Ισμήνη Μπαλαλέ (Lavart) – Η γέννησή σας στη Ρωσία μπορεί να θεωρηθεί ως βάση για την αγάπη που τρέφετε για τους Ρώσους Ρομαντικούς και τη μουσική τους. Τι καθιστά ιδιαίτερη τη ρωσική κλασσική μουσική για εσάς;
Δημήτρης Μποτίνης – Ναι, σίγουρα η γέννηση, αλλά και η εκπαίδευση από γονείς και δασκάλους οι οποίοι προέρχονται από τη Ρωσική μουσική σχολή, αργότερα οι σπουδές στην Αγία Πετρούπολη και η μετέπειτα εγκατάσταση στη Μόσχα, όλα αυτά μαζί αποτελούν βεβαίως τη βάση. Αυτό είναι που καθιστά και την ιδιαιτερότητα της ως προς εμένα, το γεγονός δηλαδή ότι την έχω ζήσει κοντά μου, από τη στιγμή που θυμάμαι τον εαυτό μου.
Ισμήνη Μπαλαλέ (Lavart) – Έχοντας μεγαλώσει με μία συγκεκριμένη μουσική παιδεία που προσφέρθηκε από τους μουσικούς γονείς σας, είναι εύλογο να επηρέασε τα βήματά σας. Σας έρχεται στο μυαλό κάποια στιγμή που νιώσατε ως μονόδρομο την ενασχόλησή σας με αυτήν, με τη χρήση της λέξης να μην χαρακτηρίζεται από αρνητικό πρόσημο.
Δημήτρης Μποτίνης – Όταν ήμουν 5 ετών οι γονείς μου με ρώτησαν εάν θα ήθελα να μάθω βιολί, κι εγώ τους απάντησα καταφατικά. Στην ηλικία αυτή είναι αρκετά σπάνιο να έρχεται η πρωτοβουλία από το παιδί, συνήθως έρχεται από τους γονείς (όχι πάντα, αλλά συχνότερα) . Έτσι και στη δική μου περίπτωση. Η παιδική μου ηλικία ήταν – όπως και όλων των συνομηλίκων μου – περισσότερο συνδεδεμένη με την ανάγκη να τρέξω για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ. Σιγά σιγά όμως τα πράγματα άρχισαν να αντιστρέφονται και τότε ήταν που αποφάσισα ότι θέλω να γίνω μαέστρος. Αυτή πλέον ήταν αποκλειστικά δική μου πρωτοβουλία, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο για όλα όσα ακολούθησαν. Ήμουν 14 ετών. Ισμήνη Μπαλαλέ (Lavart) – Η ενηλικίωσή σας στην Πάτρα λειτούργησε θετικά στην μετέπειτα μουσική σας καριέρα. Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε εσείς αλλά και κάθε παιδί που μεγαλώνει σε μία μικρότερη πόλη και ασχολείται με την κλασσική μουσική;
Δημήτρης Μποτίνης – Στην Πάτρα εκτός των «Σολίστ της Πάτρας» (αργότερα «Ορχήστρα Πατρών») δεν υπήρχε άλλη επαγγελματική ορχήστρα κλασσικής μουσικής. Και αυτή τη στιγμή, δυστυχώς, δεν υπάρχει ούτε κι αυτή. Μεγάλωσα λοιπόν μέσα σε αυτή την ορχήστρα και ήμουν πολύ στενά συνδεδεμένος μαζί της καθώς ο πατέρας μου ήταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής της και η μητέρα μου μέλος της ορχήστρας. Επίσης οι δάσκαλοί μου ήταν μέλη της ορχήστρας. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Στα εφηβικά μου χρόνια, ένιωθα πάντα την ανάγκη να μπω στο λεωφορείο και να πάω στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ή στο Ηρώδειο για να ακούσω τις διάσημες συμφωνικές ορχήστρες που έρχονταν τότε από το εξωτερικό. Έτσι άκουσα για πρώτη φορά ζωντανά ορχήστρες από Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία, Αγγλία. Οι συναυλίες αυτές ήταν η τροφή μου. Ζούσα, για να πάω στο Μέγαρο να ακούσω συμφωνική ορχήστρα. Οπότε η ενηλικίωση στην Πάτρα λειτούργησε θετικά μόνο χάρη στους γονείς και τους δασκάλους. Δυστυχώς, στις επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας τα πράγματα με την κλασσική μουσική ήταν πολύ άσχημα.
Ισμήνη Μπαλαλέ (Lavart) – Πώς βλέπετε την ελληνική πραγματικότητα σχετικά με την κλασσική μουσική, από πλευράς προσπαθειών που γίνονται από συναυλίες αλλά και από το ίδιο το κοινό;
Δημήτρης Μποτίνης – Νομίζω πως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη τα πράγματα είναι καλύτερα. Δεν έχω όμως πλήρη εικόνα καθώς βρίσκομαι αρκετά χρόνια πλέον μόνιμα στο εξωτερικό. Ελπίζω να υπάρχει θετική δυναμική και στις άλλες πόλεις. Το εύχομαι.
Ισμήνη Μπαλαλέ (Lavart) –Ένα κονσέρτο αφιερωμένο στον τελευταίο Γερμανό Ρομαντικό, τον Ρίχαρντ Στράους λαμβάνει χώρα στις 21 Φεβρουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης υπό τη δική σας διεύθυνση. Μιλήστε μας για αυτή τη διοργάνωση. Τι το διαφορετικό θα προσφέρει στον επισκέπτη η συγκεκριμένη εμπειρία;
Δημήτρης Μποτίνης – Θα προσφέρει τέσσερα εξαιρετικά έργα του ιδιοφυούς συνθέτη σε εκτέλεση της υπέροχης ΚΟΘ και σολίστ δύο εκλεκτούς συναδέλφους – το Σπύρο Μουρίκη στο κλαρινέτο, και τον Αλέξανδρο Οικονόμου στο φαγκότο. Η συναυλία θα ξεκινήσει με τη Σερενάτα για πνευστά την οποία ο Ρ. Στράους έγραψε σε ηλικία 17 ετών. Στη συνέχεια δύο αριστουργήματα που δεν ακούγονται πολύ συχνά – Το ντουέτο κοντσερτίνο για κλαρινέτο, φαγκότο, κουαρτέτο εγχόρδων, ορχήστρα εγχόρδων και άρπα, και τις Μεταμορφώσεις για 23 σόλο έγχορδα, και θα κλείσουμε με το πασίγνωστο συμφωνικό ποίημα «Τα φαιδρά καμώματα του Τιλ Όιλενσπιγκελ». Νομίζω οτι είναι μία ευκαιρία για το κοινό να ακούσει αυτά τα έργα, καθώς ενώ αποτελούν «διαμάντια» του ρεπερτορίου μας, δεν παίζονται και τόσο συχνά.
Ισμήνη Μπαλαλέ (Lavart) – Πώς εκλαμβάνει ένας μαέστρος το ίδιο το κονσέρτο. Ποια είναι τα συναισθήματα που σας κατακλύζουν;
Δημήτρης Μποτίνης – Τη στιγμή της συναυλίας προσπαθείς να είσαι συγκεντρωμένος στη μουσική και την ίδια στιγμή να απελευθερώνεσαι συναισθηματικά. Από τον μαέστρο πρέπει να πηγάζει (πέραν της ακρίβειας – πράγμα αυτονόητο) η ενέργεια και η συναισθηματική φόρτιση την οποία θέλει να μεταφέρει με τις κινήσεις του στους μουσικούς αλλά και στο κοινό, μιας και το ακροατήριο σε μία συναυλία «ακούει» και με τα μάτια. Εκλαμβάνει δηλαδή τους ήχους και μέσω των κινήσεων του μαέστρου. Εκτός και αν κάποιος βέβαια ακούει τη συναυλία με κλειστά τα μάτια, κάτι που επίσης συμβαίνει και δεν είναι καθόλου περίεργο. Συνήθως όμως το κοινό όχι μόνον ακούει, αλλά ακούει και κοιτάζει. Για το μαέστρο αυτό είναι σημαντικό, γιατί πρέπει με τις κινήσεις του, τουλάχιστον, να μην ενοχλεί τον ακροατή να ακούει τη μουσική, αλλά ακόμη καλύτερα να τον βοηθά!
Ισμήνη Μπαλαλέ (Lavart) – Είναι απαραίτητη η μουσική παιδεία του κοινού για την παρακολούθηση μιας συναυλίας; Αν σας ζητούσαμε να επιλέξετε μία εμφάνισή σας που θα αποτελούσε την πιο συγκινητική για εσάς ως προς την αντιμετώπιση από το κοινό, ποια θα ήταν αυτή;
Δημήτρης Μποτίνης – Όταν κάποιος πηγαίνει στο θέατρο γνωρίζοντας κάποια πράγματα για το έργο που θα παρακολουθήσει, θα εκλάβει περισσότερα από ότι κάποιος που βρέθηκε εκεί τυχαία. Έτσι και σε μία συναυλία. Δεν είναι απαραίτητο να είσαι μουσικός για να παρακολουθήσεις μια συναυλία. Απλά καλό θα ήταν να γνωρίζεις πέντε πράγματα για τους συνθέτες και τα έργα που ήρθες να ακούσεις. Εάν όμως το πάρουμε λίγο πιο γενικά, νομίζω ότι η μουσική παιδεία γενικώς (τουλάχιστον σε έναν βαθμό) είναι απαραίτητη στη ζωή μας. Σε ότι αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης σας, κάθε συναυλία είναι μια ξεχωριστή εμπειρία η οποία αφήνει ιδιαίτερα συναισθήματα. Δεν θα σας κρύψω ότι με την Κρατική ορχήστρα της Θεσσαλονίκης μας συνδέει φιλία η οποία ξεκίνησε από τα χρόνια των σπουδών μου στη Αγία Πετρούπολη, και τα τελευταία χρόνια έχει γίνει στενότερη. Η ορχήστρα και το κοινό της Θεσσαλονίκης με έχουν αγκαλιάσει και αυτό με συγκινεί ιδιαίτερα.
Ισμήνη Μπαλαλέ (Lavart) – Βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς, σημαντικές συνεργασίες, διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και πολλά άλλα. Τι αντίκτυπο έχουν αυτά σε εσάς. Τι άλλο θα μπορούσαμε να προσθέσουμε που δεν έχει δει το φως της δημοσιότητας;
Δημήτρης Μποτίνης – Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι. Σας προσκαλούμε στη συναυλία μας στο Μέγαρο την Παρασκευή, κι εκεί θα αποκτήσετε πιο σφαιρική εικόνα.
Ισμήνη Μπαλαλέ (Lavart) – Τι έχετε ετοιμάσει για το προσεχές μέλλον;
Δημήτρης Μποτίνης – Η σεζόν είναι γεμάτη με πολύ ενδιαφέροντα προγράμματα. Κάθε εβδομάδα διευθύνω διαφορετικές ορχήστρες σε διαφορετικές πόλεις και χώρες. Όπως σας είπα και προηγουμένως, κάθε συναυλία είναι μία ξεχωριστή εμπειρία. Ένα από τα σημαντικά γεγονότα στο προσεχές μέλλον θα είναι το ντεμπούτο μου με τη BBC Scottish Symphony Orchestra, μια από τις σημαντικότερες ορχήστρες του Ηνωμένου Βασιλείου.
Συνέντευξη: Ισμήνη Μπαλαλέ (Lavart)
Φωτογραφίες: ΚΟΘ