Search
Close this search box.
Search
Close this search box.

Εκείνες Οι Τρείς Μέρες Ειρήνης, Αγάπης και Μουσικής Συμπλήρωσαν Πενήντα Χρόνια

Ήταν 15αύγουστος του ’69 όταν άρχιζαν οι «Τρείς Μέρες Ειρήνης, Αγάπης και Μουσικής».

Έμελλε, εν τέλει, να καθιερωθούν στη παγκόσμια συνείδηση ως το Φεστιβάλ του Woodstock.

Η ιστορία της πιο φημισμένης ροκ συγκέντρωσης ξεκινά στη μικρή ομώνυμη πόλη. Εκεί, ένα γνωστό hippie κοινόβιο αποτελούσε πόλο έλξης για πολλούς καλλιτέχνες, μεταξύ άλλων και του Bob Dylan. Κάπως έτσι, βλέποντας μουσικό και ακροατή να γίνονται ένα, ”γεννήθηκε” στο μυαλό του μουσικού παραγωγού Michael Lang το όραμα ενός μεγάλου φεστιβάλ στην πόλη. Ένα φεστιβάλ, αντάξιο διάδοχο των προηγούμενων, όπως του Monterey.

Το ρίσκο, ωστόσο, παρέμενε μεγάλο. Ο χώρος έμοιαζε μικρός για τα 100.000 άτομα που ο Lang αρχικά υπολόγιζε. Σαν να μην έφτανε αυτό, η  μακροσκελής και χρονοβόρα διαδικασία της γραφειοκρατίας καθώς και οι αρχές, που μόνο με καλό μάτι δεν έβλεπαν το γεγονός, έκαναν το εγχείρημα να μοιάζει ακατόρθωτο. Η θέληση και η διάθεση, από την άλλη, βρίσκονται στα ύψη. Η τύχη, τελικά, δε μένει ασυγκίνητη. Ο αγρότης Max Yasgur έρχεται να δώσει οριστική λύση. Προσφέρει τη φάρμα του στο Whitelake της Νέας Υόρκης. Η συμφωνία έκλεισε. Ο Lang και οι υπόλοιποι οργανωτές πιάνουν αμέσως δουλειά. «Let’s Work Together». Το θρυλικό λογότυπο «περιστέρι και κιθάρα» λαμβάνει σάρκα και οστά!

Η είσοδος ήταν 18$ για όλες τις τρεις μέρες. Ήδη, όμως, δύο μέρες πριν την έναρξη, 70.000 νεαροί είχαν φτάσει. Κανένας τους δεν πλήρωσε ούτε ένα σεντ. Η κατάσταση έμοιαζε ανεξέλεγκτη. Εναλλακτική, μόνο μια: ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΙΣΟΔΟΣ. Παιδιά από κοντινά κοινόβια έσπευσαν να βοηθήσουν εθελοντικά για την καλύτερη οργάνωση. Σταδιακά, καταφτάνουν νέοι από όλοι την Αμερική. Τελικά, το μεσημέρι της 14ης Αυγούστου η κατάσταση ήταν εκρηκτική! Οι δύο δρόμοι που οδηγούσαν στη φάρμα πλημμύρισαν από αυτοκίνητα. Οι ντόπιοι δυσανασχετούν. Ο θόρυβος ήδη απλώθηκε. Δεν υπάρχει επιστροφή. Οι αρχές κηρύσσουν την περιοχή «Ζώνη Καταστροφής» και προτρέπουν τον κόσμο να μη συνεχίσει. Πλέον, λείπουν και τα απαραίτητα: νερό και τροφή. Το πλήθος, παρόλα αυτά, παραμένει ήρεμο.

Το επόμενο πρωί, έπρεπε να ξεκινήσουν η Joan Baez, ο Arlo Guthrie, ο Tim Hardin, οι Incredible Sting Band, ο Ινδός Ravi Shagar, ο Bert Sommer, οι Sweet Water και ο Ritchie Havens. Εξαιτίας της κατάστασης, μόνο ο τελευταίος βρίσκεται στη θέση του. Ο κλήρος πέφτει, λοιπόν, στον Havens για να ανοίξει τη συναυλία.

Μέρα 1η

Τελικά δεν ήταν 100.000, όπως οι οργανωτές περίμεναν, αλλά κοντά στο ένα εκατομμύριο οι νεαροί που αντικρίζει μπροστά του ο Richie Havens, καθώς βγαίνει στη σκηνή. Ο ιδρώτας από την αγωνία και τη ζέστη έχει απλωθεί σχεδόν σε όλο το λεπτό του ρούχο. Με τρεμάμενο χέρι, πιάνει την (ακούρδιστη) κιθάρα μπροστά στο μικρόφωνο και ξεκινά να τραγουδά το «Freedom». Μιας και δεν ήταν η σειρά του να ανοίξει το πρόγραμμα, είναι ανήσυχος. Όμως, οι φωνές των νέων του δίνουν κουράγιο να τραγουδήσει μαζί τους για πάνω από τρεις ώρες και χειροκροτείται μετά από κάθε του τραγούδι. Μετά τον Havens, στη σκηνή ”πήδηξε” ο Country Joe. Η μπάντα του, The Fish, δεν έχει φτάσει ακόμα. Μη ξέροντας τι να κάνει παίρνει την πρωτοβουλία να τραγουδήσει το γνωστό αντιπολεμικό τραγούδι για το Βιετνάμ «I Feel Like Im Fixin’ to Die Rag». Το κοινό αμέσως ανταποκρίνεται, με εκατοντάδες χιλιάδες στόματα να τον ακολουθούν. Κατόπιν τη σκυτάλη παίρνει ο John Sebastian, που βρίσκονταν εκεί ως απλός θεατής. Η ανάγκη οδηγεί όμως τους οργανωτές να τον βγάλουν στη σκηνή. Ο φόβος του ήταν μεγάλος. Φολκ καλλιτέχνης καθώς ήταν, δεν είχε ξαναεμφανιστεί σε τόσο μεγάλο κοινό. Στο τέλος, η μαγεία της στιγμής νίκησε τις εσωτερικές αναστολές του και ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά της. Σιγά σιγά αρχίζει να πέφτει η βροχή, ότι ακριβώς χρειάζεται για τους μεθυστικούς ήχους του sitar από τα δάκτυλα του Ravi Shankar. Οι μελωδίες του Ινδού σαγηνεύουν το πλήθος. Ο δρόμος στρώνεται, έτσι, διάπλατα για τους επόμενους καλλιτέχνες. Ακολουθεί ο γιος του μεγάλου Woody Guthrie, Arlo, και η Melanie. Ούτε αυτή στο πρόγραμμα, αλλά απρόβλεπτα καλή. Επιτέλους, έρχεται η σειρά της Joan Baez. Παρότι έγκυος και με τον σύζυγό της στη φυλακή, καταφέρνει να κλείσει συγκινητικό τρόπο τη βραδιά.Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι το τέλος της πρώτης μέρας βρίσκει ένα νεαρό σκηνοθέτη, που ακούει στο όνομα Martin Scorsese, να επεξεργάζεται τα πρώτα χιλιόμετρα του φιλμ γυρισμένο κατά τη διάρκεια της. Αυτό θα αποτελέσει, τελικά, τον σπόρο για να ”ανθίσει” αργότερα η μυθική κινηματογραφική καταγραφή ολόκληρου του φεστιβάλ.

Μέρα 2η

Το πρωί του Σαββάτου, η βροχή εναλλάσσεται με ήλιο. Η ατμόσφαιρα είναι ονειρική και χαρούμενη. Το φεστιβάλ ήδη πρόσφερε στους χιλιάδες νέους μαγικές μουσικές στιγμές. Η διάχυτη φιλοσοφία ενάντια στον καπιταλιστικό τρόπο ζωής, στα ”πρότυπα” που επέβαλαν τα ΜΜΕ και γενικότερα στο «Way Of Life» της αμερικάνικης κοινωνίας, κάνει τα υπόλοιπα. Η διάθεση βρίσκεται στα ύψη. Σειρά έχουν οι άγνωστοι, μέχρι τότε, Quil να ανοίξουν τη δεύτερη μέρα. Σειρά στη σκηνή παίρνει ο Carlos Santana και η μπάντα του. Η μαγική κιθάρα και το κράμα ροκ και παραδοσιακής latin, μέσα από τις νότες του Soul Sacrifice, παρασέρνει αμέσως το πλήθος. Μερικά λεπτά αρκούν για να περάσει ο Santana στην αιωνιότητα. Το happening παίρνει ανιούσα πορεία. Εφημερίδες και τηλεόραση στέλνουν τις μεγαλύτερες δημοσιογραφικές μορφές που διαθέτουν προκειμένου να καλύψουν πλήρως το γεγονός. Ταυτόχρονα, το πάλκο δεν μένει ακάλυπτο. Η ανεπανάληπτη εμφάνιση των Jefferson Airplane, η μαγευτική φωνή της Janis Joplin, οι γεμάτοι ενέργεια Canned Hit, η ψυχεδέλεια των Grateful Dead, η soul του Sly Stone, οι Creedence Clearwater Revival σε μεγάλες στιγμές και τέλος η ορμητικότητα των Who δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο.Το πλήθος σε έκσταση. Για τον Abbie Hoffmann, ηγέτη του αμερικάνικου κινήματος ενάντια στο πόλεμο του Βιετνάμ, είναι η κατάλληλη ευκαιρία. Αρχίζει να εκφωνεί τον λόγο του για την απελευθέρωση/αποκατάσταση του John Sinclair, πολιτικού ακτιβιστή, μουσικού και ποιητή, που από καιρό βρίσκεται στη φυλακή για τις ιδέες και την πολιτική του στάση απέναντι τις ΗΠΑ. Στον Pete Townsend, όμως, δεν αρέσει το σκηνικό. Τον πετά με βίαιο τρόπο από το πάλκο. Κανείς δεν παίρνει το μέρος του Hoffmann. Κανείς δεν έχει διάθεση να πολιτικοποιήσει αυτή τη μοναδική μουσική εμπειρία. Στον Abbie δεν μένει τίποτα παρά να αποχωρήσει ήρεμα. Το φεστιβάλ της «Ειρήνης, Αγάπης και Μουσικής» κλείνει γαλήνια τη δεύτερή του μέρα. 

Μέρα 3η

Τη Κυριακή η βροχή σταμάτησε αφήνοντας πίσω της μια απέραντη λίμνη λάσπης. Δεν ενόχλησε και πολύ το γεγονός. Το κοινό περιμένει. Επιτέλους, ανεβαίνει στη σκηνή ο Joe Cocker και ξεκινά με τη διασκευή του «With Just A Little Help From My Friends» των Beatles. Τίτλος που ταιριάζει απόλυτα στο πνεύμα της παγκόσμιας αδελφοποίησης των νέων, κάτι που από την αρχή ήθελε να εκφράσει το Woodstock. Ακολουθεί ξανά ο «Country» Joe McDonald, αυτή τη φορά τον πλαισιώνουν και οι The Fish. Σειρά παίρνει ο Alvin Lee και οι Ten Years After. Σε δέκα λεπτά παραδίδουν μαθήματα πραγματικού (και ανεπανάληπτου) ροκ εν ρολ, μέσα από το «I’m Going Home». Στο τέλος, κιθάρα του Alvin ”αρπάζει φωτιά”! Οι ακροατές, εντυπωσιασμένοι, ”δροσίζουν” τον εξουθενωμένο κιθαρίστα με ένα τεράστιο καρπούζι. Τους διαδέχονται οι The Band του Robbie Robertson και τα πνευστά των Blood, Sweat And Tears προσθέτουν ένα χαρούμενο τόνο.

Η νύχτα άρχιζε να ρίχνει το πέπλο της. Το κουαρτέτο των Crosby, Stills, Nash & Young ξεκινάει με αυτοσαρκασμό: «Παιδιά, είμαστε έτοιμοι να τα κάνουμε πάνω μας!». Έκαναν καταπληκτική εμφάνιση. Η νύχτα βαθαίνει όλο και περισσότερο. Καλύτερη καληνύχτα από την εμφάνιση των Butterfield Blues Band, δεν γινόταν να υπάρξει εκείνη τη στιγμή.

Gran Finale…

Το πλήθος άρχιζε να αφήνει, το πρωί της Δευτέρας, τη Yasgur Farm. Κατακουρασμένο, αλλά ευτυχισμένο. Έμεινε λίγος κόσμος για το Gran Finale. Στο πρόγραμμα, οι Sanana ανοίγουν το δρόμο για τον μέγιστο Jimi Hendrix. Ο κιθαρίστας δίνει ζωή στη φημισμένη προσωπική εκδοχή του εθνικού ύμνου της Αμερικής, συνοδευόμενο από ένα πυρετώδες ποίημα γεμάτο οραματισμό. Το σόου που ακολουθεί, αρκεί για να κατεδαφιστεί και η τελευταία αμφισβήτηση. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο κιθαρίστα που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης. Κατόπιν, η τεράστια αρένα αδειάζει ολοκληρωτικά αφήνοντας στους οργανωτές άλλα 50.000$, επιπρόσθετα στο εκατομμύριο της οικονομικής απώλειας.

Ο Lang και ο Kornfield (έτερος οργανωτής) παραδέχονται ότι ήταν μια οικονομική καταστροφή, που άξιζε όμως τον κόπο. «Δημιουργήσαμε κάτι το ανεπανάληπτο».

Είχαν απόλυτο δίκιο…

Κείμενο: Βαγγέλης Δελλής (Lavart)

 

Πηγές φωτογραφιών: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11,

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr