“Hath not a socialist eyes? Hath not a socialist a vagina? If you prick it with a Nazi finger, does it not orgasm?”- Salon Kitty (1976)
Οι αντιστροφές και οι αντισταθμίσεις μεταξύ της ορθολογικής σκέψης και της «ριζοσπαστικής» απόλαυσης έχουν απασχολήσει τη δυτική σκέψη από την περίοδο του Πλάτωνα. Τι είναι απόλαυση, πώς ορίζεται με μονάδα τον άνθρωπο και ποιες οι μορφές της είναι κάποια ερωτήματα που θα μπορούσαν να έχουν απασχολήσει τον αναγνώστη αυτού του κειμένου πάνω από μία φορά. Είτε κάποιος αντλεί απόλαυση εξαιτίας μίας θέσης κυριότητας/ «κυριαρχίας» ή από το να κυριαρχείται από κάποια μεγαλύτερη δύναμη, η απόλαυση λειτουργεί με βάση την ιεραρχία, την εξουσία. Δεν είναι τυχαίο πως, ακόμα και στον χώρο του αθλητισμού, υπάρχει ο όρος power play, περιγράφοντας την αριθμητική κυριαρχία έναντι κάποιου άλλου. Και ακριβώς αυτή η παραδοχή καθιστά την απόλαυση «σοβαρή». Γιατί η εξουσία είναι πάντα σοβαρή: συνεπάγεται πάντα έναν αποκλεισμό, μια ιεραρχία, ένα προνόμιο σε κάτι ή σε κάποιον. Και η «σοβαρή» απόλαυση βασίζεται πάντα στη δύναμη.
Αλλά τότε, ίσως παίρνουμε την απόλαυσή μας πολύ στα σοβαρά;
Και πάλι, η απόλαυση της εγκατάλειψης της σοβαρότητας γίνεται μια σοβαρή απόλαυση. Εάν είναι αδύνατο να εγκαταλείψουμε εντελώς τη «σοβαρή» ευχαρίστηση, πρέπει να παραδεχθούμε πως υπάρχουν βαθμοί εμπλοκής του κάθε ατόμου στην οποιαδήποτε απόλαυση. Ωστόσο, και ενώ η ανάλυση των ταινιών ως προς τις σεξουαλικές απολαύσεις μπορεί να αποτελεί μία τεράστια οπτική και αισθησιακή απόλαυση για κάποιους, μια τέτοια ανάλυση αποκλείει πάντα τις ασήμαντες απολαύσεις τέτοιων ταινιών που δεν παίρνουν τον εαυτό τους σοβαρά, εκείνες τις απολαύσεις που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως διασκεδαστικές καταγραφές των σεξουαλικών πτυχών της ζωής. Ας μην ξεχάσουμε πως πολλοί μελετητές του κινηματογράφου έχουν αποφανθεί πως η κινηματογραφική οθόνη αποτελεί μία οθόνη ονείρων, μέσω της οποίας ο θεατής απολαμβάνει εκ νέου ιδεατά σενάρια. Υπερβολικά δελεαστικό.
Σε αυτή την μεθόριο ανάμεσα στη soft erotica και τον soft core κινηματογράφο, την έννοια της απόλαυσης υπό το πρίσμα ενός φακού και την ερωτική τρέλα, κατοικεί ο Ιταλός σκηνοθέτης Giovanni “Tinto” Brass. Παρόλο που είναι πιο γνωστός σήμερα ως σκηνοθέτης ταμπού που μας έδωσε το cult erotic Caligula (1979), ο Tinto Brass ξεκίνησε την κινηματογραφική του καριέρα στον πολιτικά φορτισμένο avant-garde κινηματογράφο, δουλεύοντας σε μια σειρά ειδών, όπως giallo ταινίες, κωμωδίες και western. Εμπνευσμένες από τη ριζοσπαστική πολιτική, το αντιπολεμικό κίνημα και τα ελεύθερα ερωτικά ιδανικά της σεξουαλικής επανάστασης, οι πρώτες ταινίες του Brass πρωτοτύπησαν με σκηνές τριπλού μοντάζ, καλειδοσκοπικές διαχωριστικές οθόνες, οπτικά έργα τέχνης που ξεπηδούν από την οθόνη και έναν εντυπωσιακό countercultural παλμό. Απογοητευμένος από το αποτέλεσμα των φοιτητικών διαμαρτυριών του ’68, ο Brass αγκάλιασε τον ερωτικό κινηματογράφο και θεωρείται πλέον ο αδιαμφισβήτητος μαέστρος του είδους.
Από τα διαβόητα φετίχ και τις εξωφρενικές εξερευνήσεις του στην φόρμα των period dramas έως την προκλητική «υιοθεσία» του όρου Naziploitation, οι soft core ταινίες του σκηνοθέτη επικεντρώνονται συχνά σε θέματα προδοσίας, υποτροπής, «αμαρτωλής» σεξουαλικής παραβίασης και σεξουαλικής απελευθέρωσης – και έχουν διαμελιστεί από κριτικούς ή λογοκριθεί παραπάνω από ό,τι είναι δυνατόν! Μία από αυτές υπήρξε το Salon Kitty (1976).
Μεταμφιεσμένο σε ένα εξαιρετικό δοκίμιο για την παρακμή, τον Φασισμό και την «αποδυναμωτική δύναμη» που επιφέρει η σεξουαλικότητα, το Salon Kitty, αφηγείται την ιστορία ενός οίκου ανοχής, καθώς Ναζί αξιωματικοί ξοδεύουν χρόνο απογυμνώνοντας το σώμα και την ψυχή τους. Ένα πορνείο κατακυριευμένο από τα SS και πίνακες του Otto Dix. Το Salon Kitty αντλεί από την ιστορία ενός πραγματικού bagnio που χρησιμοποιήθηκε από τη ναζιστική παράταξη για να εξαγάγει μυστικά και κουτσομπολιό για αξιωματικούς και επισκέπτες του «ροζ σπιτιού», χρησιμοποιώντας τις πειστικές γοητείες του χαρεμιού της Frau Kitty. Στη συνέχεια, οι πληροφορίες χρησιμοποιήθηκαν για να γίνουν γνωστοί όσοι δεν ήταν πλήρως αφοσιωμένοι στην εθνικιστική επωνυμία του Αδόλφου Χίτλερ, καθώς και να παρακολουθούνται οι σεξουαλικές πρακτικές των συναδέλφων αξιωματούχων. Το αποτέλεσμα: εκβιασμοί, δολοφονίες ή παράδοση των θυμάτων για ιατρικά πειράματα.
Πώς η απόλαυση στρατεύεται πολιτικά και χρησιμοποιείται εναντίον της πολιτικής παρακμής και των ερωτικών «θυμάτων»; Πώς σχολιάζεις («λογικά») τον Φασισμό χρησιμοποιώντας το σεξ;
Ο Wallenberg, ο πρωταγωνιστής αξιωματικός των SS, περνάει μέσα από αυτό το πιο σεξουαλικό «Καμπαρέ», κρύβοντας τα παγετώδη του πάθη κάτω από ολοένα και πιο εξωφρενικές στολές υψηλής ραπτικής. Μια θλιβερή ιστορία αγάπης δίνει στην ταινία έναν υποτιθέμενο αξιοπρεπή πυρήνα, αλλά το βλέμμα της κάμερας είναι σταθερά στερεωμένο σε έναν άλλον οργασμό: Το τελευταίο στιγμιότυπο της ταινίας όπου ο πρωταγωνιστής πρόκειται να πυροβολήσει τον εαυτό του στο ντους, γυμνός καθώς είναι, φορώντας μόνο τα βραχιόλια με τις σβάστικες. Το επικείμενο και πολυαναμενόμενο τέλος του Τρίτου Ράιχ.
Η ετεροδιαμόρφωση αυτής της παρακμής, όπου το ετεροφυλοφιλικό (και όχι μόνο) σεξ ταυτόχρονα αποτελεί έρωτα αλλά και βίαιη, καταπιεστική υποτίμηση, είναι ο πυρήνας αυτής της ταινίας. Τελικά, δημιουργείται ένα δίπολο μεταξύ παρακμιακών συνθηκών και soft core διεγέρσεων. Και είναι αυτή η συνθήκη που εισάγεται με την αρχική σκηνή της ταινίας. Η μεταμφίεση της Kitty σε μία drag περσόνα που είναι το ήμισυ των δύο φύλων. Με την εξαίρεση κάποιων αισθησιακών σκηνών, ο Brass δεν ακολουθεί την ιδεολογία που θέλει την σεξουαλική απόκλιση να είναι σύμπτωμα του φασισμού, αλλά στοχεύει την ταινία του στο mainstream κοινό προκειμένου να αφουγκραστούν όλοι τον σχολιασμό του. Υπογραμμίζει την οικειότητα που επέρχεται με το σεξ και μέσω αυτής τονίζει τον προφανή πολιτικό σχολιασμό.
Υπάρχει μια αίσθηση αυτοσυγκράτησης στο Salon Kitty που εκδηλώνεται με αντανακλαστικές χειρονομίες. Ο Brass φαίνεται να απομακρύνεται από τη σκληρότητα της αφήγησης, κατευθύνοντας την προσοχή στους ξηρούς μηχανισμούς της δημιουργίας της ταινίας. Φαίνεται πως αγκάλιασε τις δυνατότητες της πορνογραφίας για να δημιουργήσει ένα επίπεδο οικειότητας με το κοινό του που, μέσω των προθέσεών του να προκαλέσει μια φυσιολογική αντίδραση, είναι μη διαθέσιμο με άλλα είδη. Πώς οικειοποιείται κανείς την παρακμή αυτών των ιστορικών γεγονότων; Μέσω των ηδονοβλεψιών φακών που παρουσιάζουν τη γυμνή ύπαρξη, απογυμνωμένη από τη στολή που υπαγορεύει δράσεις. Κατακρίνοντας τον φασισμό ως τον λάθος μεσσία των καιρών. Το πιο σημαντικό μήνυμα.
Η σύνθεση μιας σκηνής στο Salon Kitty είναι εξίσου σημαντική για τον πολιτικό σχολιασμό. Η συχνή χρήση ενός καθρέφτη επιδρά με στόχο την δημιουργία ψυχεδελικών μεταβάσεων, ως μέσο πολλαπλασιασμού των γυμνών σωμάτων που παρέχει καλύτερες προοπτικές για την οπτική «λήψη» σεξουαλικών σεναρίων. Οι χαμηλές γωνίες του φακού προορίζονται να εντείνουν την ηχώ εντός των μαρμάρινων χώρων συσκέψεων των αξιωματικών SS στο Salon Kitty. Αυτοί οι χώροι επανακαθορίζονται, αφού τελικά αποτελούν τον καλύτερο τρόπο να κινηματογραφήσει κανείς ψηλά τακούνια, πόδια με δικτυωτό καλσόν και να παραμείνει στα οπίσθια γυναικών του Τρίτου Ράιχ. Να παραμείνει πάνω στο ανθρώπινο γυμνό σώμα καθώς κυριεύεται από τη σάρκα του άλλου, αλλά και μια «δολοφονική» πολιτική άποψη. Εξουσία και εξουσιαζόμενος, αναμετρούνται χωρίς γαλόνια καθώς ακούγονται οι οργασμοί μιας γυναίκας από το διπλανό δωμάτιο. Λογική εναντίον Εξουσίας (σαρκικής ή μη) ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι να επέλθει ο επόμενος μικρός θάνατος.
Ενώ για κάποιους δεν θα υπάρξει τίποτα πιο σέξι από την γραμμή γυμνών γυναικών, καθώς βαδίζουν για τη στιγμή της κρίσης, το αντίθετο ίσως να ισχύσει όταν μια εξίσου μεγάλη ομάδα γυμνών ανδρών των SS φαίνεται να κάνει το ίδιο ακριβώς πράγμα. Ένας αξιωματικός των SS χωρίς τη μαύρη στολή του δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα άμορφο ανάχωμα σάρκας. Χωρίς εξουσία. Την στιγμή που ένας ναζί, είτε είναι Obersturmbannführer είτε Hauptsturmführer, απεκδύεται τη στολή του, χάνει την κύρια πηγή ισχύος του. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτό συμβαίνει στην πλειονότητα των ανδρών όταν αντιμετωπίζουν την προοπτική να είναι εντελώς γυμνοί, αλλά φαίνεται να είναι χειρότερο όταν συμβαίνει σε άνδρες που προσπαθούν να προβάλουν έναν αέρα δύναμης στον κόσμο. Πώς όμως σχολιάζει κανείς αυτές τις πράξεις; Μέσω των σεξουαλικών δράσεων που θέτουν εκ νέου το θέμα της εξουσίας.
Είναι χαρακτηριστικό πως με τον Brass το κόνσεπτ της παρουσίασης του σεξ και της ερωτικής γοητείας του φασισμού μέσα σε ένα bordello αντιμετωπίζεται όχι τόσο διαφορετικά: η αγριότητα γίνεται σχεδόν ηρωική. Στη μανιακή εξομολόγηση του πρωταγωνιστή, ο Ναζισμός ορίζεται ως το συνειδητό κακό κίνητρο που αρνείται οποιαδήποτε οντολογική ή ψυχολογική εξήγηση. Μια πεποίθηση που δίνει έμφαση στο μονολιθικό αφήγημα για τον φασισμό που δημιούργησε το Χόλυγουντ. Ο Brass όμως ολοκληρώνει το επικό voyeuristic εγχείρημά του με το στριπτίζ του Wallenberg μπροστά από το όπλο, αποκαλύπτοντας τα ολοκληρωτικά και αναπόφευκτα τρωτά του σημεία.
Εν τέλει, αυτό που θέτει ο σκηνοθέτης συνοψίζεται στην εξής γραμμή διαλόγου: “Pleasure was liberating me”. Aς κρατήσουμε αυτό!
Κείμενο: Ελένη Κουκουρίκου (Lavart)
Πηγές εικόνων: imdb
Πηγές κειμένου: 1, 2.
Διαβάστε εδώ περισσότερα κινηματογραφικά αφιερώματα.