Η πρώτη…γυναίκα Ακαδημαϊκός , στην Ελλάδα
«Να δημιουργείς κάποιους σκοπούς και να αγωνίζεσαι γι’ αυτούς για να δίνεις στον εαυτό σου την ψευδαίσθηση ότι όλα δεν είναι κενά και περιττά»
[dropcap size=big]Η[/dropcap] Ελένη Νεγρεπόντη, μοναχοκόρη της Μαρίας και του Μιλτιάδη Νεγρεπόντη, γεννιέται στην Αθήνα το 1896, τη χρονιά που αναβιώνουν στην Ελλάδα οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες. Μεγαλώνει μέσα σε ένα περιβάλλον που μπορεί να της παρέχει τα πάντα, καθώς η οικογένειά της ήταν, υπέρ το δέον, ευκατάστατη. Παντρεύεται με τον Πολύβιο Κορύλλο, Καθηγητή χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ το 1930 τη θέση του συζύγου παίρνει για εκείνη ο ποιητής Κώστας Ουράνης.
Ο πατέρας της Ελένης, Μιλτιάδης Νεγρεπόντης, διετέλεσε Υπουργός Οικονομικών στην Κυβέρνηση Βενιζέλου, ενώ υπήρξε και πρωτοπόρος του Προσκοπισμού στη χώρα. Η μητέρα της, Μαρία, ήταν γνωστή για τις φεμινιστικές της απόψεις. Σημαντική μορφή στην Αθήνα της τότε εποχής, η Μαρία Νεγρεπόντη, έγραψε ένα βιβλίο στο οποίο παρουσίασε τις θέσεις της για την αξία της γυναικείας ψήφου, ενώ ίδρυσε το Σώμα Εθελοντριών Αδελφών, καθώς και τη Σχολή Αδελφών Νοσοκόμων. Υπήρξε η πρώτη Πρόεδρος του Συνδέσμου για τα δικαιώματα της γυναίκας, γεγονός που επηρέασε βαθιά την κόρη της, κάνοντάς την να ασπαστεί και εκείνη τις ιδέες του φεμινισμού.
Η Ελένη ζει τα παιδικά της χρόνια και τη νεότητά της μέσα στην ατμόσφαιρα της ακμής, αλλά και της παρακμής της Μεγάλης Ιδέας και των Βαλκανικών Πολέμων. Η πρώτη της εμφάνιση στον κόσμο της Λογοτεχνίας γίνεται το 1914, όταν λαμβάνει μέρος σε διαγωνισμό που προκηρύσσει η εφημερίδα «Νέα Ημέρα Τεργέστης», με το πατριωτικού περιεχομένου ποίημα «Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς», το οποίο αποσπά και βραβείο. Τον επόμενο χρόνο, στα 1915, δημοσιεύονται δύο θεατρικά της μονόπρακτα, «Ο χορός του βοριά» και «Η μοναξιά που σκοτώνει» που αργότερα θα εκδοθούν σε βιβλίο φέροντας την υπογραφή, «Άλκης Θρύλος». Ως γνήσια απόγονος της μητέρας της, όμως, η Ελένη γράφει και άρθρα φεμινιστικού περιεχομένου στο «Περιοδικό για τα δικαιώματα της γυναίκας». Το περιοδικό εκδίδει ο ομώνυμος Σύνδεσμος, υπό τη δική της διεύθυνση .
Η, αρχικά θεατρική, συγγραφέας και αργότερα κριτικός, δέχεται… κριτική για τις απόψεις της σε ό,τι αφορά στη χρήση της δημοτικής γλώσσας. Συνεχίζει παρόλα αυτά να υπερασπίζεται τον δημοτικισμό και την έκφραση ελευθερίας του λόγου. «Αν ο Ελληνισμός είναι προορισμένος να ζήσει, τότε, μοιραία, θα υπερισχύσει ο Δημοτικισμός», γράφει σε άρθρο-απάντηση, προς τους επικριτές της.
[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο 1926, θα αποχωρήσει από το Σύνδεσμο για τα δικαιώματα της γυναίκας, δίχως να εξηγήσει τους λόγους. Αυτό θα το κάνει έπειτα από δεκαεπτά χρόνια. Σε ένα Διεθνές Φεμινιστικό Συνέδριο, όπως υποστήριξε η ίδια, ενοχλήθηκε από την υπερβολικά παραμελημένη και συχνά αποκρουστική εμφάνιση των φεμινιστριών που παρά τις διανοητικές τους ικανότητες, έδιναν λάθος εντύπωση για την Ιδέα του Φεμινισμού, θυσιάζοντας, άνευ λόγου, τη θηλυκότητα και τα θέλγητρά τους .
Η Ελένη, εκτός από τη συγγραφή άρθρων φεμινιστικού περιεχομένου, ασχολείται παράλληλα με την κριτική Λογοτεχνίας και Θεάτρου. Θαυμάζει τον Καβάφη, όχι , όμως, και τον Παλαμά, ο οποίος δεν την ενθουσιάζει ως ποιητής. Λατρεύει τα έργα του Σολωμού και επικροτεί την επιμονή του στην αποσπασματικότητά τους. «Δε νοσταλγώ τη συμπλήρωσή τους», θα πει η κριτικός για τα έργα του Εθνικού μας ποιητή, τασσόμενη υπέρ της άρνησης εκείνου να υποταχθεί σε συμβιβαστικές λύσεις, προκειμένου να τα ολοκληρώσει.
Η Ελένη ή Άλκης Θρύλος, γίνεται γνωστή για την ειλικρινή και αμερόληπτη κριτική της. Συμβάλλει, έτσι, και στην άνθιση του Θεάτρου. Από το 1927 έως το έτος θανάτου της, συνεργάζεται με τη «Νέα Εστία». Διακρίνεται για το θάρρος της γνώμης και την παρρησία της, πράγμα σπάνιο, εκείνη την εποχή, για γυναίκα. Από το 1949 μέχρι το 1967 γίνεται ενεργό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα, που θεσμοθετεί λογοτεχνικά βραβεία. Το 1963, συστήνεται το ίδρυμα «Αρχεία Ταινιών Ελλάδος-Ταινιοθήκη της Ελλάδος», του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος, μαζί με πολλά επιφανή ονόματα εκείνης της περιόδου, όπως οι Ηλίας Βενέζης, Στράτης Μυριβήλης, Αγλαΐα Μητροπούλου, Γιώργος Ζερβός κ.ά.
Aπό τις τέχνες την ελκύουν η Αρχιτεκτονική και η Ζωγραφική. Θέλγεται από τις αρετές τους. Δεν αγαπά, όμως, ιδιαίτερα, τη Μουσική. «Αυτή η περιοχή, μου παραμένει εντελώς ξένη και κλειστή. Η παρακολούθηση μιας συναυλίας, μου προκαλεί απόλυτη δυσφορία και πλήξη».
[dropcap size=big]Π[/dropcap]αρά το γεγονός ότι η Ελένη Ουράνη-Νεγρεπόντη δεν φημιζόταν για την εξωτερική της εμφάνιση, πολλοί άντρες την πολιορκούσαν, καθώς τους ενέπνεε η ενδιαφέρουσα προσωπικότητα και η εξυπνάδα της, το ανήσυχο πνεύμα της! Ανάμεσα στους θαυμαστές της, συμπεριλαμβάνονται πολλά διακεκριμένα πρόσωπα της εποχής.
Το ντύσιμό της πολύ μοντέρνο. Τα μαλλιά της αν και κομμένα πολύ κοντά, δεν την εμποδίζουν να έχει τον «αέρα» μεγάλης κυρίας και να εκπέμπει έντονη θηλυκότητα, σύμφωνα με μαρτυρίες και εκτιμήσεις αρκετών ανδρών που τη γνώρισαν. Έδινε, τουλάχιστον στην αρχή, την εντύπωση της απόμακρης ντίβας. Η ίδια, αυτοσαρκάζεται. Η γνωστή αδυναμία της να προφέρει σωστά το γράμμα Ρο(ρ), την κάνει συχνά να τραγουδά με χιούμορ το γνωστό «Τι φοβεγ(ρ)ό, τι τρομεγ(ρ)ό, να μην μπογ(ρ)ώ να πω το γ(ρ)ο!»
Τα περισσότερα έργα της αείμνηστης κριτικού είναι συγκεντρωμένα σε τρεις μεγάλους τόμους: «Μορφές της Ελληνικής Πεζογραφίας», «Μορφές και θέματα του Θεάτρου» και «Εκδρομές και ταξίδια». Εκείνη θεωρούσε πως δεν έπρεπε να εκδώσει η ίδια το έργο της σε βιβλία. Πίστευε πως αν κάτι αξίζει, θα βρει το δρόμο του. «Να γράφεις το όνομά σου στο νερό», ήταν το αγαπημένο της μότο.
Το 1968 της απονέμεται το Κρατικό Βραβείο Ταξιδιωτικών Εντυπώσεων. Το 1969 αναγορεύεται σε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, την οποία και όρισε κληρονόμο της τεράστιας περιουσίας της, ενώ το 1971 εκλέγεται πρώτη Ελληνίδα ακαδημαϊκός.
Από το 1972 το κληροδότημά της, διαχειρίζεται το «Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη», το οποίο χρηματοδοτεί λογοτεχνικά βραβεία, λογοτεχνικά περιοδικά, εκδόσεις βιβλίων, υποτροφίες και έδρες νεοελληνικών σπουδών εκτός Ελλάδας.
Κείμενο: Νάσια Δεληγιάννη (Lavart)