Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης, Αλέξανδρος Κωχ, με συμμετοχές τόσο σε θεατρικές παραστάσεις όσο και σε κινηματογραφικές ταινίες, επιλέγει να σκηνοθετεί κείμενα, στα οποία βρίσκει την προσωπική του σύνδεση. Η “Δεσποινίς Τζούλια” του Αυγούστου Στρίντμπεργκ, που ανεβαίνει στο Θέατρο Τ, ήδη από τα μέσα Δεκέμβρη, είναι ένα από αυτά. Ένα έργο που γράφτηκε το 1888, αλλά αντανακλά και την σημερινή κοινωνία, καθώς και τα θέματα που καλείται να αντιμετωπίσει ο σύγχρονος άνθρωπος ψάχνοντας την θέση του μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο. Η παράσταση αποτελεί μια συνεργασία του Θεάτρου Τ και της θεατρικής ομάδας Mammals, οι οποίοι, όπως μας αναφέρει ο ίδιος, μοιράζονται το ίδιο καλλιτεχνικό όραμα. Στην συνέντευξη που ακολουθεί, ο Αλέξανδρος Κωχ μιλά στη Lavart για την συνεργασία τους, για την διαχρονικότητα του έργου και τα ζητήματα που ανακύπτουν από αυτό.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Η «Δεσποινίς Τζούλια» του Αύγουστου Στρίντμπεργκ ανεβαίνει σε συμπαραγωγή του Θεάτρου Τ και της θεατρικής ομάδας Mammals. Πώς προέκυψε και πώς κύλησε η μεταξύ σας συνεργασία;
Αλέξανδρος Κωχ – Έχω την αίσθηση ότι προέκυψε με έναν πολύ φυσικό και ουσιαστικό τρόπο. Στις πρώτες δύο θεατρικές παραστάσεις που ανεβάσαμε με τους Mammals, την «Εισβολή» και το «Εκατό λέξεις για το χιόνι», επιλέξαμε για θεατρική μας στέγη στη Θεσσαλονίκη το Θέατρο Τ. Έτσι γνωριστήκαμε καλύτερα με τους ανθρώπους του Τ και υπήρξε μια αμοιβαία εκτίμηση σε καλλιτεχνικό και επαγγελματικό επίπεδο και δεν επιλέγω τυχαία την σειρά των λέξεων. Από τη στιγμή που διαπιστώσαμε ότι πέρα από το επαγγελματικό κομμάτι έχουμε να μοιραστούμε και πράγματα σε σχέση με το καλλιτεχνικό μας όραμα ήταν μάλλον φυσικό να διευρύνουμε τη συνεργασία μας. Για αυτό όταν έγινε η συγκεκριμένη πρόταση από τη μεριά του Θεάτρου Τ δεν είχαμε κανένα λόγο να αρνηθούμε. Το πολύ όμορφο είναι ότι η κοινή μας ελπίδα για μια δημιουργική συνεργασία επιβεβαιώθηκε στην πράξη. Με την ευκαιρία, θέλω να ευχαριστήσω και δημόσια τη Γλυκερία Καλαϊτζή, την Ευαγγελία Κιρκινέ, τη Μαρία Καραδελόγλου και τον Κώστα Σιδηρόπουλο για τη συνεργασία και την εμπιστοσύνη τους. Ο καθένας στον τομέα του αλλά και σαν Θέατρο Τ συνολικά συνέβαλαν ουσιαστικά στο να στηθεί αυτή η παράσταση.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Το έργο εξετάζει και διερευνεί πανανθρώπινα δίπολα. Η μάχη των φύλων και η πάλη των τάξεων είναι τα κυρίαρχα. Η δική σας σκηνοθεσία σε ποια από αυτές τις συγκρουσιακές αντιθέσεις εστίασε περισσότερο;
Αλέξανδρος Κωχ – Δεν νομίζω ότι μπήκα στη λογική να εστιάσω περισσότερο σε κάποια συγκεκριμένη αντίθεση, γιατί πιστεύω ότι οι χαρακτήρες, όπως και εμείς, είναι ένα κράμα διάφορων στοιχείων και αντιθέσεων. Το φύλο μας, η οικονομική μας κατάσταση, το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον, τα βιώματά μας και οι εκάστοτε συνθήκες της στιγμής ανασυνθέτουν την προσωπικότητά μας και επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας. Το θέατρο άλλωστε είναι πράξη, λειτουργεί ως καθρέφτης και τα θεωρητικά σχήματα περισσότερο έπονται μιας παράστασης παρά προηγούνται.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Πόσο εθιστική μπορεί να είναι η εξουσία και η κυριαρχία τόσο για τον κυρίαρχο όσο και για τον κυριαρχούμενο; Ποια η ανάγκη που καλύπτεται από αυτό;
Αλέξανδρος Κωχ – Οτιδήποτε μας βοηθάει να καλύψουμε τις κάθε μορφής ανάγκες μας είναι εθιστικό, σε τελική ανάλυση συνδέεται με το ένστικτο της επιβίωσης. Η άσκηση ή αποδοχή εξουσίας είναι ένα εργαλείο για τη διεκδίκηση των θέλω μας. Εδώ νομίζω μεγαλύτερη αξία έχει μια συζήτηση για το πώς είναι διαμορφωμένες οι κοινωνίες μας, ποια πρότυπα και ποιες δομές έχουμε επιλέξει και πώς λειτουργεί η άσκηση εξουσίας μέσα σε αυτά. Αν μαθαίνουμε από μικρά παιδιά ότι μόνο ο πρώτος αξίζει, ότι η πρωτιά πρέπει να έρθει με κάθε τίμημα αγνοώντας τις συνέπειες, τότε ο αφέντης και ο σκλάβος είναι βαθιά μέσα μας από πολύ νωρίς. Απλά παίζουμε το κάθε χαρτί ανάλογα με την εξέλιξη της παρτίδας.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Οι χαρακτήρες του έργου μεταλλάσσονται συνεχώς, δεν είναι απόλυτοι στην ταυτότητά τους και κινούνται με ταχύτητα ανάμεσα στον ρόλο του θύτη και του θύματος. Μοιάζει σαν άλλοτε να υποδύονται και άλλοτε να καλύπτουν αυτό που είναι και αυτό που θα ήθελαν να είναι. Αλλά εν τέλει είναι αυτό που ποθούν ή αυτό που σιχαίνονται στην πραγματικότητα;
Αλέξανδρος Κωχ – Ο Μάρλον Μπράντο είχε πει ότι το να υποδύεσαι δεν είναι τέχνη αλλά ένας μηχανισμός επιβίωσης, δίνοντας το παράδειγμα του υπαλλήλου που ακούει με ενδιαφέρον και ενθουσιασμό τις ιδέες του αφεντικού του και δέκα λεπτά αργότερα τον καταριέται ενώ επιστρέφει στο σπίτι. Το ερώτημα είναι γνωστό και μας αφορά όλους. Ζούμε τη ζωή που θέλουμε ή αυτήν που πιστεύουμε ότι είμαστε αναγκασμένοι για να επιβιώσουμε. Κατά βάθος όλοι σιχαινόμαστε το κομμάτι του εαυτού μας που υποτάσσεται καθημερινά για να αποκομίσει κάποιο πρόσκαιρο όφελος.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Ποιος από τους χαρακτήρες είναι ο περισσότερο ειλικρινής και σε καλύτερη επαφή με τον εαυτό του;
Αλέξανδρος Κωχ – Σε συνέχεια της προηγούμενης απάντησης, νομίζω κανείς. Όταν η ζωή είναι ένας αγώνας δρόμου, μια μάχη ανταγωνισμού με τους συνανθρώπους μας, η ειλικρίνεια και η βαθύτερη επαφή με το μέσα μας και αυτό που αποκαλούμε «ανθρωπιά» δεν επιβραβεύονται. Δεν υπάρχει καν χρόνος για αυτό.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Για τον κόμη, παρόλο που είναι ένα πρόσωπο που δεν εμφανίζεται στη σκηνή, δίνονται στοιχεία που μαρτυρούν τόσο τη δύναμή του όσο και τις ευάλωτες πτυχές του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και ο πιο ισχυρός χαρακτήρας του έργου;
Αλέξανδρος Κωχ – Με την έννοια ότι συσπειρώνει πάνω του τη μεγαλύτερη εξουσία, βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας, ναι. Αλλά ο Στρίντμπεργκ δεν χαρίζεται σε κανέναν. Οι πληροφορίες που παίρνουμε για αυτόν και την ζωή του, σκιαγραφούν έναν άνθρωπο επί της ουσίας εντελώς αδύναμο, τσακισμένο και απομονωμένο.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Η επιστροφή του κόμη σηματοδοτεί και την επαναφορά στην τάξη. Μοιάζει σαν να πρόκειται για ένα όνειρο επανάστασης που θυμίζει το γάτο και τα ποντίκια…
Αλέξανδρος Κωχ – Αμφιβάλλω αν μπορεί να υπάρξει επαναφορά στην τάξη με την προηγούμενη μορφή της. Επιστρέφοντας, ο κόμης θα συναντήσει μια απολύτως διαλυμένη κατάσταση, ένα πεδίο μάχης μετά τον πόλεμο. Ο Στρίντμπεργκ έλεγε «όλα πρέπει να καούν, να γίνουν κομμάτια, τότε θα μπορέσουμε να κάνουμε μια νέα αρχή» και αυτό καταθέτει στο τέλος. Όταν επανάσταση βαφτίζεται απλά η προσπάθεια ο ποντικός να ντυθεί γάτος δεν μπορούμε να περιμένουμε και πολλά, θα έπρεπε να το έχουμε μάθει πια αυτό.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Η Τζούλια δοκιμάζει τα όρια όλων, δίχως να έχει ένα σαφές σχέδιο. Η μήπως έχει; Μήπως η αυτοκτονία είναι προσχεδιασμένη και συνειδητά κινείται προς τα εκεί;
Αλέξανδρος Κωχ – Πιστεύω ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, η Τζούλια έχει τεράστια ανάγκη να ζήσει και η άναρχη συμπεριφορά της έχει να κάνει με την προσπάθειά της να εκφράσει και να διεκδικήσει τις επιθυμίες της. Δεν ξέρει όμως το πώς, βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που απαιτεί από αυτήν η οικογένεια και η κοινωνία και αυτό που η ίδια θέλει και νιώθει μέσα της. Η παταγώδης αποτυχία και αδυναμία της να πραγματώσει τον εαυτό της την οδηγεί σταδιακά στην απόγνωση.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Ο Ζαν, η Τζούλια, η Κριστίν διασταυρώνονται και απαλλάσσονται από τους ρόλους του θύτη και του θύματος μόνο κατά την διάρκεια της ερωτικής σκηνής. Πρόκειται για ένωση και απελευθέρωση ή για μέθη και καταστροφή;
Αλέξανδρος Κωχ – Και τα δυο. Όταν η ένωση και η απελευθέρωση δεν βρίσκει την κοινωνική αποδοχή μπορεί να χρειάζεται η μέθη για να συμβεί και τελικά να βιωθεί σαν καταστροφή.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Η «Δεσποινίς Τζούλια» του Αύγουστου Στρίντμπεργκ ανήκει στα κλασικά έργα της παγκόσμιας δραματουργίας και γράφτηκε το 1888. Από τότε έχει ανέβει σε πολλές σκηνές και από πολλούς και διαφορετικούς θιάσους. Τι ήταν αυτό που σας έκανε να την επιλέξετε και θέλετε να επικοινωνήσετε με το ανέβασμά της;
Αλέξανδρος Κωχ – Το έργο ήταν μια πρόταση της Γλυκερίας Καλαϊτζή, αλλά φυσικά δεν θα δεχόμουν να το σκηνοθετήσω αν διαβάζοντάς το δεν έβρισκα μια ουσιαστική προσωπική σύνδεση. Το γεγονός ότι ο Στρίντμπεργκ μιλάει για ανθρώπους που αδυνατούν να επικοινωνήσουν επειδή άγονται αποκλειστικά από το προσωπικό τους συμφέρον σε ένα περιβάλλον ακραίου κοινωνικού ανταγωνισμού, μου φαίνεται απόλυτα επίκαιρο. Το 1888 μου φάνηκε πολύ πιο κοντά από αυτήν την άποψη, ένιωσα ότι μπορούμε να κάνουμε μια παράσταση που μιλάει για μας και τον κόσμο μας.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Με ποια άλλα κλασικά κείμενα θα επιθυμούσατε να καταπιαστείτε στο μέλλον;
Αλέξανδρος Κωχ – Με όλα όσα μπορέσω να βρω τον εαυτό μου μέσα σε αυτά, ώστε να μου επιτρέπεται να τα αγγίξω. Γιατί κατά τα αλλά είναι περιττό να επισημάνουμε το μεγαλείο όλων αυτών των κειμένων.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Ασχολείστε τόσο με το θέατρο όσο και με τον κινηματογράφο. Επηρεάζει το ένα το άλλο την οπτική και την προσέγγιση σας στην πράξη;
Αλέξανδρος Κωχ – Νομίζω ναι. Δεν είναι κάτι που κάνω συνειδητά, αλλά έχω πολύ μεγάλη αγάπη και για τον κινηματόγραφο και είμαι βέβαιος ότι οι εικόνες του με συντροφεύουν μοιραία.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Όλοι οι ήρωες του έργου διαθέτουν τα αδύναμα σημεία τους, που όταν αυτά ενεργοποιούνται αποκαλύπτονται περισσότερο και οι χαρακτήρες τους και οι ανασφάλειές τους. Ποιο είναι το δικό σας αδύναμο σημείο;
Αλέξανδρος Κωχ – Ωραία θα ήταν να είχα ένα, άλλα δυστυχώς είναι πολλά. Ας το συνοψίσω στην προσπάθεια να είμαι όσο περισσότερο μπορώ άνθρωπος και όχι άτομο.
Συνέντευξη: Μαρία Καστανάρα (Lavart)
Φωτογραφίες: Χάρης Γερμανίδης