Μια ατάραχη λίμνη. Ησυχία, αθρυμμάτιστη σιωπή. Η επιφάνεια του νερού σκίζεται. Ένας λευκόσαρκος πολεμιστής κραδαίνοντας μια γυμνή λεπίδα. Εβένινα μάτια και πελιδνή κώμη. Αγκαλιάζει φονικά έναν αραχνοειδή εφιάλτη με σάρκινο κοστούμι – ένα καταραμένο kikimora, βγαλμένο από τις ματωμένες σελίδες πολωνικών παραμυθιών. Λάμψη λεπίδας, κομμένα άκρα, τρύπημα, σωθικά, λάσπη και χώμα και λευκές τούφες και ουρλιαχτά και practical effects δεμένα με CGI – ο άντρας σφάζει το θεριό. Προσγειώνεται στα βαλτώδη ρηχά, με τα μάτια του να παίρνουν σιγά-σιγά το (φυσικό) τους κίτρινο χρώμα. Μειδιάζει.
Αυτή είναι η εισαγωγή μας στο Witcher του Netflix, και είναι όσο αυθάδικα over-the-top την περιγράφουμε (αν όχι περισσότερο).
Ο Geralt φτύνει το GoT σας
Η πρώτη σεζόν της σειράς “The Witcher” (2019) μόλις κατέφθασε στην πλατφόρμα του Netflix, με 8 επεισόδια γεμάτα τέρατα, παραδοσιακά πολωνικά εμβατήρια, μεσαιωνικούς πολέμους, έξυπνο διάλογο και (επιτέλους) μια αναγνώριση του κοινού-στόχου της σειράς: τους gamers. Τους προϊδεασμένους με τον σύνθετο στην απλοϊκότητά του κόσμο του Γητευτή – αυτούς που επέλεξαν να δουν μια εξειδικευμένη σειρά σε μια πλατφόρμα που ικανοποιεί εξειδικευμένα γούστα. Τους εξοικειωμένους με το high fantasy το συνυφασμένο με σκοτεινές παραλλαγές σλαβικών μύθων, βγαλμένο από τα σκονισμένα και κιτρινισμένα σωθικά μιας παραδοσιακής pen & paper περιπέτειας.
Το Witcher δεν είναι το νέο Game of Thrones (ευτυχώς), και δεν προφασίζεται κάτι ανάλογο, ούτε και μαρκετάρεται ως τέτοιο. Δεν προσπαθεί να ικανοποιήσει το κοινό κάθε ηλικιακής ομάδας (Star Wars), δεν μασκαρεύεται ως η σειρά φαντασίας που θα καταναλώσουμε μέχρι να βγει το Lord of The Rings της Amazon – όχι. Πηδώντας πάνω από τον λάκκο «κινηματογραφική/τηλεοπτική μεταφορά ενός videogame» και κάνοντας “igni” στα βαρυφορτωμένα κλισέ, η νέα σειρά του Netflix αρνείται να υποταχθεί στους νεωτερισμούς που διαφεντεύουν τόσα πολλά πολιτισμικά προϊόντα της σημερινής εποχής. Ισορροπώντας συνεχώς ανάμεσα σε μια καλοδιαρθρωμένη ιστοριογραμμή και στην ευλαβική μεταχείριση ενός έργου που έχει αγαπηθεί με τόσο πάθος αλλά και αβρότητα, η πρώτη αυτή σεζόν φορτώνεται στις «συμπληγάδες» πλάτες του Henry Cavill (ως Geralt of Rivia) για να εδραιώσει την παρουσία της σειράς ως ένα προϊόν που μπορεί να ξεκινά με εξειδικευμένο κοινό αλλά κοιτάει μπροστά. Ένα προϊόν που έχει τη δυνατότητα να γίνει (περισσότερο απ’ όσο είναι ήδη) μέρος της pop culture κληρονομιάς των πολιτισμικών έργων που συναρπάζουν την ανθρώπινη φαντασία.
Ο Geralt σμίγει τα φρύδια μπροστά στο PC σας
Ο Henry Cavill ως Geralt είναι σούπερ, μαν. Αν και το καστ είναι λίγο hit and miss, ο πρώην goodboy της Justice League (χωρίς CGI-tempered μουστάκι) ενσαρκώνει με στωική badassίλα τον «χασάπη του Μπλάβικεν».
Ο Geralt γρυλίζει και γουργουρίζει με το γνωστό του γρέζι, πετάει ατάκες από τα videogames, χαϊδεύει το άλογό του (Roaaach), γρονθοκοπά γυναίκες και χωρικούς και τέρατα – δείχνοντας συνέχεια πως είναι done with your shit. Για εκείνον, evil is evil, δεν υπάρχει διαβάθμιση ή ιεράρχηση – δεν έχει σημασία ο πομπός, όσο όμορφος και marketable και επίκαιρα σημαντικός και αν είναι. Υπάρχει τιμή στο κεφάλι σου; Ο Geralt της Rivia θα την συλλέξει, αν το κρίνει σωστό. Και θα το κάνει με τον πιο πρακτικό και to the point τρόπο – δεν του αρέσουν οι σβούρες, τα περίσσεια κόλπα και οι ατάκες. Είναι αυτή ακριβώς η μετριασμένη απάθεια, η βαρύτητα, η γκρίζα οπτική ενός χαρακτήρα με λευκά μαλλιά και μαύρη ένδυση που μοιάζει τόσο φρέσκια, τόσο θρασύτατη και «γενναία» όταν παρελαύνει μπροστά σε άκακες, χλιαρές, βαρετές, ευνουχισμένες, χιλιοπαιγμένες, «μαλακές», ακίνδυνες, «στρογγυλοποιημένες», ρηχές και στομωμένες σειρές και κινηματογραφικές μεταφορές. Είναι ένα πάνοπλο middle finger στο εργοστάσιο παραγωγής φτηνών ενθουσιασμών και συγκινήσεων, μια σειρά η οποία δε ντρέπεται να παρουσιαστεί ως το σκοτεινό ξαδελφάκι του «Hercules: The legendary journeys» με τον Kevin Sorbo. Μια σειρά επεισοδίων που τολμούν να εγκωμιάσουν το πλούσιο και πυκνό (και εξαιρετικά βαρυφορτωμένο με ονόματα) lore του, κουνώντας το κεφάλι με σεβασμό (αλλά δίχως παρατεταμένο ζήλο) στο κοινό στο οποίο απευθύνεται, και για το οποίο φτιάχτηκε εξαρχής.
Ο Geralt γελάει με τον πόνο σας
Ναι, υπάρχουν φορές που κουράζει με την ονοματολογία των κομπάρσων, την υπερβολικά streamlined πλοκή του, το συνεχόμενο jump μεταξύ χαρακτήρων και τοποθεσιών, την απεικόνιση μιας ακόμα ιστορίας ενός αναίσθητου ανθρώπου που τελικά αισθάνεται. Αυτές είναι οι αδυναμίες μιας σειράς που σέβεται το source material της και γνωρίζει πολύ καλά τους αποδέκτες της, μιας σειράς που ρισκάρει ακριβώς όσο πρέπει – ρισκάρει να λάβει αρνητικές κριτικές από ανθρώπους που θα αξιολογήσουν με μια λίστα από checkboxes, για να κερδίσει την αγάπη των ανθρώπων που λατρεύουν ήδη τα boxes που έχει τικάρει το Witcher στις καρδιές τους.
Τελικά, Το Witcher του Netflix είναι τόσο βυθισμένο στις πολιτικές πλεκτάνες, τις προϊστορίες των τεράτων και τις συγγένειες των χαρακτήρων του, που πεισματάρικα αρνείται να πάρει τους δέκτες από το χέρι και να εξηγήσει λεπτό προς λεπτό τι εκτυλίσσεται κάθε στιγμή επί οθόνης. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και self-aware, αυτοσαρκάζεται με το πόσο exposition δίνει και σπάει πλάκα με τις αχρείαστα περίπλοκες (ρεαλιστικές;) συγκυρίες που θα σπρώξουν τον ασπρομάλλη μεταλλαγμένο να θερίσει το επόμενο θεριό ή κορασίδα. Ή και τα δύο ?.
Βουτώντας τις ρίζες του βαθιά στη σλαβική μυθολογία, αποσταγμένη και διυλισμένη σε ένα καθωσπρέπει σενάριο DnD, αποπνέοντας την απλή και βάρβαρη φύση του Conan (R. E. Howard) αλλά και την αντιηρωική καταχνιά και το βάσανο του Elric (M. Moorcock), η σειρά Witcher του Netflix τολμά να ξεχωρίσει με την επιστροφή της σε μια φόρμουλα που από καιρό πιστέψαμε παρατημένη. Ευτυχώς, διαψευστήκαμε με τον πιο ευχάριστο τρόπο.
Κείμενο: Νικήτας Διαμαντόπουλος