Ανηφορίζοντας στο Θέατρο Δάσους για να δω την Άλκηστη, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου, είχα την εξής απορία: Πως θα αποδώσει τον Απόλλωνα, δηλαδή το θεό, πως το Θάνατο, δηλαδή το θάνατο, και πως τον Άδμητο, δηλαδή την πολιτική, σ’ αυτή την ιστορία αρσενικής αυταρέσκειας και θηλυκής αυταπάρνησης; Βλέπετε η ιδέα του άτρωτου ανθρώπινου όντος και της αθανασίας τροφοδοτούσε από πάντα τον ανθρώπινο νου, τη φιλοσοφία, την επιστήμη, τη θρησκεία, την τέχνη αλλά και τη λαϊκή δοξασία. Αν κάποτε ο άνθρωπος κατέφευγε στην αλχημεία και στην ερωτική συνεύρεση με νεαρές παρθένες, τώρα καταναλώνει ελιξίρια και πολυβιταμίνες, κάνει θεραπείες ανανέωσης των κυττάρων, δίαιτα και γυμναστική. Καθόλου άσχημα θα μπορούσε να πει κανείς αν προηγουμένως, όμως, ένας Φουκώ κι ένας Αγκαμπέν δεν μας είχαν υποψιάσει ότι η διαχείριση της βιολογικής ζωής και του θανάτου μας είναι περισσότερο πολιτική παρά επιστημονική, ότι υπάρχει ένας μυστικός δεσμός ανάμεσα στην εξουσία και στη γυμνή ζωή μας.
Με το τέλος της παράστασης είχα καταλάβει: Η Ευαγγελάτου είχε προχωρήσει πέρα και πάνω απ’ αυτά που εγώ έβλεπα ξέχωρα. Με τη σύμπραξη της σκηνογράφου Εύας Μανιδάκη και αρωγούς τους νεκροθάφτες και τον γελωτοποιό του Σαίξπηρ, το memento mori κρανίο του Γιόρικ και το αδιέξοδο της γνώσης του Φάουστ, σύζευξε το θεό, το θάνατο και την πολιτική και σκηνοθέτησε την Άλκηστη ως μια υπαρξιακή και πολιτική θανατογραφία. Με μία οξυμμένη, σύγχρονη συνείδηση της ανθρώπινης ύλης, η Ευαγγελάτου είδε στο έργο του Ευριπίδη καταρχήν το τέλος του υπερβατικού. Ο αιώνιος έφηβος, ο θεός της μουσικής Απόλλων (Κώστας Βασαρδάνης) είναι πια ένα άφυλο είδωλο του glam rock, ντυμένο στο ροζ κοστούμι του, ο Θάνατος (Σωτήρης Τσακομίδης) ένας επιδέξιος ιδιοκτήτης οίκου τελετών και ο άλλοτε ημίθεος Ηρακλής (Δημήτρης Παπανικολάου), μισός κλόουν και μισός αρσιβαρίστας τσίρκου (κοστούμια Βασιλική Σύρμα).
Έκπτωτο το θεϊκό πάνθεον και εξίσου μικρός και ο κόσμος των ανθρώπων: ό,τι συνέχει την ατομική ύπαρξη με τον υπόλοιπο κόσμο, ό,τι συγκολλάει τους ανθρώπους σ’ ένα «μαζί» έχει εκλείψει: η αγάπη, η συντροφικότητα, ο ηρωισμός, η δημοκρατία. Ο Άδμητος του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου θρηνεί εκ του ασφαλούς όταν η πραγματική μόνη του έγνοια είναι η απολυταρχική εξουσία, ο μεσήλικας Φέρης του Γιάννη Φέρτη επιχειρηματολογεί με ζέση υπέρ του δικαιώματός του να ζήσει επιτέλους μια δεύτερη εφηβεία μια και εκπλήρωσε τις πατρικές του υποχρεώσεις. Στο μεταξύ, γύρω απ’ τους δύο άντρες, ο απλός λαός και ο στρατός τρέχουν πάνω κάτω να φέρουν σε πέρας τις εντολές του δικτάτορα ηγέτη τους.
Κι εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, το μεγάλο προτέρημα αυτής της παράστασης: ότι δεν φιλολογίζει περί της τραγικής ή της κωμικής φύσης του κειμένου. Αντίθετα, το διαπερνά, το αναποδογυρίζει για να αποκαλύψει ότι η πίκρα και ο κυνισμός δεν είναι μια εγκεφαλική σκηνοθετική επινόηση αλλά αντανάκλαση της κύριας νοητικής κατάστασης στην οποία οδηγεί το σύγχρονο αυτάρεσκο κυνήγι της αέναης νιότης, της δύναμης και της εξουσίας. Κι εκεί η παράσταση ήταν μια απολαυστική πικρή κωμωδία. Η ματιά της Ευαγγελάτου, όμως, πήγε πιο βαθιά όταν μας αποκάλυψε ότι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι ο φόβος, ο φόβος για τη φθορά, τα γηρατειά, τη σωματική και κοινωνική αποδυνάμωση, το βιολογικό και κοινωνικό μας τέλος. Κι εκεί η παράσταση επιχείρησε να υπεισέλθει στο χώρο του τραγικού. Θέλοντας να είναι κύριος του μέλλοντος, ο Άδμητος απέφυγε το θάνατο με κάθε κόστος. Για την Ευαγγελάτου, αυτή ήταν η Ύβρις του. Όλα και όλους μπορεί να τα διατάξει και να τα ελέγξει ο Άδμητος αλλά όχι το παρελθόν του. Μετά το θάνατό της γυναίκας του Άλκηστης, η μνήμη του πήρε τη μορφή και το σώμα της. Ο πανίσχυρος άνδρας κρατήθηκε στη ζωή και στην εξουσία αλλά ανακάλυψε τη μοναξιά και το υπαρξιακό κενό.
Όπως το θέλει ο Ευριπίδης έτσι και στην παράσταση, η Άλκηστη, αυτή η εκπρόσωπος της ριζικής αλλότητας που διαχωρίζει τον κόσμο των νεκρών από τον κόσμο των ζωντανών, θα επιστρέψει απ’ τον Κάτω Κόσμο. Αντίθετα, όμως, με τον Ευριπίδη, η Ευαγγελάτου δεν θα τη στήσει όρθια, δεν θα τη βάλει να βαδίσει, δεν θα καλύψει το βουβό πρόσωπό της με πέπλο. Αυτό που ο Άδμητος παραλαμβάνει απ’ τον Ηρακλή είναι το βαρύ, άκαμπτο πτώμα της, που με κόπο θα σύρει πίσω στον οίκο τους για να περάσει μαζί του τρεις μέρες. Ως άλλος Φάουστ, ο Άδμητος θα πληρώσει το τίμημα της υπέρβασης του ανθρώπινου ορίου. Η Άλκηστη μπορεί να σώθηκε, ο Άδμητος μπορεί να ξαναβρήκε την χαμένη του γυναίκα αλλά ένα είναι σίγουρο ότι σ’ αυτήν την παράταση ζωής κανένας απ’ τους δύο δεν θα είναι πια ο ίδιος.
Στην πραγματικότητα της βιοπολιτικής και της βιοτεχνολογίας του 21ου αιώνα, η Άλκηστη της Κατερίνας Ευαγγελάτου αποκάλυψε ότι το κλασικό αυτό κείμενο συγκρατεί στο εσωτερικό του τη μορφή του τρόμου και επιβεβαίωσε την άποψη του Αγκαμπέν, ότι είμαστε όλοι δυνάμει homines sacri.