[dropcap size=big]Ο[/dropcap] Φερνάντο Αραμπάλ στο έργο του «Φάντο και Λις» (που είδαμε στη σκηνή του Vis Motrix) δίνει τα «παράλογα» ρέστα του. Ανεβαίνει επάνω σε ένα ρόλερ κόουστερ και αφήνει τα πάντα να εκτροχιαστούν προς πάσα κατεύθυνση. Σκέτος «πανικός». Πρωταγωνιστές δύο θεοπάλαβες φιγούρες, ο Φάντο και η παράλυτη φίλη του Λις. Δυο απροσδιόριστες φιγούρες-ταξιδιώτες, κάτι σαν Μεσαιωνικοί προσκυνητές, που διασχίζουν τόπους και χώρους σε αναζήτηση του δικού τους «Χρυσού Δισκοπότηρου», που στην περίπτωσή τους μεθερμηνεύεται σε πραγματοποίηση όλων των επιθυμιών τους. Διασχίζουν βουνά γυμνά και αφιλόξενα, πέφτουν επάνω σε πτώματα σε κατάσταση αποσύνθεσης, διασταυρώνονται με Αρχέτυπα, συναντούν απόκληρους της κοινωνίας, με προορισμό την πόλη Ταρ, μια πόλη που ούτε οι ίδιοι ξέρουν πού θα τη βρουν. Και πώς να ξέρουν όταν η λογική έχει ξεριζωθεί και το τυχαίο ελέγχει;
Όμως δεν το βάζουν κάτω, όπως ακριβώς ο Βλαδίμηρος και ο Έστραγκον του Μπέκετ. Περιμένουν κι αυτοί τον δικό τους Γκοντό για να τους καθοδηγήσει, να τους πει πού θα πάνε και γιατί θα πάνε. Και όσο ο Γκοντό τους δεν εμφανίζεται το ταξίδι θα συνεχιστεί. Και καθώς θα συνεχίζεται αυτοί οι δύο ταξιδιώτες-εραστές του άπιαστου, θα συνεχίσουν σαν μικρά παιδιά να ονειρεύονται και να πορεύονται άλλοτε αγκαλιά με τα κωμικά στοιχεία της ζωής και άλλοτε με τα τραγικά, άλλοτε κλαίγοντας και άλλοτε γελώντας., αλλά πάντα επιμένοντας. Πάνω από όλα το ταξίδι ως ιδέα.
Αν και έχουν περάσει σχεδόν πέντε δεκαετίες από την πρώτη παράστασή του, το έργο δεν έχασε τη λάμψη και τη δυναμική του. Εξακολουθεί να δίνει γροθιές στο στομάχι Είναι ανθεκτικό. Έχει καλά υλικά, ικανά να μας ταξιδέψουν μέχρι την κόλαση του Δάντη. Αρκεί εκείνος που αναλαμβάνει να το φέρει στη σκηνή να είναι σε θέση να το τιθασεύσει, διαφορετικά τιμωρεί.
Παράσταση–Σκηνοθεσία
Ο νεαρός Οδυσσέας Ζήκας πήρε μεγάλο ρίσκο σκηνοθετώντας αυτό το έργο. Και λέω ρίσκο γιατί είναι ένα έργο δύσκολο, δύσβατο, όλο λακκούβες και απότομες κούρβες που απαιτεί και πείρα και γνώσεις πολλές.
Από την άλλη, όμως, είναι και ένα έργο με πολλά και όμορφα υψώματα, από όπου αγναντεύεις τον τρελόκοσμό μας. Και γι΄ αυτά τα υψώματα αξίζει κανείς να το παλέψει. Όχι όμως με ασυναρτησίες, γιατί αυτά τα έργα που πουλάνε τρέλα απαιτούν στη σκηνοθεσία τους το διαμετρικά αντίθετο: τη μαθηματική λογική. Αυτή καλείται να δώσει νόημα στο σκόπιμα «α-νόητο» της πρώτης γραφής, να εκλογικεύσει το «ά-λογο». Δεν είναι εύκολο. Δεν θέλει και πολύ. Αρκεί ένα κάτι ελάχιστο, μια απροσεξία, μια στραβοτιμονιά, και όλα εκτροχιάζονται.
Και νομίζω πως ο Ζήκας, αν και άπειρος, έδειξε θαρραλέος (όχι όμως θρασύς—ευτυχώς). Μπήκε στο έργο αποφασισμένος να δώσει τον αγώνα του. Ίδρωσε. Και φάνηκε. Ζορίστηκε. Και αυτό φάνηκε. Κάπου πέτυχε. Και αυτό φάνηκε. Κάπου όχι. Και αυτό φάνηκε. Η παράστασή του είχε στιγμές ευφρόσυνες, είχε όμως και στιγμές φλύαρες, χωρίς ρυθμό, στιγμές αμηχανίας. Κάποια ευρήματα ήταν εύστοχα κάποια άλλα όμως θα μπορούσαν να λείπουν, γιατί φόρτωναν την παράσταση με περιττά λιλιά που πιο πολύ πρόδιδαν την αγωνία του (και την απειρία του) να δείξει ότι (μετα)μοντερνίζει. Όμως, το (μετα)μοντέρνο όταν δεν βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα της παράστασης φαντάζει (μετα)μοντερνιά και άστοχη χαριτωμενιά.
Για παράδειγμα, οι γονυκλισίες του Τόζο θα μπορούσαν να είναι λιγότερο προφανείς και εκβιαστικές. Ενίοτε η προσπάθεια να περάσει η δράση σε κατάσταση σωματικού θεάτρου ήθελε συμμάζεμα όπως και μεγαλύτερη φαντασία. Επίσης, η έναρξη ήθελε λίγα καύσιμα παραπάνω για να πάρει μπρος. Της έλειπαν στροφές. Κάπου προς τη μέση του πρώτου μέρους, εκεί όπου η σκηνοθετική ματιά αρχίζει να ηρεμεί και να δείχνει πιο σίγουρη για τον εαυτό της, τότε η παράσταση παίρνει μπρος, κυλά χωρίς να τρίζει και κερδίζει εντυπώσεις και γεννά κάποιες πρώτες καλές υποσχέσεις.
Ερμηνείες
Να πω ως γενικό σχόλιο ότι όλα τα παιδιά της διανομής ήταν μέσα στο έργο. Ναι, υπήρχαν υποκριτικοί λεκέδες. Όμως, ακόμη κι έτσι κανείς δεν τους αρνείται ότι μόχθησαν. Κατέθεσαν κέφι, μεράκι, πίστη γι αυτό που κλήθηκαν να κάνουν. Ήταν το στοίχημά τους. Και ήξεραν πως για να το κερδίσουν έπρεπε να το παλέψουν.
Δυο λόγια για τον καθένα ξεχωριστά, αρχίζοντας με τον κορυφαίο της παράστασης, τον Αντώνη Μιχαλόπουλο (Μιτάρο), ο οποίος έκανε κυριολεκτικά επίδειξη τεχνικής. Ιδίως στον αυτοσχεδιασμό του (με την ταχυλογία), σε συνδυασμό με τη «γεωμετρημένη» κίνηση των χεριών, έδωσε τα ρέστα του. Απολαυστικός και διαρκώς μέσα στη δράση έγραψε.
Γενικά καλός, στην πρώτη εμφάνισή του μετά τη σχολή του ΚΘΒΕ, ο Γιώργος Γιαννάκης (Φάντο). Θα μπορούσε και καλύτερα εάν δεν έπαιζε με το άγχος να επικοινωνήσει τα πάθη του. Στην προσπάθειά του να κάνει εικόνα το διονυσιακό ντελίριο που διαπερνά τη σχέση του με τη φίλη του, εκείνο το πρωτόγονο, παρορμητικό συναίσθημα που τον κάνει να της περνά ακόμη και χειροπέδες μην του φύγει, τον πίεζε υποκριτικά και τον έκανε να παίζει την κάθε λέξη ένα κλικ παραπάνω. Εκεί όπου ηρεμούσε, η φωνή και η κίνησή του αποκτούσαν φυσικότητα και τα συναισθήματά του είχαν παραλήπτες, ανάμεσά τους, και πρωτίστως η σκηνική του παρτενέρ Μαρία Αρβανίτη (Λις), μια παρουσία απλή και καθαρή στην ακινησία της. Ήταν διαρκώς εκεί, τη βλέπαμε. Άκουγε τον σύντροφο της. Άκουγε τις λέξεις. Αντιδρούσε. Γενικά, ανάμεσά τους, όσο προχωρούσε η παράσταση, πύκνωνε ευεργετικά και η καλή χημεία και στις άγριες και στις πιο ήρεμες στιγμές.
Αυτό το ζευγάρι είναι μια στρεβλή εκδοχή κλασικών εραστών. Ένα σώμα με δύο κεφάλια. Σχέση βαθύτατα ρομαντική και βαθύτατα αρρωστημένη. Και μπροστά σε αυτή την πολύ σύνθετη εικόνα οι δύο νέοι και ακόμη άπειροι ηθοποιοί στάθηκαν ικανοποιητικά. Έδειξαν καλά στοιχεία. Τους ακούσαμε και τους συμπαθήσαμε.
Ο Γιώργος Βραχνός έπαιξε απλά και καθαρά, αν και θεωρώ ότι ο λόγος του είχε ανάγκη από περισσότερα ηχοχρώματα. Μιλώντας σε μία ευθεία πρόδιδε ένα σχετικό «κούμπωμα», σαν να τον ξεβόλευαν οι παλαβές εκτινάξεις της δράσης. Ο Ιταλός Πάολο Γκρούνι, εκβίαζε κατά τόπους την κίνηση και την έκφραση και πετούσε τον εαυτό του έξω από τη γεωμετρία των άλλων. Θα μπορούσε να επικοινωνήσει την αρχετυπική του φιγούρα και με πιο συμμαζεμένους μορφασμούς και λιγότερη σωματική κίνηση. Ωστόσο, του αξίζουν τα εύσημα για το γεγονός ότι χωρίς καμιά γνώση της ελληνικής άρθρωνε το λόγο χωρίς να τον αισθάνεται. Αφήνοντας τα ηχοχρώματα κάθε λέξης να τον ορίζουν, είχε σαν αποτέλεσμα οι λέξεις να αποκτούν μια ενδιαφέρουσα παρουσία, σχεδόν υλικότητα, μέσα στον χώρο του θεάματος. Θετική παρουσία.
Η μουσική επένδυση από τον Πασχάλη Ιγνατιάδη έκτακτη και πρωτότυπη. Διαρκώς και ποικιλοτρόπως μέσα στη δράση και προπομπός της δράσης. Η κίνηση της Ειρήνης Καλογηρά ευφάνταστη (κυρίως στη διαχείριση του τρίο κάτω από την ομπρέλα) και αρκούντως σχολιαστική και έξυπνα ρυθμισμένη. Πιστεύω πως θα ήταν καλύτερα για το σύνολο της εικόνας εάν απέφευγε ορισμένες διεκπεραιωτικές, εύκολες λύσεις (όπως το γύρω-γύρω όλοι και στη μέση το κάρο) και μάλιστα σε ένα χώρο τόσο δα. Τα σκηνικά της Λέας Κούση, ταιριαστά, άφησαν χώρο στα σώματα να δράσουν (και να αποδράσουν).
Συμπέρασμα: μια παράσταση που χτίστηκε με άποψη και ρίσκο από νέα παιδιά που θέλουν να κάνουν κάτι διαφορετικό. Διαθέτουν τα προσόντα. Αρκεί να πιστέψουν σε αυτό και να προχωρήσουν χωρίς να βιάζονται. Μια συμβουλή μόνο: το όποιο (μετα)μοντέρνο δεν είναι ο στόχος, αλλά το εργαλείο για να φτάσουμε στον στόχο. Γι’ αυτό δεν εκβιάζεται, γιατί τότε καταστρέφει αντί να δημιουργεί.
Κείμενο: Σάββας Πατσαλίδης (Lavart)
https://www.lavart.gr/fanto-kai-lis-sto-vis-motrix-performance-studio/