα αττικά, συγκεκριμένα, μέχρι και τον 5ο προχριστιανικό αιώνα το στοιχείο «Η» στην αρχή των λέξεων δε λειτουργούσε ως δείκτης για το γνωστό σε μας φωνήεν. Αντίθετα, δήλωνε μια τραχύτητα κατά την εκφορά της πρώτης συλλαβής.
Σταδιακά, βέβαια, καθώς τα ελληνικά αλφάβητα υιοθέτησαν τα γράμματα Η και Ω για να δηλώσουν τα μακρά φωνήεντα (μακρό ε και μακρό ο αντίστοιχα), χρειάστηκε να επινοηθεί ένα άλλο σύμβολο που να αποτυπώνει αυτή την ιδιαιτερότητα στην προφορά. Το νέο σύμβολο προήλθε από τη διχοτόμηση του Η(├ ). Και η απουσία δασείας δηλωνόταν με το αντίστροφο σύμβολο( ┤), τη λεγόμενη ψιλή. Στο πέρασμα των αιώνων δασεία και ψιλή στρογγυλοποιήθηκαν στα γνωστά πια σύμβολα, που ξεχωρίζουμε γιατί η δασεία κοιτάζει προς τα δεξιά.
Επομένως, αρχικά η δασεία αποτελούσε φθόγγο, ο οποίος αναγραφόταν μεν ως γράμμα (Η), αλλά στην πραγματικότητα δήλωνε την τραχιά, πυκνή εκπνοή. Γι’ αυτό και, με τη μεταγενέστερή της μορφή, η δασεία (πνοή) συγκαταλέγεται στα πνεύματα· η λέξη προκύπτει από το «δασύς», ήτοι πυκνός.
Όμως, η δασύτητα εξακολούθησε να συμβολίζεται με το γράμμα H στα λατινικά και δι’ αυτών σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ως εκ τούτου, στην προσπάθεια να γίνει περισσότερο κατανοητή στον αναγνώστη η προφορά αυτού του φθόγγου, επικαλούμαστε -παραδόξως- τη γλωσσομάθειά του μάλλον, παρά τη μητρική του γλώσσα. Ειδικότερα, τη δασεία που μάθαμε (ή και δε μάθαμε) να αναγράφουμε σε συγκεκριμένες λέξεις στα «Αρχαία», εξακολουθούμε να την αναπαράγουμε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, εν αγνοία μας ίσως, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς στη συνέχεια:
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως σε ορισμένες λέξεις στις ευρωπαϊκές γλώσσες η δασεία αποδίδεται με το γράμμα s:
Αυτό σίγουρα δεν είναι άσχετο από το γεγονός ότι και στην αιολική διάλεκτο η δασεία αναπαρίστατο με σ. Σημειώνουμε δυο γνωστές περιπτώσεις:
Όμως η δασύτητα δεν περιορίζεται στα φωνήεντα. Ήδη από το Γυμνάσιο ο μαθητής διδάσκεται πως υπάρχουν και δασέα σύμφωνα:
Συμπληρωματικά σημειώνουμε:
- τ + δασεία (h) = θ
- κ + δασεία (h) = χ
- π + δασεία (h) = φ
- ως αρκτικό γράμμα λέξεων και το ρ πάντα δασυνόμενο (ῥ).
Μάλιστα, η δάσυνση των συμφώνων δεν απουσιάζει ούτε από τις ευρωπαϊκές γλώσσες:
- t + h = th [th ]
- c + h = ch [kh]
- p + h = ph [ph]
- r + h = rh [rh]
Η δάσυνση στα νέα ελληνικά
Καθώς στα νέα ελληνικά η προφορά των λέξεων δεν ακολουθεί τους κανόνες της αρχαιοελληνικής προσωδίας, αλλά βασίζεται στον δυναμικό τόνο, ο υπότιτλος αυτής της ενότητας ίσως φαντάζει παράταιρος, όσο παράδοξη ενδεχομένως λαμβάνεται και η εξοικείωση με τα πνεύματα και τους τόνους από τους μαθητές.
Κι όμως, η δάσυνση είναι παρούσα στον καθημερινό μας λόγο. Γιατί εντοπίζεται στις σύνθετες λέξεις. Και είναι η απάντηση στη (μετα)τροπή συμφώνων με τρόπο που δυσκολεύει ορισμένους ομιλητές.
Ειδικότερα, κατά τη σύνθεση, όταν η πρώτη λέξη καταλήγει σε ψιλόπνοο σύμφωνο (κ, π, τ) και ακολουθεί λέξη που αρχίζει με δασυνόμενο φωνήεν, τότε το ψιλό σύμφωνο της πρώτης λέξης (κ, π, τ) μετατρέπεται στο αντίστοιχό του δασύ (χ, φ θ), όπως αποτυπώνεται στον πίνακα:
Βέβαια, ως φυσικοί ομιλητές είμαστε σε θέση να πετυχαίνουμε τη σύνθεση μηχανικά, δίχως να γνωρίζουμε περί της «λανθάνουσας» δασείας, την οποία παρόλα αυτά μπορούμε εκ των υστέρων να εντοπίσουμε ανατρέχοντας σε ένα αρχαιοελληνικό λεξικό.
Παρακάτω ακολουθούν παραδείγματα του φαινομένου. Ας ληφθεί υπόψη ότι στις περισσότερες περιπτώσεις εφαρμόζεται έκθλιψη:
Αντί Επιλόγου
Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία του Χόρχε Μπουκάι, η οποία υποστηρίζει ότι οι θησαυροί βρίσκονται πολύ εγγύτερα από ό,τι ενδεχομένως φανταζόμαστε. Ωστόσο, συχνά είναι μακρύς ο δρόμος για να φτάσουμε και να τους αγγίξουμε.
Το θεμελιώδες πολιτισμικό προϊόν κάθε λαού είναι η γλώσσα. Η γλώσσα επιβιώνει, η γλώσσα διατηρεί, η γλώσσα αποκαλύπτει: σκέψεις, νοήματα, γνώση, πείρα. Η γλώσσα είναι το «κλειδί» για να ανοίξουμε το θησαυροφυλάκιο ενός πολιτισμού.
Στην αποκατάσταση επαφής με την προγονική μας κληρονομιά, ο ευρωπαϊκός παράγοντας ιστορικά έχει λειτουργήσει ως μεσάζοντας: η Αναγέννηση, ο κλασικισμός, ο Διαφωτισμός και πολλά ακόμη κινήματα της Φιλοσοφίας και της Τέχνης εμπνεύστηκαν από την αρχαία Ελλάδα και έγιναν δεκτά πίσω στους φυσικούς διαδόχους της.
Η Αρχαία Ελληνική γλώσσα για πρώτη φορά με διεθνή πιστοποίηση
Σε μια εποχή έντονης εσωτερικής αμφισβήτησης, ίσως, τελικά, η γλωσσομάθεια να είναι η ελπίδα μας. Γιατί έτσι, δια του ταξιδιού στην Εσπερία, ο Οδυσσέας κατορθώνει να επιστρέψει στην πολυπόθητη Ιθάκη του. Κι ο θησαυρός που ανακαλύπτει δεν είναι άλλος από την Ελλάδα του Ελύτη, μια Ελλάδα της αυτογνωσίας και της εξωστρέφειας.
Κείμενο: Βαγγέλης Κανσίζογλου (Lavart)