Στο κήπο του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας-Θράκης, μπροστά στο επιβλητικό χτίσμα και ανάμεσα στις φτελιές και τις δάφνες, λίγο πριν την παράσταση του Φαέθων, συναντήσαμε τον σκηνοθέτη Θάνο Νίκα και τον ηθοποιό Παύλο Δανελάτο. Μία συζήτηση πάνω στο ιδιαίτερο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη, στις παραστασιακές δυσκολίες του κειμένου και στην αντανάκλαση του πάνω στην κοινωνία. Η παράσταση ανέβηκε πρώτη φορά τον περασμένο Μάιο, σε σκηνοθεσία Θάνου Νίκα, και τώρα, στον 2ο κύκλο παραστάσεων, συναντούμε τον Παύλο Δανελάτο στο ρόλο του εξουσιαστή-πατέρα.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Δε βρισκόμαστε πάνω σε μια θεατρική σκηνή, σε έναν συμβατικό θεατρικό χώρο, αλλά σε μια αίθουσα του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας-Θράκης. Τι σας ώθησε σε αυτή την επιλογή;
Θάνος Νίκας – Όταν ξεκινήσαμε με τα παιδιά να δουλεύουμε το κείμενο, μετά από κάθε πρόβα, υπήρχε μια ανείπωτη θλίψη σε όλους μας. Και ακόμη αυτό δεν είχε γίνει πραγμάτωση, αλλά ήταν ανάγνωση, ανίχνευση του τι έχουμε στα χέρια μας . Με αυτή την αίσθηση πορεύτηκα, και όταν άρχισα να το δουλεύω, αποφάσισα ότι δε θέλω να υπάρχει απόσταση από τον θεατή, αλλά θέλω τη σχέση που έχω εγώ σαν σκηνοθέτης και κάθομαι εκεί όταν κάνω πρόβες, να την έχει και ο θεατής . Σιγά σιγά, βέβαια, αυτό με άγχωσε, γιατί σκέφτηκα πως θα μπούμε σε ένα χώρο που δεν είναι θεατρικός, δεν έχεις την ασφάλεια από τα θεατρικά φώτα, δεν έχεις καμία θεατρική σύμβαση να σε γλιτώσει ή να σε σώσει. Μη έχοντας τίποτα από όλα αυτά, σημαίνει ότι, οτιδήποτε χτίσεις μέσα από τις κινήσεις του ηθοποιού και τις φωνές, πρέπει να είναι φτιαγμένο πολύ πειστικά. Να νιώθεις σαν αυτόπτης μάρτυρας. Εκεί άρχισε να πηγαίνει ο νους μου. Ήθελα ένα αστικό σαλόνι, δεν ήθελα πολύ κόσμο, δεν είχα στο νου μου ένα μεγάλο θέατρο, αναζητούσα την αίσθηση της ιδιωτικότητας και της οικειότητας. Ψάχνοντας, λοιπόν, χώρους έρχομαι εδώ , στο Λαογραφικό Μουσείο, και βλέπω ότι σε αυτό το μέρος, θα είναι σαν όνειρο. Κοιτάζω το χώρο και μου λένε «δεν έχουμε κάνει ποτέ παράσταση εδώ», αλλά εγώ αυτό έψαχνα, οπότε έτσι έγινε.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Ο χώρος είναι πολύ ιδιαίτερος και το γεγονός ότι υπάρχουν τριγύρω πόρτες δημιουργεί μια ένταση και μια αγωνία χωρίς να σε νοιάζει αν θα ανοίξουν. Νιώθεις ότι μένεις τη δεδομένη στιγμή με την οικογένεια Λοτ. Οι θεατές της παράστασης παρακολουθούν κάτω από τα δυνατά φώτα, το δράμα μιας οικογένειας, είναι σιωπηλοί μάρτυρες μιας τραγωδίας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται και για την πραγματική ζωή. Έχουμε μάθει να παραμένουμε αμέτοχοι σε όσα συμβαίνουν γύρω μας, αλλά όχι σε εμάς.
Θάνος Νίκας – Αυτό ήταν το σκεπτικό, ότι οι θεατές είναι οι καλεσμένοι, που γύρισαν από την κηδεία αυτού του ανθρώπου, του Άμνετ Λοτ. Είναι όλοι αυτοί που ήρθαν, που τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν. Είναι σαν ένα τραπέζι μετά την κηδεία, και για αυτόν ακριβώς το λόγο ήθελα να είναι κατάφωτοι. Παρόλο το κόλλημα μου με τα θεατρικά φώτα, γιατί μου αρέσουν πολύ οι ατμόσφαιρες, εδώ δεν ήθελα τίποτα. Το ήθελα όσο πιο ψυχρό και γυμνό γινότανε. Αναρωτιόμουν αν θα λειτουργήσει αυτό μέχρι και την πρεμιέρα πέρυσι τον Μάιο. Εν τέλει, η πρόσληψη ήταν πάρα πολύ καλή. Ένας ηθοποιός στο κρατικό μου είπε «παιδιά με βάλατε σε άλλο κόσμο μέσα, εκθέσατε εμένα, με φέρατε μέσα» . Είσαι εκεί και, ό,τι βλέπεις, σε βλέπει πίσω. Αυτή είναι η σχέση, όπως είναι και στη ζωή. Δεν χρειάζεται να είναι μια τέτοια ακρότητα, μπορεί να είναι κάτι πιο απλό, αλλά το γεγονός ότι δεν παίρνουμε θέση, μας κοιτάζει πίσω. Αυτό το πράγμα δεν μας αφήνει, το κουβαλάμε και με αυτό το σκεπτικό λειτούργησα με τον Φαέθοντα.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Είχε εξέλιξη μέσα στις πρόβες;
Θάνος Νίκας – Πολύ και μάλιστα έχει ακόμη και τώρα. Σε σχέση με πέρυσι, είναι άλλη παράσταση και το πώς το βλέπουμε από μέσα και το πώς νοηματοδοτήθηκε με την έλευση του Παύλου. Από τη δεύτερη κιόλας πρόβα με τα παιδιά, που περίμεναν την αντικατάσταση, ξαφνικά άρχισε να γίνεται νέο έργο. Ο τρόπος που χειρίστηκε ο Παύλος τη διαδικασία του χαρακτήρα του, άρχισε να βάζει και τους υπόλοιπους σε μια συνθήκη να επαναδιαπραγματεύονται τους δικούς τους ήδη «έτοιμους» χαρακτήρες. Έγινε καινούργια δημιουργία και είναι και τώρα εν εξελίξει, είναι ένα κείμενο που το έχουμε δουλέψει πάρα πολύ, αλλά συνεχίζει ακόμη να καρποφορεί.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Για τον Φαέθων του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Θάνου Νίκα, είναι ο 2ος κύκλος παραστάσεων και εσείς, φέτος, προστεθήκατε στο ρόλο του εξουσιαστή-πατέρα, Άμνετ Λοτ. Υπήρξαν δυσκολίες; Και όσο αφορά την συνεργασία, εφόσον η παράσταση είχε ήδη δουλευτεί, αλλά και όσο αφορά τον ρόλο του Άμνετ;
Παύλος Δανελάτος – Χαρακτηριστικό ήταν ότι έπρεπε να παίξουμε, ούτως η άλλως, πολύ νωρίς, αρχές Σεπτεμβρίου, σε ένα Φεστιβάλ στο Βόλο. Εγώ ξεκίνησα να δουλεύω από τον Ιούνιο μόνος μου και με τον Θάνο. Με το θίασο είχαμε κάνει αρκετές πρόβες, αλλά δεν είναι το ίδιο, όπως να ξεκινάς μια παράσταση από την αρχή. Υποτίθεται ότι είμαι έμπειρος, αλλά έχω πάρα πολλά χρόνια να παίξω, οπότε αυτό μας πίεσε λίγο. Οι παραστάσεις, όμως, πήγαν πολύ καλά. Μετά από αυτές συνεχίσαμε να δουλεύουμε, μέχρι και τώρα, την κανονική επανάληψη, που είναι εδώ. Δεν έχω ξανακάνει στην ζωή μου αντικατάσταση, είναι κάτι που μου φάνηκε περίεργο, αλλά ήταν πολύ καλός ο ρόλος και εγώ είχα 19 χρόνια να παίξω και ήθελα πολύ. Στο μεσοδιάστημα ασχολιόμουν πολύ με την σκηνοθεσία και με τη διδασκαλία. Δεν έχασα, αλλά ήταν κάτι που το ήθελα πολύ να ξαναγυρίσω στο σανίδι που μου αρέσει. Ήταν, βέβαια, πολύ σκληρός ο ρόλος. Για να ξαναγυρίσω έλεγα να αρχίσω με κάτι πιο light, αλλά μετά σκέφτηκα είναι όπως το τσιγάρο. Ή το κόβεις ή δεν το κόβεις. Μπες με το δύσκολο και μετά βλέπεις τι γίνεται. Με το θίασο είμαστε πολύ καλά, τα παιδιά είδαν και το κείμενο διαφορετικά, είμαι και εγώ ένας διαφορετικός άνθρωπος, οπότε έγινε μια συνολική αναπροσαρμογή, δεν μπήκα σαν παρένθεση. Για αυτό και έρχεται και αρκετός κόσμος να το ξαναδεί. Ήταν ένα κείμενο πολύ δύσκολο, ένας τρομακτικός χαρακτήρας, και κάπου γίνεται leader στην παράσταση, γιατί αυτός κινεί τα κακά νήματα, οπότε ένιωθα και μια ευθύνη παραπάνω, και για τον θίασο και για μένα, αλλά νομίζω βγήκε καλά και θετικά. Η παράσταση έχει ένα κύλισμα καλό, βελτιώνεται συνεχώς, γίνεται πιο επικοινωνιακή μεταξύ μας, γίνονται ενδιαφέροντα πράγματα σε κάθε παράσταση που τα βάζουμε μέσα στο παιχνίδι, όχι με την έννοια του αυτοσχεδιασμού, αυτό δεν γίνεται γιατί η παράσταση είναι κουρδισμένη, αλλά γίνονται λεπτά εσωτερικά ανοίγματα, τα οποία αναπτύσσονται σιγά σιγά και πιστεύω ότι πάει καλά.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Από το 2010 βρίσκεστε στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της Ανωτέρας Σχολής Δραματικής Τέχνης Ανδρέα Βουτσινά. Έχετε μεγάλη πορεία στο θέατρο ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, ιδρυτής και διευθυντής δραματικών σχολών και θεατρικών χώρων. Φαίνεται πως το θέατρο είναι η ζωή σας. Παρόλα αυτά έχετε χρόνια να εμφανιστείτε πάνω στο θεατρικό σανίδι. Τι σας κράτησε μακριά και τι σας έφερε τώρα πάνω στη σκηνή;
Παύλος Δανελάτος – Ήθελα πάρα πολύ και τα 19 χρόνια να παίξω, δε σταμάτησα στιγμή. Το σκέπτομαι ακόμη και όταν είμαι με τους μαθητές μου, παρόλο που η διδασκαλία είναι πρώτο πράγμα στο κεφάλι μου. Περηφανεύομαι για αυτό, γιατί δεν μπορείς να κάνεις διδασκαλία αν είναι δεύτερο. Η διδασκαλία είναι κάτι απίστευτο, έχεις συνεχώς σχέση με νέους και δεν γερνάς. Κάθε χρόνο μαθαίνεις την γλώσσα τους. Και σε αυτά τα 19 χρόνια, λοιπόν, οι μαθητές μου με κάνανε καλύτερο ηθοποιό. Είναι σαν να παίζω 10 φορές παράσταση σε κάθε μάθημα. Με το Θάνο η συγκυρία ήταν όταν ήρθε στη σχολή βρεθήκαμε εκεί πιο πολύ. Γνωριζόμασταν, είχα δει παραστάσεις του, είχαμε σχέση . Εγώ πάντα δήλωνα ότι είμαι πιο πολύ ηθοποιός. Παρόλο που ασχολούμουν περισσότερο με τη σκηνοθεσία, όπως και τώρα, έτυχε και δεν βρέθηκα πάνω στη σκηνή. Πάντα μέσα μου παραμένω ηθοποιός και από την θέση του ηθοποιού σκηνοθετώ, και από αυτή διδάσκω. Δεν μπορώ να διδάσκω από την θέση του σκηνοθέτη, δεν είναι το ίδιο.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Έχει πολλές αναγνώσεις το κείμενο. Νομίζω διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας ανακαλύπτεις όλο και κάτι νέο.
Παύλος Δανελάτος – Ναι, δεν είναι ένα κείμενο απλό, δεν είναι μια κωμωδία ή ένα απλό ρεαλιστικό κείμενο. Ο Δημητριάδης δε γράφει ποτέ έναν απλό καθημερινό λόγο, έχει μεγάλη δόση ποιητισμού και ποιητικών εκθεμάτων στο έργο του, έχει ένα πολύ ιδιαίτερο λόγο και στους διαλόγους, που ούτως η άλλως είναι σπάνιοι, δε γράφει με τον καθαρά παρατακτικό τύπο η μια σκηνή μετά την άλλη και με την συμβατική εξέλιξη του δράματος. Έχει, περισσότερο, μια ποιητική ροή μέσα στο μυαλό του. Κάθε τέτοιος συγγραφέας, φυσικά, έχει και πολλές ερμηνείες. Παράδειγμα στο τέλος του έργου, που ο Λέλο λέει πως πέταξε στον ουρανό και μπήκε μέσα στον ήλιο, εγώ είχα φέρει κάποια παιδιά από την ομάδα μου, από την θεραπευτική κοινότητα στην Ιθάκη, να το δουν και ο καθένας είχε τη δική του ερμηνεία και αυτό είναι πολύ θετικό. Γιατί το να έχει ερμηνείες ο θεατής διαφορετικού τύπου, σημαίνει αντιστρόφως με αυτό που πιστεύει ο κόσμος. Μερικοί λένε «αχ, κρίμα δεν το κατάλαβα». Μα αν κάποιος ερμηνεύει κατά το δοκούν το έργο, σημαίνει ότι εσύ άνοιξες την πόρτα να το κάνει. Τέτοιου είδους κείμενα, όπως του Δημητριάδη, του Μίλλερ, της Σάρα Κέην, είναι σαν την ανάγνωση των ποιητικών κειμένων. Έχουν αναγνώσεις όσες και οι θεατές που θα τις δουν. Είναι ανοιχτά, ελλειπτικά κείμενα, δεν λένε τα πάντα. Στον ποιητικό λόγο διαβάζεις τα μισά, τα άλλα τα καταλαβαίνεις εσύ.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Αν και βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεσοαστική οικογένεια του Λονδίνου, φαντάζομαι ότι τα ονόματα των μελών, παρόλη την βαρύτητα της σημειολογίας τους, θα μπορούσαν να είναι ακόμη και ελληνικά. Η οικογένεια Λοτ κάλλιστα θα ζούσε ανάμεσά μας.
Θάνος Νίκας – Το κείμενο έχει μια απίστευτη διακειμενικότητα. Ο Δημητριάδης παίρνει το μύθο του Φαέθοντα, κρατά μόνο το κομμάτι της ανάληψης συμβολικά και παίζει πάρα πολύ με τον Άμλετ. Τον πατέρα τον λένε Hamnet, όπως τον γιο του Σαίξπηρ που πέθανε 7 χρονών, και έτσι έγραψε τον Άμλετ. Για τον γιο, τον Λέλο Λομ, το όνομά του δεν σημαίνει τίποτα, είναι μπεμπέκισμα, και απλά έχει το Λ, που είναι του πατέρα. Έχει παντρέψει τον Άμνετ με την Τζούλι-Ιουλία, Ιουλιέττα ουσιαστικά, που είναι η γυναίκα του. Ταυτόχρονα, παίρνει πολλά από «Τα γράμματα του πατέρα» του Κάφκα, και τα τοποθετεί μέσα. Ο Δημητριάδης απάντα στον πατερικό λόγο, στα πατερικά κείμενα, μέσω του γιου και με θεατρικό-φιλοσοφικό λόγο. Δημιουργεί ένα πόλεμο ανάμεσα σε 2 σχολές. Ακόμη και το όνομα του Μπίλλυ, παραπέμπει στο Μπίλλυ Μάρλοου. Η διακειμενικότητα, φυσικά, δεν έχει να κάνει μόνο με τα ονόματα, αλλά γίνονται και αναφορές στην Κόλαση του Δάντη και στην σημασία του να είσαι αρτιμελής, όπως παρουσιάζεται στο έργο. Πέρυσι στην παράσταση μια γυναίκα είχε λιποθυμήσει και στο Φεστιβάλ Βόλου συνέβη το εξής: κάποια στιγμή, από τα μέσα της παράστασης και μετά, μια κυρία, 65 περίπου χρονών, ξαφνικά αρχίζει να γελάει. Και, σίγουρα, δεν ήταν η σκηνή για να γελάς. Κάθισε, λοιπόν, είδε όλη την παράσταση και μας περίμενε μέχρι το τέλος. Μας ζήτησε συγνώμη που γελούσε, αλλά μπαίνοντας από ένα σημείο και μετά ο χαρακτήρας του Άμνετ Λοτ της θύμισε τον πατέρα της και ήταν η μοναδική αντίδραση που θα μπορούσε να έχει. Δεν τόλμησα να την ρωτήσω παραπάνω πράγματα, αλλά ήταν μια πολύ σοβαρή γυναίκα που βγήκε έξω με ένα πολύ βαρύ φορτίο και η αντίδραση της ήταν ένα νευρικό γέλιο σε αυτό που συνέβαινε. Μάλλον ήταν η άμυνά της, αλλά ήταν σοκαριστικό. Όσο δουλεύω αυτή την παράσταση, ψάχνω πράγματα γύρω γύρω και συνειδητοποιώ πως, αν όχι όλοι, σίγουρα οι μισοί εξ υμών, ξέρουμε ένα τέτοιο περιστατικό ή το έχουμε αντιληφθεί. Όχι στην ολότητα του, γιατί δεν είμαστε μέσα, αλλά το ξέρουμε, είτε βρεθήκαμε κοντά ή το έχουμε ακούσει. Παρόλα αυτά, νομίζω, ότι το έχουμε αφήσει να φύγει γιατί το κατατάσσουμε στο ιδιωτικό. Ενώ εδώ, αυτό το ιδιωτικό το κάνουμε δημόσιο.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Θυμίζει κάτι από αρχαία τραγωδία η παράσταση. Το κακό το κουβαλάμε ,μοιάζει να είναι αρχέγονο.
Παύλος Δανελάτος – Η τραγωδία παίζει με το κακό του αρχέγονου μυαλού πάντα. Ό,τι είναι καλογραμμένο πάνω σε αυτό, στο κακό που μπορεί να προξενήσει ο άνθρωπος στον εαυτό του είτε στους άλλους, θα θυμίζει πάντα αρχαία τραγωδία. Για αυτό δεν είναι τυχαίο ότι η τραγωδία έχει τον περισσότερο κόσμο κάθε καλοκαίρι, ο κόσμος βλέπει τα ίδια έργα. Την παρακολουθούν χιλιάδες θεατές, νούμερα που δε θα δούμε ποτέ σε χειμερινές παραστάσεις. Ό,τι, λοιπόν, είναι γνήσιο και μιλά για το κακό του ανθρώπινου μυαλού, θα θυμίζει μοιραία αρχαία τραγωδία. Το τέλος που περιγράφει τον Φαέθοντα και τον Ήλιο, είναι και, συγχρόνως, και φυγή της Μήδειας που φεύγει μετά τον φόνο των παιδιών της εντελώς αθωωμένη. Δεν υπάρχει άλλη τραγωδία που να αθωώνεται ένας παιδοκτόνος. Ο Ευριπίδης είναι ο συγγραφέας που μάτωναν οι πολιτικοί όταν πήγαιναν στα έργα του. Μιλούσε για όλα αυτά που συνέβαιναν, για όλο τον κατακερματισμό, τον Πελοποννησιακό πόλεμο, τα συμφέροντα, τους άθλιους πολιτικούς που κορόιδευαν τον κόσμο. Δεν είναι ευτυχής, είναι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος που βλέπει έξω από το παράθυρό του καμένη γη. Και βάζει τους περισσότερους θεούς στα έργα του, ενώ δεν πιστεύει στο Θεό.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Κάτι παρόμοιο κάνει και ο Δημητριάδης.
Παύλος Δανελάτος – Ναι, βάζει έναν άνθρωπο του Θεού, ενώ ο ίδιος, είναι δεδομένο, ότι πιστεύει πως η θρησκεία χρησιμοποιείται για άλλους σκοπούς, όχι θεμιτούς.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Ο Άμνετ Λοτ έχει μια καθωσπρέπει και αξιοσέβαστη υπόσταση στην κοινωνία. Κάτι τόσο σάπιο μέσα του, βγάζει μια άμεμπτη και ευυπόληπτη εικόνα προς τα έξω. Νομίζω προβληματίζει αυτό για την κοινωνία, το ταλέντο να θάβουμε το άσχημο.
Θάνος Νίκας – Φυσικά, γιατί αν δεν το θάψουμε, θα πρέπει αν το διαχειριστούμε και να πάρουμε θέση, και αυτό είναι το πιο δύσκολο πράγμα. Έτσι όπως έχω στήσει την παράσταση, οι θεατές υπάρχουν δίπλα σε αυτό που γίνεται και, ταυτόχρονα, υπάρχει και το μαχαίρι παρόν από την αρχή στην σκηνή, δε βγαίνει από κάπου. Όλοι μας το έχουμε για να σταματήσουμε μια τέτοια συνθήκη, συμβολικά πάντα, υπάρχει σε όλων μας το χέρι και μπορούμε να την τερματίσουμε. Το θέμα είναι ότι κανείς δεν το κάνει, γιατί έχουμε το «τι να κάνω εγώ τώρα», αυτό μας ακολουθεί σαν κοινωνία. Η εικόνα και η τόση πληροφόρηση, όλα αυτά που περνάνε καθημερινά από τα μάτια μας, μας έχουν κάνει λίγο χοντρόπετσους και συνηθίζουμε να βλέπουμε αυτά τα πράγματα, χωρίς να αντιδράμε.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Είναι ο φόβος που μας σταματά να αντιδράσουμε; Αυτό το «που να μπλέκω τώρα»;
Θάνος Νίκας – Η αντίδραση μας έχει γίνει πιο ελεγχόμενη. Ένα post στο facebook είναι αντίδραση, έχουμε κάνει το χρέος μας. Το να κάνουμε μια πορεία, να φωνάξουμε, αυτό δεν γίνεται. Κάνουμε το post και νιώθουμε ότι κάτι κάναμε. Η αντίδραση μας έχει, πλέον, μια φοβερή αυτοαναφορικότητα και όχι μια πρακτική εφαρμογή. Είναι σαν να μην καταλαβαίνουμε.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Ο Άμνετ Λοτ διαθέτει μια εμμονή με την θρησκεία και το λόγο του Θεού. Καταλήγει, όμως, να τον παρουσιάζει παρερμηνευμένο, δικαιολογώντας τις αισχρές του πράξεις. Το βλέπουμε αυτό συχνά αυτό στη ζωή να συμβαίνει; Ο λόγος να καταλήγει κάτι άλλο με την ανθρώπινη διαμεσολαβημένη ερμηνεία;
Παύλος Δανελάτος – Τώρα οι Τούρκοι μπήκαν στη Συρία και έχουν την εντύπωση ότι κάνουν ανδραγάθημα. Δηλαδή, στα πλαίσια ενός δήθεν πολιτικού λόγου και εθνικιστικού, που είναι διαστρεβλωμένος, δικαιολογούν τα εγκλήματα με βάση έναν πολιτικό λόγο. Και στην Ιστορία τεράστια εγκλήματα δικαιολογήθηκαν με βάση έναν θρησκευτικό λόγο. Μην ξεχνάμε ότι υπήρχε η Ιερά Εξέταση, υπήρχαν άνθρωποι που κάηκαν και βασανίστηκαν στα πλαίσια μιας δήθεν θρησκευτικότητας, διότι υποτίθεται ότι κατέστρεφαν το λόγο του Θεού. Ποιος λόγος του Θεού θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτά τα βασανιστήρια τα φρικτά; Ολόκληρες χώρες, λαοί, χωριά, πολιτισμοί έχουν καεί ζωντανοί με βάση έναν, υποτίθεται, πολιτικό ή θρησκευτικό λόγο. Στον Δημητριάδη από τα έργα του βγαίνει ένα συμπέρασμα, ότι η θρησκεία πολλές φορές έχει χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει εγκλήματα. Ο χαρακτήρας του Άμνετ βρίσκεται στα πλαίσια της ιδεολογίας του, το οποίο είναι πολύ τίμιο και ειλικρινές. Τώρα όσο αφορά το ρόλο, στα πλαίσια του ψαξίματος που κάνω πάντα εγώ σε κάθε ρόλο, διάβασα για πολλούς τέτοιους ανθρώπους και παλιούς και πρόσφατους, όλοι αυτοί που κακοποιούν, όλοι έχουν ένα δήθεν λόγο που σκεπάζει την εσωτερική τους προβληματική. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ο δήθεν απόλυτος θρησκευτικός λόγος. Είναι τρομακτικό να μιλάς για τον Γολγοθά, την Ανάσταση και το όρος των Ελαιών και να το επικαλείσαι για να βιάσεις την κόρη σου ή τον γιο σου, αλλά γίνεται. Το μυαλό του ανθρώπου δεν είναι μόνο ένα θαύμα, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια κόλαση. Γιατί έχει την δυνατότητα να κάνει αυτό που κανένα ζώο δεν μπορεί: να διαστρεβλώσει την φύση και τα πάντα γύρω του, προκειμένου να δικαιολογήσει τις πράξεις του. Αυτό είναι το αμάρτημά μας. Διαθέτουμε μια διαδικασία που λέμε ότι μας ξεχωρίζει από τα ζώα, αλλά αυτό δεν μας έχει αφήσει ούτε το ευγενές ένστικτο, έχουμε την δυνατότητα να το υπερκεράσουμε και να δικαιολογήσουμε εγκλήματα.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Συνειδητά;
Παύλος Δανελάτος – Συνειδητά φυσικά. Είτε ατομικά ή ομαδικά εγκλήματα. Έχει διαστρεβλωθεί ο κόσμος και έχει δικαιολογήσει τα πάντα. Παράγουμε σκουπίδια, κανένα ζώο δεν παράγει σκουπίδια, όλα τους ανακυκλώνονται. Εμείς έχουμε δικαιολογία να το κάνουμε. Αυτό είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου, το ένστικτο δικαιολογίας και το στηρίζει, γιατί έχει το μυαλό του. Το ίδιο μυαλό που είναι θαυματουργό είναι και τερατώδες.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Άρα ο Άμνετ είναι στην ουσία ένας από όλους μας;
Παύλος Δανελάτος – Ο Άμνετ είναι ένα αποκύημα της γνώσης μας. Εμείς έχουμε την γνώση και το μυαλό για να γεννάμε Αμνετ και να τους δικαιολογούμε.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Ο Άμνετ μιλά συχνά για την ζωή μετά θάνατον και την Δευτέρα Παρουσία. Τι συμβολίζει αυτή η θεωρία για τον άνθρωπο; Είναι ελπίδα ή ένα όριο στις άνομες ενστικτώδεις πράξεις μας;
Παύλος Δανελάτος – Όταν χρησιμοποιείς οποιαδήποτε δικαιολογία για να στηρίξεις τα εγκλήματά σου ή να αποφύγεις τις ενοχές σου αυτό συμβαίνει γιατί μέσα σου είσαι ελλιπής. Όλοι οι άνθρωποι που κάνουν αυτές τις ενέργειες είναι ελλιπείς. Προχωρούν σε κάποιες πράξεις που πιστεύουν πως αναδιαρθρώνουν το μέσα τους και πιστεύουν πως δεν τους λείπει, πλέον, κάτι, το καλύπτουν, και μετά δημιουργείτε η αλυσίδα των δικαιολογιών. Το θέμα δεν είναι αν δημιουργούμε αυτή την αλυσίδα για να καλύψουμε τις πράξεις μας, το θέμα είναι αν τις χρειαζόμαστε. Γιατί αν το χρειάζεσαι, σημαίνει ότι πρέπει να ξαναγυρίσεις πάλι σε σένα. Ο Άμνετ είναι ένα πρόσωπο που αρνείται να συνομιλήσει με τον εαυτό του κατά βάθος. Εγώ τουλάχιστον πιστεύω ότι ο κακός ξέρει ότι είναι κακός, εκτός κ αν είναι κάτι παθολογικό, που για τον Άμνετ δεν είναι έτσι, είναι απόλυτα συνειδητός. Ο κακός ξέρει ότι είναι κακός και πρέπει να το κρύψει, ξέρει ότι αν πάει μέσα του και ρωτήσει θα βρει το κενό, θα βρει αυτό που φοβάται.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Διατηρώντας, λοιπόν, την υποταγή και την σιωπή απέναντι στην εξουσία, την απόφαση για την ανατροπή της την παίρνει ο Λέλο, ο γιος της οικογένειας που παρουσιάζει μια νοητική και σωματική υστέρηση. Η καθαρότητα της σκέψης και η δύναμη μιας τέτοιας απόφασης έρχεται από τον φαινομενικά πιο αδύναμο;
Παύλος Δανελάτος – Δεν συμφωνώ ότι έχει νοητική υστέρηση. Φαίνεται ίσως παραστασιακά, όπως το έχει δώσει και ο Νίκος και ο Θάνος, αλλά στην πραγματικότητα αυτά που λέει δεν υστερούν καθόλου νοητικά από την αρχή. Η σωματική του υστέρηση δείχνει την καταπιεσμένη προσωπικότητα του αλλά μόνο αυτό. Ο λόγος του Λέλο υπερβαίνει κατά πολύ τον λόγο των άλλων και είναι ο δικός του και του Άμνετ που συγκρούονται. Συνεπώς, δεν νομίζω ότι έχει νοητική υστέρηση, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον που στην παράσταση παρουσιάζει σωματική, σαν να είναι εγκλωβισμένος, αγκυλωμένος, γιατί δεν μπορεί να περάσει όλα αυτά τα χρόνια διαφορετικά. Είναι εγκλωβισμένος σε ένα καρότσι και παραστασιακά αυτό δίνεται για να φανεί και η αγκύλωση του κορυφαίου μυαλού του. Αν έχεις 2 παιδιά και τα καταπιέσεις για 30 χρόνια, αυτό που είναι το πιο έξυπνο από τα δύο θα έχει καταπιεστεί και περισσότερο. Οπότε και η αντίδραση θα έρθει από εκεί, αλλά θα δεις και μια παθολογία στον πανέξυπνο, γιατί ο άλλος μπορεί να αισθάνεται και ασφάλεια. Η βία πολλές φορές είναι και ασφάλεια.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – «Να ζεις, αυτό είναι όλο το ζήτημα», λέει ο Λέλο. Τι σημαίνει για σας αυτή η φράση;
Θάνος Νίκας – Έχω κάνει Άμλετ πριν χρόνια και με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Υπάρχει αυτό το ερώτημα το γνωστό «Να ζεις ή να μην ζεις». Στην μετάφραση του Χειμωνά γίνεται «Να ζεις. Να μην ζεις». Ο Δημητριάδης το παίρνει και καταλήγει στο πάρα πολύ απλό «Να ζεις». Δεν υπάρχει κάτι άλλο. Όλο το υπαρξιακό ερώτημα του Άμλετ, ο Δημητριάδης το κρατάει στο πολύ απλό: να ζεις και να αντέχεις αυτό που είναι ζωή. Να ζεις και να αντέχεις τους πόνους ζωής. Νομίζω είναι μια ιδιότυπη συνομιλία που έχει και με τον Άμλετ και με το μεταφραστικό έργο του Χειμωνά. Συγγενεύουν πολύ. Ο Χειμωνάς είναι μεγάλη μου αγάπη και για την μετάφραση του πάνω στον Άμλετ θεωρώ πως δεν υπάρχει αντίστοιχη. Οπότε αυτό, το να αντέχεις να ζεις, για μένα είναι πολύ σημαντικό και αυτό νομίζω προσδιορίζει και τον Λέλο. Να αντέχω να ζω είναι η μεγαλύτερη του πράξη, ο φόβος του πατέρα είναι η μεγαλύτερη του πράξη. Δεν είναι να φύγει από εκεί μέσα, δεν ξέρει πώς να ζει . Το λέει και ο Άμνετ στο τέλος «αν πεθάνω θα πεθάνεις και εσύ μαζί με μένα» και ενδεχομένως να συμβαίνει αυτό. Οι αδερφές του είπαν για την ανάληψη του, αλλά συνέβη;
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Πως θα κινηθεί η παράσταση στη συνέχεια;
Θάνος Νίκας – Η παράσταση συνεχίζει, έκανε πρεμιέρα στο showcase των Δημητρίων, και πρόσφατα έλαβα ένα mail από την Ιταλία ότι θέλουν να τους στείλουμε το κείμενο, για να μπορέσουν να καταλάβουνε καλύτερα όλο αυτό το οποίο είδανε. Δεν ξέρω τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό, αλλά θα ήθελα πολύ να βγει έξω και να ταξιδέψει. Η αποδοχή που πήραμε από το showcase είναι πάρα πολύ έντονη, και μιλάμε για ένα έργο το οποίο είναι κατ εξοχήν λογοκεντρικό και το είδαν σε υπερτιτλισμό. Παρόλο που είναι δύσκολο στην παράσταση, και δεν περίμενα ότι θα τους ενδιαφέρει, συνέβη και είναι πολύ σημαντικό. Ο Δημητριάδης που έχει τιμηθεί εντός και εκτός συνόρων, σε αυτή την πόλη που ζει και αναπνέει, στη Θεσσαλονίκη, δεν ανεβαίνει συχνά. Τον Μάιο που κάναμε πρεμιέρα εδώ, στην Νέα Υόρκη, την ίδια στιγμή, ανέβαινε ο Φαέθωνας σε αναλόγιο, και είχαν όλοι εκστασιαστεί με το κείμενο, με το τι γράφει και τι πραγματεύεται. Είναι μεγάλος λόγος ο λόγος του Δημητριάδη ασχέτως αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με όσα γράφει. Θεωρώ ότι, αν η γλώσσα του ήταν αγγλική, θα ήταν στο ύψος ενός Μπέκετ . Έχει διάνοια, διαρκή συνομιλία και ρηξικέλευθο λόγο, και ειδικά στο συγκεκριμένο έργο, έχει φτιάξει και φοβερούς χαρακτήρες. Ο «Φαέθων» είναι ένα καλογραμμένο έργο, αρκετό φιλοσοφικό, που αναρωτιέσαι πως θα παρασταθεί. Πραγματεύεται το φλέγον ζήτημα της εξουσίας απέναντι στον άλλο, και σε αγγίζει, και ας είσαι μακριά από το λόγο του Δημητριάδη, διότι από την πηγή, την οικογένεια. Το έγκλημα γίνεται με κλειστές πόρτες.
Συνέντευξη: Μαρία Καστανάρα (Lavart)
Φωτογραφίες: Momentum Photography