Ενα από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ που παρακολούθησα στο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ήταν το 78/52, ένα φιλμ που αναλύει την τρίλεπτη σκηνή του ντουζ στο Ψυχώ του Άλφρεντ Χίτσκοκ (μια σκηνή για την οποία χρειάστηκαν 78 λήψεις και 52 κατ, εξ ου και ο τίτλος). Ένα δίωρο ντοκιμαντέρ έχει ως θέμα του μια τρίλεπτη σκηνή και πάλι αυτό δεν είναι αρκετό. Τόσο πολυσχιδές ήταν το έργο του κουστουμαρισμένου (έτσι εμφανίζονταν πάντα στα γυρίσματα των ταινιών του) μαέστρου.
Μετρ του τρόμου, άρχων του σασπένς, μέχρι κι επιθετικός προσδιορισμός έχει βγει (χιτσκοκικό φινάλε) για να χαρακτηρίσει και να αποδώσει το μεγαλείο του Χίτσκοκ στο είδος του θρίλερ. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι κατά κάποιο τρόπο άδικο, αφού περιορίζει τη θεματική παλέτα του τεράστιου βρετανού δημιουργού που γεννήθηκε μια μέρα σαν κι αυτή την τελευταία χρονιά του 19ου αιώνα.
Έχοντας από τα πρώτα του σκηνοθετικά βήματα αρκετές επιτυχίες στην Αγγλία, με φιλμ όπως τα 39 σκαλοπάτια , η κυρία εξαφανίζεται και η ταβέρνα της Τζαμάικα, έκανε το άλμα για την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, σκηνοθετώντας τη Ρεβέκκα με τον ίδιο να κερδίζει μια υποψηφιότητα για oscar σκηνοθεσίας και το φιλμ να βραβεύεται με αυτό της καλύτερης ταινίας, μοναδική ταινία του Χίτσκοκ με αυτή τη διάκριση.
Η συνέχεια υπήρξε θριαμβευτική: Υποψίες, Υπόθεση Νοτόριους, Ο άγνωστος του εξπρές, Τηλεφωνήσατε ασφάλεια αμέσου δράσεως, Σιωπηλός μάρτυς, Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων, Τα πουλιά, Φρενίτις και άλλα πόσα. Βρέθηκε άλλες τέσσερις φορές υποψήφιος για oscar σκηνοθεσίας, χωρίς να το κερδίσει ποτέ, παρά μόνο το 1968 για το σύνολο του έργου του. Η αναγνώριση όμως της δουλειάς του ήταν καθολική και αναμφισβήτητη από την πρώτη στιγμή. Ήταν ο πρώτος που το όνομά του εμφανιζόταν μαζί με τον τίτλο του φιλμ, γεγονός που μαζί με άλλα επηρέασε πλήθος κορυφαίων μεταγενέστερων δημιουργών. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Μπράιαν Ντε Πάλμα που κατηγορήθηκε μάλιστα ότι κοπιάρει το στυλ του τεράστιου δημιουργού, ενώ ο Τριφό εξέδωσε σε βιβλίο μια σειρά από συνεντεύξεις που του είχε πάρει, όταν ακόμα αρθρογραφούσε στα Cahiers du Cinema, στην Γαλλία, άλλωστε ο Χίτσκοκ θεωρούταν ένα είδος ιερής αγελάδας.
Ως προς τις σκηνοθετικές του τάσεις, συχνά χρησιμοποιούσε σκιές στους τοίχους για να εντείνει το σασπένς, έδινε μεγάλη σημασία στους ήχους, ενώ κινηματογραφούσε αντικείμενα που αρχικά φαινόταν ανούσια, τελικά όμως είχαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, τα περίφημα «μαγκάφιν». Μια ακόμα συνήθειά του ήταν να εμφανίζεται και ο ίδιος σε μικρούς (cameo) ρόλους στις ταινίες του, κάτι που περιόρισε ή φρόντιζε να γίνεται στην αρχή των έργων του για να μην αποσπά όπως έλεγε την προσοχή του κοινού, ενώ περίφημη ήταν και η μανία του να επιλέγει ξανθιές όμορφες γυναίκες σε ρόλους femme fatale, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, την Γκρέις Κέλι, την Κιμ Νόβακ και την Τζάνετ Λι.
Συνήθιζε να λέει πως «για να φτιάξεις ένα σπουδαίο φιλμ χρειάζεσαι τρία πράγματα: σενάριο, σενάριο και σενάριο». Κι όμως η σκηνοθεσία ήταν αυτή που έκανε τις ταινίες του τόσο σπουδαίες. Είναι ο δημιουργός με τις περισσότερες συμμετοχές στις διάφορες λίστες με τα κορυφαία φιλμ όλων των εποχών, ενώ πιο πρόσφατη επιβράβευση είναι η ανακήρυξη του Δεσμώτη του Ιλίγγου ως καλύτερης ταινίας όλων των εποχών, σε σχετική ψηφοφορία των συντακτών του πιο έγκριτου κινηματογραφικού περιοδικού Sight and Sound, ρίχνοντας από την κορυφή τον Πολίτη Κέιν του Όρσον Γουέλς.
«Όλοι απολαμβάνουν έναν ωραίο φόνο, αρκεί να μην είναι αυτοί τα θύματα». Αυτό ίσως είναι και το μεγαλύτερο επίτευγμά του, το ότι μας έκανε «θύματα» της τέχνης και της τεχνικής του, παραδομένους στους ρυθμούς της σκηνοθετικής του μαεστρίας, συμμέτοχους σε όλους αυτούς τους «ωραίους» φόνους και γι’ αυτό θα τον ευγνωμονούμε για πάντα.