To Αγκίρε, η Mάστιγα του Θεού είναι ταινία του 1972, σε παραγωγή και σκηνοθεσία του Βέρνερ Χέρτζογκ, και με σενάριο βασισμένο σε πραγματικό χρονικό του 16ου αιώνα, της εποχής δηλαδή του Κολόμβου και των μεγάλων ανακαλύψεων στον «Νέο Κόσμο».
Μία από τις κορυφαίες ταινίες του Χέρτζογκ, η οποία ανήκει σε μια άτυπη θεματική τριλογία, που ξεκινάει με τον Αγκίρε (1972), συνεχίζεται με τον Φιτζκαράλντο (1982) και τελειώνει με το Κόμπρα Βέρντε (1987). Πρωταγωνιστής και στις τρεις παραγωγές, ο εκκεντρικός Κλάους Κίνσκι.
Η πλοκή της ταινίας στρέφεται γύρω από μια μικρή ομάδα ισπανών κατακτητών κατά την εποχή των μεγάλων ανακαλύψεων του 16ου αιώνα, οι οποίοι με αρχηγό τον αριστοκράτη Δον Πέδρο ντε Ούρσουα και υπαρχηγό τον Λόπε ντε Αγκίρε, πλέουν με αυτοσχέδιες σχεδίες στον Αμαζόνιο, ψάχνοντας την πόλη του χρυσού Ελ Ντοράντο.
Κατά την διάρκεια του ταξιδιού, όμως, σταδιακά ο Αγκίρε, παίρνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην όλη αποστολή και παρακάμπτοντας την ορισμένη ιεραρχία, αρχίζει να κυριαρχεί απόλυτα.
Αυτό οδήγησε σε σύγκρουση με τον αρχηγό της αποστολής και τη φυσική εξόντωση των εξουσιοδοτημένων φορέων τόσο της ισπανικής αριστοκρατίας όσο και του ισπανικού θρόνου, οι οποίοι ήθελαν να τη σταματήσουν και να επιστρέψουν στην αρχική βάση.
Βέβαια, αυτό δεν σταματά τη μανία του Αγκίρε, που δεν υπολογίζει τη ζωή των συνταξιδιωτών του, ούτε βέβαια τη δικιά του και έτσι, παρότι δυσκολευόμενος τόσο από την πείνα όσο και από τους ιθαγενείς που επιτίθενται κυρίως από τις δασώδεις όχθες του Αμαζονίου, αποδεκατίζοντας το μικρό στρατιωτικό σώμα, συνεχίζει την αποστολή μέχρι τέλους.
Είναι φανερό πως, μέσα από την ταινία του, ο Χέρτζκογκ δεν προσπαθεί να δαιμονοποιήσει την μία ή την άλλη πλευρά, αλλά αντιθέτως καταβάλει μια αριστοτεχνική προσπάθεια να αποτυπώσει τη στιγμή της αποστολής μέσα από τα μάτια των πρωταγωνιστών της.
Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει με άλλον τρόπο, παρά μόνο με την αποτύπωση των συναισθημάτων του διαφορετικού χαρακτήρα και των μεταξύ τους ταξικών-κοινωνικών διαφορών: Με τους μεν, γόνους των πλούσιων οικογενειών, να προσπαθούν να διασφαλίσουν τόσο για τον βασιλικό οίκο της Ισπανίας όσο και για τις οικογένειές τους τα λάφυρα από τον «Νέο Κόσμο» και τους δε, στρατιώτες που δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη καταγωγή, να αντικρίζουν για πρώτη φορά έναν νέο ορίζοντα ευκαιριών από αυτόν που είχαν πίσω στην πατρίδα τους.
Η αποτύπωση των αντιθέσεων αποτυπώνεται επίσης γλαφυρά και στην περιγραφή των διαφορών μεταξύ των γηγενών Ινδιάνων και των Ισπανών κατακτητών, καθώς με ανθρωποκεντρικό τρόπο γίνεται εμφανής η πρωτεϊκή επαφή των δύο αυτών άγνωστων μεταξύ τους κόσμων και των φορέων τους.
Μέσα από την αρχική, λοιπόν, παιδική επαφή έρχεται η άγρια και αιματηρή σύγκρουση, η οποία δεν είχε εξαρχής και μάλιστα σε εκείνη την πρώιμη περίοδο κάποιον εμφανή νικητή και ηττημένο. Πάνω μάλιστα σε μια γη που κάθε άλλο παρά φιλόξενη ήταν για την οποιαδήποτε ανθρώπινη ζωή.
Κλείνοντας, μέσα από την ταινία αποτυπώνεται καίρια η έντονα ρευστή φύση των «ανακαλύψεων» και των μετέπειτα αποικήσεων, μέσα από το πρίσμα της ανθρώπινης τραγικότητας και μεταβολής, η οποία δεν αναγνωρίζει κάποιον απόλυτο νικητή και ηττημένο.
Επίσης, πραγματοποιείται μια «ρεαλιστική», αν και επενδεδυμένη με αρκετά φανταστικά στοιχεία, και συναρπαστική καταγραφή μιας εποχής τόσο μακρινής όσο και τόσο κοντινής, αν κρίνουμε το πώς επηρεάζει καίρια ακόμη και τώρα η ανάμνησή της την επικαιρότητά μας, και αναγκάζει τον θεατή να δει τα ιστορικά συμβάντα μέσα από τη σκληρότητα της εποχής τους και δίχως εξωραϊσμούς.
Κείμενο: Γιώργος Δρίτσας (Lavart)