Η Γιαγιά μου Σας Χαιρετά και Ζητάει Συγγνώμη / Fredrik Backman / Κέδρος
Επισκόπηση
«Η γιαγιά της Έλσας ζούσε σε διαφορετικό ρυθμό από τους άλλους ανθρώπους. Λειτουργούσε διαφορετικά. Στον πραγματικό κόσμο, μέσα σε ό,τι λειτουργούσε κανονικά, η γιαγιά ήταν το χάος».
[dropcap size=big]Ό[/dropcap]πως και η γιαγιά της, έτσι και η Έλσα ήταν μοναδική στη διαφορετικότητά της και διαφορετική στη μοναδικότητά της. Ή κάπως έτσι τέλος πάντων, η Έλσα θα πρέπει να δει στη Βικιπαίδεια τον ακριβή ορισμό της λέξης «μοναδικότητα». Μισεί να χρησιμοποιεί λάθος τις λέξεις, αυτό το κάνουν μόνο οι εξυπνάκηδες όταν προφασίζονται πως δεν έχουν χρόνο να βλέπουν τον ορισμό κάθε όρου. Λες και η Έλσα έχει τον χρόνο. Καλύτερα λοιπόν να κάνεις κάποια ορθογραφικά λάθη όπως η γιαγιά παρά να χρησιμοποιείς λάθος τις λέξεις, αν και, για να λέγεται η αλήθεια, η Έλσα πάντα φροντίζει να διορθώνει τα ορθογραφικά της γιαγιάς. Όχι πως αυτό ενοχλεί ιδιαίτερα τη γιαγιά. Της αρέσει όμως να γκρινιάζει για αυτό αποκαλώντας την Έλσα «ναζί» και «κουτουρνίθι με περικεφαλαία», το χειρότερο είδος κουτουρνιθιού. Οπότε η Έλσα αναγκάζεται να εξηγήσει στη γιαγιά πως ο χαρακτηρισμός «ναζί» εδώ δεν ευσταθεί και μαλώνουν για τουλάχιστον 480 φτερουγίσματα κολιμπρί, το οποίο μεταφράζεται χοντρικά σε 40 δευτερόλεπτα. Η Έλσα το ξέρει επειδή το έψαξε. Μετά τον καβγά η γιαγιά δωροδοκεί την Έλσα με παγωτό και κουλουράκια κανέλα, και όπως γνωρίζουν όλοι, είναι δύσκολο να είναι θυμωμένος κανείς όταν τρώει κουλουράκια κανέλα. «Ανέβα στα συννεφοζώα και φύγαμε!» χαμογελά αμέσως μετά η γιαγιά και καβαλά τα πιστά πλάσματα στην Σχεδόν-Ξυπνητή-Χώρα, έτοιμη για μια ακόμη περιπέτεια σε κάποιο από τα έξι βασίλειά της. Η Έλσα τελειώνει τα κουλουράκια, σφίγγει σφιχτά το κασκόλ Γκρίφιντορ και πιάνει το χέρι της γιαγιάς της.
Το «Η γιαγιά μου σας χαιρετά και ζητάει συγγνώμη» αποτελεί μια ανθρώπινη ιστορία ντυμένη με ρούχα παραμυθιού – μιλά για τις ζωές των ανθρώπων μιας πολυκατοικίας μέσα από τις σκέψεις ενός σχεδόν οκτάχρονου κοριτσιού. Η Έλσα, φυσικά, δεν είναι οποιοδήποτε κορίτσι: αμφισβητεί, μαλώνει, αναθεωρεί, εξετάζει και διορθώνει, τους άλλους αλλά και τον εαυτό της. Η μοναδική της φίλη είναι η γιαγιά, η οποία, φυσικά, δεν είναι οποιαδήποτε γιαγιά: βρίζει, πετά λάσπη σε αστυνομικούς, τρέχει γυμνή από δωμάτιο σε δωμάτιο και παριστάνει τον χιονάνθρωπο τις μέρες που χιονίζει. Και λέει τα καλύτερα παραμύθια, ιστορίες για Σκιές και Αρκουδόσκυλους, για Χιοναγγέλους, πρίγκιπες και ιππότες, πολέμους δίχως τέλος και χορούς δίχως μουσική. Η Έλσα λατρεύει τις ιστορίες αυτές, λατρεύει την τρέλα και ευθύτητα της γιαγιάς της, την παλαβομάρα και περηφάνια της. Δεν είναι όπως οι υπόλοιπες γιαγιάδες, άλλωστε, η γιαγιά είναι ένας άνθρωπος που σώζει ζωές και καπνίζει σα φουγάρο. Είναι ένας άνθρωπος παίρνεις μαζί σου στον πόλεμο. Γι’ αυτό και η Έλσα την μισεί όταν αυτή πεθαίνει.
Τώρα η Έλσα πρέπει να παραδώσει τα τελευταία γράμματα της γιαγιάς, ανακαλύπτοντας στην πορεία πως το παρελθόν της δένει με χρωματιστά νήματα κάθε θαμώνα της πολυκατοικίας σε μια ενιαία αφήγηση, ένα παραμύθι δίχως αρχή και τέλος. Και τότε είναι που ανακαλύπτει πως η πραγματικότητα είναι ανακατεμένη με τον μύθο όπως η σοκολάτα με το γάλα στο κακάο. Όλα αυτά όμως δεν τη μπερδεύουν, δεν τη πτοούν, διότι η Έλσα είναι το εξυπνότερο άτομο που ήξερε η γιαγιά. Μια απορία, όμως, σχηματίζεται στο μυαλό της. Μια μικρή ερώτηση που ντρέπεται ακόμα και τώρα να κάνει στον εαυτό της: Όταν τελικά φτάσει στο τέλος της αποστολής της, όταν παραδώσει την τελευταία «συγγνώμη» της γιαγιάς, θα είναι ακόμη στην καρδιά της η ίδια γιαγιά που ήξερε και αγαπούσε;
Μια εξαιρετική νέα ιστορία του Fredrik Backman γεμάτη μελαγχολικά χαμόγελα, όνειρα (τα γλυκά και όχι τα όνειρα), όνειρα, τρίχες σκύλου, και αναπαραστάσεις μιας πικρής πραγματικότητας που προτιμά να μη κρύβεται πίσω από γλυκές κρούστες προσποιητού οπτιμισμού.
Κείμενο: Νικήτας Διαμαντόπουλος (Lavart)