Διαβάζουν άραγε οι νέοι;
Εδώ και ένα μήνα έχω κολλήσει στη σελίδα 27. Η σελίδα αυτή βεβαίως δεν έχει τίποτα το αξιοπρόσεκτο, ούτε αρέσκομαι στο να διαβάζω βιβλία μέχρι μιας συγκεκριμένης σελίδας. Απλώς, δε μπορώ να διαβάσω πια. Θα μου πεις βέβαια –και θα συμφωνήσω– πως ένα βιβλίο του Λουντέμη δεν είναι και το πιο ευκολοδιάβαστο. Το ίδιο συνέβη όμως με όλα τα βιβλία που επιχείρησα να διαβάσω φέτος το καλοκαίρι. Βιβλία μισοτελειωμένα, παρατημένα, με την προοπτική μιας μελλοντικής ανάγνωσης, σχημάτισαν κάτι σαν πύργο στο γραφείο και νιώθω μια απελπισία. Ίσως και τύψεις.
Δεν ήταν πάντα έτσι όμως. Κάποτε τα τελείωνα τα βιβλία σε μια μέρα. Αυτή η νέα συμπεριφορά μου απέναντι στα βιβλία αρχίζει να με προβληματίζει. Να συμβαίνει άραγε και σε άλλους αυτό; Η σκέψη πως αυτό το φαινόμενο δεν είναι μόνο δικό μου κάπως θα με καθησύχαζε. Ας μη κρυβόμαστε, όλοι ξέρουμε «τις πταίει». Η ματιά μου πέφτει πάνω στο λόγο αυτής της αλλαγής. Δε χρειάστηκε άλλωστε να το αναζητήσω για πολύ. Το κινητό μου βρισκόταν μόλις μερικά εκατοστά δίπλα στο δεξί μου χέρι.
Εκεί θα απευθυνθώ και τώρα. Θέλω να το συζητήσω αυτό που σκέφτομαι, θέλω να ανακαλύψω την οπτική γωνία και κάποιου άλλου πάνω στο θέμα (ή απλώς ψάχνω δικαιολογία να σκρολάρω ξανά). Το παρακάτω ερωτηματολόγιο πυροδότησε αστραπιαία συζητήσεις.
Ας διασαφηνίσω πρώτα μερικά πράγματα για μια αντικειμενικότερη προσέγγιση στην ανάλυση που θα ακολουθήσει. Μέσω Instagram δημιούργησα αυτό το μίνι ερωτηματολόγιο και το έθεσα στους «followers» μου, των οποίων η μέση ηλικία κυμαίνεται γύρω στα 24 έτη. Οι ερωτηθέντες είχαν τη δυνατότητα επιλογής μίας απάντησης εκ των τεσσάρων.
Δε χρειάστηκε να περιμένω καρτερικά να παρέλθουν 24 ώρες (όσο διήρκεσε η δυνατότητα απάντησης). Από τα πρώτα κιόλας λεπτά είχαν αρχίσει να διαφαίνονται ξεκάθαρα οι προτιμήσεις και να επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις μου. Μόλις το 25% δήλωσε πως διάβασε πάνω από 5 βιβλία, σε αντίθεση με τους αναγνώστες λιγότερων από 5 βιβλίων που ανέρχονται στο 33%. Εντύπωση –και ανακούφιση– μου προξένησε το 24% που αντιστοιχεί στους «ομοιοπαθούντες», δηλαδή στα παιδιά που, όπως εγώ, ξεκινούσαν βιβλία αλλά δεν τα τελείωναν. Τέλος, αν και μικρότερο απ’ όλα, παραμένει σημαντικό το 18% των ερωτηθέντων που ειλικρινά παραδέχτηκαν πως δε διαβάζουν βιβλία.
Σαφώς και πρόκειται για ένα πρόχειρο ερωτηματολόγιο, χωρίς πολλές-πολλές προδιαγραφές εγκυρότητας, επομένως η «αγκύλωση» σ’ αυτά τα νούμερα θεωρείται επιπόλαια. Ωστόσο, αν δεχτούμε ότι μέσω αυτού αποτυπώθηκαν κάποιες γενικές τάσεις πάνω στις αναγνωστικές συνήθειες των νέων, τότε έχουμε λόγους να ανησυχούμε. Δε μπορώ να φανταστώ έναν κόσμο που αδυνατεί ή, πολύ περισσότερο, που επιλέγει συνειδητά να μη διαβάζει βιβλία. Καθόλου επικριτική δεν είναι η στάση μου απέναντί τους, άλλωστε κι εγώ στην ίδια ομάδα συγκαταλέγομαι. Ίσα ίσα, τους κατανοώ. Μας κατανοώ.
Κατανοώ πόσο έντονη μπορεί να γίνει η σημερινή καθημερινότητα για ένα νέο που δουλεύει εξαντλητικά ωράρια, για ένα νέο που παλεύει με τους δικούς του δαίμονες ή γι’ αυτόν που απλά δεν του έμαθαν πώς να διαβάζει και πώς να ευχαριστιέται ένα βιβλίο. Έτσι, οι μεν χρειάζονται απεγνωσμένα μερικές στιγμές πλήρους αποχαύνωσης, αποκόλλησης από την πραγματικότητα, όπου για λίγο δε θα χρειάζεται να σκέφτονται, ενώ οι δε, αγνοώντας την απόλαυση της ανάγνωσης, μένουν άθελά τους μακριά από μια εξυψωτική για τον νου εμπειρία.
Αυτό συμβαίνει γιατί, καιρό τώρα, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας το βιβλίο μοιάζει με ένα εργαλείο μεταφοράς γνώσης που ταλαιπωρεί. Για πολλούς μαθητές, η προσέγγιση ενός βιβλίου θεωρείται καταναγκαστικό έργο ή σε ακραίες περιπτώσεις, είναι κάτι ανέφικτο. Ταυτόχρονα, το μάθημα της Λογοτεχνίας, που θα μπορούσε να αποτελέσει αντισταθμιστικό παράγοντα στο φαινόμενο, όχι μόνο υπολειτουργεί αλλά λειτουργεί και εντελώς αντίστροφα από το σκοπό που θα έπρεπε να επιτελεί. Έτσι, ως δώρο επιτυχημένο, σύμφωνα με τη μέση μαθητική αντίληψη, θεωρείται οτιδήποτε άλλο εκτός του βιβλίου.
Σε κάθε περίπτωση, η διέξοδος είναι μία: η οθόνη. Η οθόνη ξεκουράζει, χαλαρώνει, είναι ευχάριστη και θελκτική. Όπως ακριβώς και τα ναρκωτικά. «Μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις» λένε και δεν έχουν άδικο. Είναι αδιαμφισβήτητα πολύ πιο εύκολο και σημαντικά πιο γρήγορο για κάποιον να πάρει την πληροφορία βλέποντάς την μπρος στα μάτια του με τη μορφή της εικόνας. Γιατί να διαβάσω το βιβλίο; Αφού θα βγει σε ταινία! Εικόνες έτοιμες και όχι πλασμένες από τη φαντασία, κάτι που άλλωστε απαιτεί μια μορφή κόπου.
Αλλά κι αυτοί που διαβάζουν, τι διαβάζουν; Σίγουρα το ερωτηματολόγιό μου ήταν ελλιπές και χρειαζόταν καλύτερα μια προσέγγιση περισσότερο ποιοτική παρά ποσοτική. Σ’ αυτό το κλίμα της έντονης καθημερινότητας συνδυασμένης με την εξάρτηση από το εύπεπτο περιεχόμενο της τεχνολογίας, μήπως και τα βιβλία δεν γίνεται παρά να είναι «εύκολα»; Αυτή τη στιγμή, το είδος με τη μεγαλύτερη ζήτηση είναι τα βιβλία της λεγόμενης «γυναικείας» λογοτεχνίας. Έρωτες, μπερδέματα και οικογενειακά δράματα, που συχνά έχουν ευτυχή κατάληξη, αποτελούν τα θέματα που συνήθως πραγματεύονται, κάνοντάς τα ιδανικά για εύκολη και ευχάριστη ανάγνωση. Σίγουρα θα έχεις καταλάβει ποια εννοώ, θα τα έχεις δει να φιγουράρουν αρκετά συχνά στα ράφια των μπεστ σέλερ και έτσι να σώζουν ως «από μηχανής θεοί» τις οικονομικές κρίσεις των εκδοτικών οίκων.
Ποτέ ξανά δεν ήμασταν τόσο κοντά στη πληροφορία, αλλά είμαστε πραγματικά μορφωμένοι; Διαθέτουμε κριτική ικανότητα; Είναι σίγουρα σύνθετες οι διαδικασίες μέσα απ’ τις οποίες δημιουργείται ένας σωστός αναγνώστης. Αφορούν συνήθειες που πρέπει με τον κατάλληλο τρόπο να δημιουργηθούν ήδη από την παιδική ηλικία έτσι ώστε να διαμορφωθεί μια τάση της ψυχής που δε θα «ξεθυμάνει» αργότερα. Αλλά και αν ατροφήσει προσωρινά, να υπάρχει η δυνατότητα επαναφοράς. Αυτό θα επιδιώξω κι εγώ σήμερα. Το βιβλίο που ξεκίνησα θα το τελειώσω και όχι γιατί δεσμεύομαι σ’ αυτό το κείμενο, αλλά γιατί μόνο έτσι θα νιώσω ότι κάνω κάτι καλό στον εαυτό μου. Δοκίμασέ το κι εσύ!
Κείμενο : Άννα Παπαδημητροπούλου (lavart)
Φωτογραφία εξωφύλλου από Angel Hernandez από το Pixabay
Photo by Priscilla Du Preez on Unsplash
Photo by Charles Deluvio on Unsplash