Ο Ζαν-Πιερ Ζενέ έχει σκηνοθετήσει αρκετές ενδιαφέρουσες ταινίες, καμία όμως δεν ξεπερνά την εμβληματική πλέον «Αμελί» του. Η ιστορία της εσωστρεφούς Γαλλίδας με το διαπεραστικό βλέμμα και τη ζωηρή φαντασία που αποφασίζει να ομορφύνει τις ζωές των γύρω της, είναι γνωστή και αγαπητή στους κύκλους των κινηματογραφόφιλων.
Το φιλμ ακολουθεί την προσωπική ιστορία της Αμελί Πουλέν (την οποία υποδύεται έξοχα η Οντρέ Τοτού) κυριολεκτικά από την ημέρα της σύλληψής της «στις 23 Σεπτεμβρίου 1973 και ώρα 6.28 μμ και 26 δευτερόλεπτα» έως τις «28 Σεπτεμβρίου 1997, ακριβώς 11 πμ.» Αρχικά, γνωρίζουμε τους γονείς της, τι αγαπούν, τι αντιπαθούν και πως οι εσφαλμένες αντιλήψεις τους επηρεάζουν τον παιδικό ψυχισμό της ντροπαλής και συχνά ενοχικής κόρης τους. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αφηγητής «χωρίς συνομήλικους να παίξει, ζει ανάμεσα σε μια νευρωτική και ένα παγόβουνο και η Αμελί καταφεύγει στην φαντασία της.» Τα λούτρινα παιχνίδια εμψυχώνονται, τα σύννεφα αποκτούν σχήματα ζώων και οι δίσκοι βινυλίου φτιάχνονται όπως οι κρέπες…Η μοναξιά και η φαντασία της Αμελί είναι από τα σημαντικότερα στοιχεία της προσωπικότητάς της, αυτά που επηρεάζουν τις διαπροσωπικές της σχέσεις της ως ενήλικη. Όταν μεγαλώνει αρκετά, φεύγει από το πατρικό της για την Μονμάρτη όπου πιάνει δουλειά ως σερβιτόρα σε καφέ και βγαίνει επιτέλους στον κόσμο. Η χρωματική παλέτα που ντύνει την ίδια και τους χώρους που κινείται περιλαμβάνει θερμές αποχρώσεις του κόκκινου, πράσινου, πορτοκαλί και καφέ, αντανακλώντας τον ψυχισμό της και δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα ζεστασιάς και οικειότητας. Εκείνη, όμως, δείχνει μια αδυναμία να συνδεθεί με τους γύρω της. Διατηρεί τυπικές σχέσεις με τους συνεργάτες, θαμώνες και γείτονες, έχει ελάχιστες φίλες και εγκαταλείπει γρήγορα την ιδέα να βρει σύντροφο. Προτιμώντας την μοναξιά στρέφεται σε απλές απολαύσεις, όπως να παρατηρεί τα πρόσωπα των θεατών στο σκοτάδι του σινεμά, να πετάει βότσαλα στο κανάλι του Σαιν Μαρτέν, και να σπάει την κρεμ μπριλέ με κουταλάκι. Αυτές οι μικρές λεπτομέρειες, δοσμένες μέσα από κοντινά πλάνα φιξαρισμένα στο πρόσωπο της Τοτού, σπάζοντας συχνά τον τέταρτο τοίχο για να κοιτάξει κατευθείαν το κοινό, είναι που μας συστήνουν την ουσία της προσωπικότητας της Αμελί. Ολιγόλογη ως χαρακτήρας, μεταδίδει πολλά με δειλά χαμόγελα, σταθερό βλέμμα και καυστικά σχόλια όπου πρέπει. Ενίοτε παρεμβαίνει στην αφήγηση και μας εξηγεί η ίδια τις πράξεις και τα πιστεύω της.
Ο φακός του Ζενέ την ακολουθεί κινούμενη από και προς διάφορες γωνίες και πολλά κάδρα-εμπόδια μεταξύ αυτής και του υπόλοιπου κόσμου. Πίσω από το τζάμι ενός τηλεφωνικού θαλάμου, ένα παράθυρο, έναν πάγκο, έναν τοίχο. Σε μια σκηνή, μάλιστα, καθισμένη στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας ατενίζει από ψηλά τον «κόσμο κάτω». Η απόσταση αυτή δεν την εμποδίζει, ωστόσο, να βλέπει τους γύρω της με οξυμένη ενσυναίσθηση και υπό ιδιαίτερο πρίσμα, δίνοντας ευφάνταστες εξηγήσεις σε συμπεριφορές που από άλλους θα χαρακτηρίζονταν αλλόκοτες. Για παράδειγμα, ο Λυσιέν για εκείνη δεν είναι ο χαζούλης της γειτονιάς, αλλά κάποιος που βάζει πολλή φροντίδα σε αυτό που κάνει. Ο Ρεϊμόν Ντιφαγιέλ, δεν είναι ο γεροπαράξενος «γυάλινος άνθρωπος» αλλά ένας ιδιοσυγκρασιακός καλλιτέχνης και μέντοράς της. Ο εκκεντρικός Νινό Κενκαμπουά με τα παράξενα χόμπυ και ακόμα πιο παράξενα επαγγέλματα, είναι η «αδελφή ψυχή» που συναρπάζει την Αμελί. Ένα μοιραίο βράδυ, κατά σύμπτωση ανακαλύπτει ένα κρυμμένο μεταλλικό κουτί με τα απομεινάρια της παιδικής ηλικίας ενός παλιού ενοίκου του διαμερίσματός της, και κάτι αλλάζει μέσα της. «Μόνο αυτός που ανακάλυψε τον τάφο του Τουταγχαμών θα ήξερε πώς ένιωσε η Αμελί.» Αποφασίζει να ψάξει τον ιδιοκτήτη του κουτιού, όποιος και αν είναι, όπου και αν βρίσκεται, όσο και αν χρειαστεί και να του το επιστρέψει. Μετά την συγκινητική επιτυχία του σχεδίου της, «αισθάνθηκε μια απόλυτη αρμονία. Η στιγμή ήταν τέλεια, το φως μαλακό, μια ευωδιά στον αέρα, ένα ήσυχο μουρμουρητό στην πόλη. Η Αμελί ανασαίνει βαθιά. Η ζωή είναι απλή και καθαρή. Ένα κύμα αγάπης, μια επιθυμία να βοηθήσει την ανθρωπότητα.» Αυτή γίνεται και η προσωπική της σταυροφορία. Αποκτά έτσι έναν σκοπό, μια διέξοδο για την μοναξιά της. Θέλει να δώσει λίγο νόημα στη ζωή του χήρου πατέρα της, να πλησιάσει τους άλλους διορθώνοντας το άδικο και απαλύνοντας τον πόνο ή την μονοτονία όσο μπορεί και πάντοτε όσο πιο διακριτικά γίνεται, αποφεύγοντας συστηματικά να φροντίσει για την δική της ευτυχία επειδή «καλύτερα να βοηθάς ανθρώπους παρά έναν νάνο του κήπου.»Όταν συναντά και ερωτεύεται τον Νινό, αποφασίζει να τον προσεγγίσει καταστρώνοντας ένα ακόμη ευφάνταστο και πολύπλοκο σχέδιο. Κατά τον αφηγητή «μια φυσιολογική κοπέλα θα καλούσε το νούμερο, θα του επέστρεφε το άλμπουμ και θα έβλεπε αν το όνειρό της είναι βιώσιμο. Αυτό το λένε πραγματικότητα. Αυτό δεν θέλει η Αμελί!» Μόνο που ο έρωτας έχει και την πρακτική του πλευρά κι εκεί είναι που τα χάνει. Ο Ζενέ αποτυπώνει παιχνιδιάρικα τα συναισθήματά της εσωστρεφούς Αμελί με οπτικές μεταφορές όταν, για παράδειγμα, σε ένα πλάνο βλέπουμε κυριολεκτικά την καρδιά της να χτυπάει δυνατά έξω απ’ το σώμα της ή σε ένα άλλο να λιώνει σαν νερό που σκάει στο πάτωμα.
Κάθε φορά που πλησιάζει η στιγμή μιας πιθανής συνάντησης διστάζει, κάνει πίσω, καταφεύγει σε απίθανους ελιγμούς -πράγμα κατανοητό για ένα παιδί που μεγάλωσε χωρίς τρυφερότητα- αναγκάζοντας τον Ρεϊμόν να δώσει τη λύση δρώντας ως πατρική φιγούρα και από μηχανής θεός. «Τα κόκκαλά σας δεν είναι φτιαγμένα από γυαλί. Μπορείτε να αντέξετε τα χτυπήματα της ζωής. Αν αφήσετε αυτή την ευκαιρία να προσπεράσει, θα έρθει ο καιρός που η καρδιά σας θα γίνει στεγνή και κούφια όσο ο σκελετός μου» Στην μαγικά σιωπηλή σκηνή που ακολουθεί, η Αμελί αν και ωριμότερη παραμένει πιστή στον εαυτό της. Φιλά τον Νινό στην άκρη του στόματος, στον λαιμό, στο βλέφαρο, εκφράζοντας τα αισθήματά της για ακόμα μια φορά χωρίς λόγια, παρά με το βλέμμα και τις πράξεις της.ΧΣτο τέλος της ταινίας βρίσκουμε την Αμελί στο ίδιο συναισθηματικό σημείο με τον τυφλό ηλικιωμένο όταν τον άφησε έξω από τον σταθμό του μετρό, αφότου τον βοήθησε να περάσει τον δρόμο περιγράφοντας την γειτονιά που διέσχισαν. Σε μια στιγμή πληρότητας και διαύγειας. Πόσο όμορφη μπορεί να γίνει η ζωή με λίγο θάρρος, εμπιστοσύνη και δεκτικότητα στην αγάπη των άλλων;
Κείμενο: Μαρία Κολιού (Lavart)